που αγαπαμε
την Θεσσαλονικη
τωρα
Ο Θερμαϊκός είναι ένα πραγματικό στολίδι στην παραλία, από τα ελάχιστα μαγαζιά που έχουν απομείνει στην πόλη με την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα και την αίγλη των '90s και των '00s, τότε που η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη με «ευρωπαϊκό αέρα». Ο Θερμαϊκός, όσα και να έχουν αλλάξει στην πόλη και στην Ελλάδα, εξακολουθεί να είναι ακριβώς όπως τότε, όμορφος, προσεγμένος στη λεπτομέρεια, με όμορφα πρόσωπα και την καλύτερη μουσική, το σήμα κατατεθέν του. «Το μαγαζί άνοιξε το 1992» λέει η κ. Νατάσσα, ο άνθρωπος που είναι η ψυχή του. «Τότε που το ανοίξαμε, η παραλία ήταν άδεια, υπήρχαν μόνο τρία καφενεία κλασικά: το Majestic, που μάζευε και φοιτητόκοσμο, το Αχίλλειο και το Αιγαίο. Ο Θερμαϊκός τότε ήταν σφαιριστήριο, είχε μπιλιάρδα, μηχανάκια με τυχερά παιχνίδια και φλιπεράκια. Από τότε που ήρθαμε εμείς στο μαγαζί έγινε μόδα η παραλία. Όσο και να ακούγεται περίεργο σήμερα, ήταν νεκρή, είχε μόνο καφενεία για παππούδες. Ο άντρας μου, ο Μπάμπης Ζουμπούλης, είχε ήδη μια ιστορία στη Θεσσαλονίκη, είχε μαγαζιά που έχουν αφήσει εποχή, αλλά ήταν συνήθως κλαμπ: την Amnesia, το Moby, το Space Mobil, το Basement, το Container, το Convoy, το Cocos. Τον Θερμαϊκό τον ανοίξαμε για να κάνουμε ένα ημερήσιο μαγαζί στο στυλ των υπόλοιπων που ήταν στην παραλία. Έτσι, δεν αλλάξαμε όνομα και βάλαμε κι εμείς μπιλιάρδο, για να έρχονται οι άνθρωποι που σύχναζαν εδώ να πίνουν το καφεδάκι τους, να παίζουν τάβλι, κανένα χαρτάκι. Έτσι το ξεκινήσαμε. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, όμως, έγινε πανικός. Έγινε αμέσως φανερό ότι το πράγμα δεν πήγαινε εκεί που υπολογίζαμε. Κι αυτός ο πανικός κρατάει μέχρι σήμερα.
Το μαγαζί το στήσαμε χωρίς διακοσμητή, είναι όλο φτιαγμένο από εμένα και τον σύζυγό μου, ο οποίος ήταν πολύ δυνατή προσωπικότητα. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του οφείλεται σε αυτόν και την προσωπικότητά του. Καθετί εδώ μέσα έχει και μια ιστορία, τα φωτιστικά, οι καναπέδες, από πού και γιατί το αγοράσαμε, πώς μεταφέρθηκαν, δεν υπάρχει κανένα κομμάτι εδώ τυχαία. Όλα έχουν μαζευτεί με προσωπική έγνοια και φροντίδα, είναι το προσωπικό μας γούστο. Και υπάρχουν πράγματα που μπορεί να είναι από ένα παλιατζίδικο, πάμφθηνα, αλλά και κάποια που δεν τα πιάνει το μάτι σου και είναι πανάκριβα, γιατί είναι αυθεντικά του '30 και του '50.
Σε ένα μαγαζί πας για να πιεις καθαρά ποτά, με καλές τιμές, να βρεις ζεστή ατμόσφαιρα, ωραίο ντεκόρ. Ο Θερμαϊκός τα έχει αυτά όλα. Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό, όμως, είναι το προσωπικό του. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ οικογενειακή και φιλική, τα παιδιά που δουλεύουν εδώ είναι όλοι φίλοι, έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, αλλά το προσωπικό μου για μένα είναι σαν οικογένεια. Δύο φορές τον χρόνο τούς κάνω δώρο ταξίδια και πηγαίνουν κάπου όλοι μαζί. Βγαίνει μια καλή ενέργεια που ο κόσμος την καταλαβαίνει, δεν υπάρχουν αντιζηλίες εδώ μέσα.
Πάντα είχαμε και τις πιο ωραίες μουσικές της Θεσσαλονίκης. Ο άντρας μου έπαιζε πολύ καλή μουσική και είχαμε πάντα τους καλύτερους DJ. Και έχουμε φανατικό κοινό. Ακόμα και όταν όλα τα μαγαζιά είναι άδεια, εδώ δεν έχει τραπέζι. Στέκονται μπροστά στην πόρτα και περιμένουν πότε θα σηκωθεί κάποιος για να κάτσουν. Υπάρχει κόσμος που δεν πάει αλλού. Υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που ήρθαν το πρωί για καφέ κι έφυγαν όταν κλείσαμε, τη νύχτα. Κάνα δυο φορές έχει τύχει να μη φύγουν καθόλου. Κοιμήθηκαν στον καναπέ και τους βρήκα το πρωί. Τους φτιάξαμε πρωινό και συνέχισαν να μένουν και την υπόλοιπη μέρα. Κάτι που είναι πολύ συγκινητικό είναι τα ερωτικά σημειώματα στο πατάρι, που δεν τα σβήσαμε ποτέ. Έρχονται έπειτα από χρόνια, μεγάλοι, και βρίσκουν αυτό που έγραψαν πολύ νέοι. Η ζωή προχωράει μαζί με το μαγαζί. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στο μπαρ, εκεί κάνουν τις επαγγελματικές τους συναντήσεις, εκεί έρχονται και τους βρίσκουν οι φίλοι τους, πάνε σπίτι τους δυο ώρες κι επιστρέφουν, η ζωή τους είναι μέσα στον Θερμαϊκό. Ο Θερμαϊκός είναι σαν ζωντανός οργανισμός, κατά μία έννοια. Αποπνέει αυτή την αίσθηση, δεν είναι απλώς ένα μαγαζί. Είναι σαν να ζεις μέσα σε μια ταινία».
Η κ. Νατάσσα μιλάει συγκινημένη και διηγείται ιστορίες θαμώνων, αναφέρει τους καλλιτέχνες, τους λογοτέχνες, τους ποιητές, τους μουσικούς και τους ηθοποιούς, τους εικαστικούς, τους πολιτικούς που έχουν περάσει ή συχνάζουν στον Θερμαϊκό και δεν μπορείς να τη διακόψεις. Τζον Λιούρι, Σαββόπουλος, Αλ Ντι Μέολα, Γκράχαμ Πάρκερ, Αγγελόπουλος, είναι πολύ μεγάλη η λίστα. Ο δήμαρχος, ποδοσφαιριστές, ζωγράφοι, φωτογράφοι, ένα σωρό κόσμος που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη λόγω του Φεστιβάλ Κινηματογράφου πήγε και ξαναπήγε στον Θερμαϊκό. «Το πιο μεγάλο βραβείο ήταν που πέρσι μάς επέλεξε η "Guardian" και μας έβαλε στον τουριστικό οδηγό με τις δέκα alternative προτάσεις» λέει ενθουσιασμένη. «Και ως αντιπροσωπευτικό στοιχείο της πόλης έβαλε τον Θερμαϊκό. Πέρασαν, το είδαν και ούτε τους πήραμε χαμπάρι».
«Μπορείς να είσαι ευτυχισμένος με λίγα λεφτά στη Θεσσαλονίκη. Τα παιδιά μου, ας πούμε, δεν ξοδεύουν πολλά. Παίρνουν μια μπίρα, κάθονται στο λιμάνι, συζητάνε και τους αρκεί. Είναι εύκολη πόλη, περπατιέται, δεν χρειάζεται όχημα. Και το μετρό, που φαγώθηκαν να το κάνουν, δεν ξέρω αν μας χρειάζεται. Εγώ πάω με τα πόδια παντού. Στην Άνω Πόλη, στο Μέγαρο Μουσικής, δεν μετακινώ το αυτοκίνητό μου, μένει από μπαταρία. Δεν είναι, όμως, η πόλη που ήταν παλιότερα. Κάποτε η Θεσσαλονίκη ήταν κάτι σαν το Βερολίνο για την Ελλάδα. Οι μούρες, οι φάσεις, τα σχήματα, οι ιδέες που αναπτύχθηκαν τις περασμένες δεκαετίες αισθάνομαι ότι δεν υπάρχουν πια. Ερχόσουν εδώ και νόμιζες ότι ήσουν στο Λονδίνο. Αυτό δεν το βρίσκεις σήμερα. Και επειδή λόγω της δουλειάς είχα επαφή με όλους αυτούς τους ανθρώπους, είχε πραγματικά ένα ενδιαφέρον η ζωή της Θεσσαλονίκης, και εικαστικά και μουσικά, απ' όλες τις πλευρές. Ήταν ροκ εν ρολ. Έβλεπες κάτι μούρες, ήθελες να μάθεις ποιος είναι ο καθένας και τι θέλει να μας πει. Άλλαξαν, όμως, τα πάντα. Άνοιξαν πάρα πολλά μαγαζιά, άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με αυτήν τη δουλειά έβαλαν έναν διακοσμητή και γεμίσαμε άσπρο και μαύρο. Κι ακούς παντού ελληνικά. Σαν τον Θερμαϊκό υπήρχαν πολλά μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη, τώρα μείναμε μόνο εμείς, το De facto, το On The Road. Φύγανε οι μούρες, πέθαναν και πολλοί...
Δεν κατάλαβα ποτέ τι σημαίνει αυτό το "ερωτική πόλη". Μάλλον το έλεγαν επειδή οι γυναίκες ήταν πάντα πιο απελευθερωμένες εδώ, έβγαιναν μόνες τους και πήγαιναν σε μπαρ. Ακόμα και όταν παντρεύονταν και είχαν παιδιά έβγαιναν για ένα ποτό μόνες ή με τις φίλες τους. Και τα τελευταία χρόνια τα κορίτσια έχουν ομορφύνει πάρα πολύ. Όλα τα νέα παιδιά. Αλλά τι να το κάνεις; Κάθονται κοριτσάκια και αγοράκια σαν τα κρύα τα νερά δίπλα-δίπλα και δεν φλερτάρουν, είναι αδιανόητο. Ίσως φανώ παλιομοδίτισσα, αλλά αυτό το Ίντερνετ έχει τσακίσει κόκαλα. Μέσα σε αυτό το μαγαζί στήθηκαν άπειρες ερωτικές ιστορίες. Τα φλερτ, οι φάσεις, δεν είχαν τελειωμό. Δέκα ιστορίες την ημέρα με έρωτες, δάκρυα, αποχαιρετισμούς, κλάματα με βλέμματα. Δεν υπάρχει σήμερα αυτό το πράγμα. Κάθονται όλοι και παίζουν με το κινητό. Μια μέρα ήταν τέσσερα παιδιά και δεν μιλούσαν μεταξύ τους, ήταν στο κινητό όλη την ώρα. Από περιέργεια πήγα να δω τι κάνουν, και ξέρεις τι έκαναν; Έστελναν φωτογραφίες ο ένας στον άλλον! Τους κλείσαμε το Ίντερνετ για πλάκα και τους έπιασε πανικός!».
Από τον M. Hulot
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
Τον Μάρτιο του 1430 ένας Σουλτάνος είδε ένα περίεργο όνειρο. Στον ύπνο του εμφανίστηκε, λέει, ο Θεός και του πρόσφερε ένα λευκό ρόδο σπάνιας ομορφιάς. Αλλοπαρμένος, ο Οθωμανός ρώτησε με αγωνία αν θα μπορούσε να το κρατήσει. Ο Θεός κατένευσε θετικά... Το άλλο πρωί ο Μουράτ ξύπνησε χαρούμενος. Ήξερε ότι το λευκό ρόδο θα έπεφτε στα χέρια του. Το όνομα του ρόδου, σε αυτή την περίπτωση, ήταν η Θεσσαλονίκη. Η διαδρομή «Σελανίκ: Το Ρόδο του Σουλτάνου» διερευνά τη σχέση της πόλης με τη μακρόχρονη οθωμανική παρουσία. Δεν πρόκειται για μια συμβατική, συνηθισμένη ξενάγηση, στην οποία τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας παρουσιάζονται μουσειακά. Σκοπός της διαδρομής είναι μέσα από τα μνημεία να ειπωθούν ιστορίες που σχετίζονται με αυτά – και δεν είναι λίγες.
«Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη». Πόσο επίκαιροι είναι, άραγε, σήμερα οι στίχοι του Ναζίμ Χικμέτ; Θαμμένος στο παγωμένο νεκροταφείο της Μόσχας, παρέα με τον Τσέχοφ, τον Γκόγκολ, τον Προκόφιεφ και τον αγαπημένο του Μαγιακόφσκι, μακριά από την πατρίδα του, την όμορφη Σελανίκ, περιμένει να επαναπατριστεί –αφού ζωντανό δεν τον ήθελαν– στην Τουρκία. Κάποτε συνάντησε ένα άλλο τέκνο της πόλης, τον Μουσταφά, οι ιδέες τους όμως δεν συμβάδιζαν. Δύσκολοι καιροί... σαν τους σημερινούς. Ο Μουσταφά έγινε Κεμάλ Ατατούρκ και ο Ναζίμ Χικμέτ, αγαπημένος παγκόσμιος ποιητής. Αγαπημένος ποιητής του Ρίτσου, του Λοΐζου, του Μικρούτσικου και πολλών άλλων.
Ο Βλαντ Τσέπες έμεινε γνωστός ως Κόμης Δράκουλας. Οι ιστορικοί αναφέρονται σε αυτόν συχνά ως Βλαντ ο Παλουκωτής ή Βλαντ ο Ανασκολοπιστής. Το τζαμί του Χαμζά Μπέη στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι πιο γνωστό ως Αλκαζάρ. Πολλοί γηραιότεροι από εμένα θυμούνται τις τσόντες που παίζονταν εντός του ιερού τεμένους ή τα παπουτσάδικα, που οι ιδιοκτήτες τους, για να αποκτήσουν βιτρίνα στην Εγνατία, γκρέμισαν τους τοίχους του τζαμιού. Ο Βλαντ γνώρισε τον Χαμζά. Τον τίμησε κιόλας! Αποφάσισε να καρφώσει αυτόν από τους χίλιους άνδρες της συνοδείας του στο ψηλότερο παλούκι. Η κόρη του Χαμζά, για να τιμήσει τον ανασκολοπισμένο πατέρα της, του αφιέρωσε το πιο παλιό τζαμί της πόλης. Η διαδρομή περιέχει πολλές εκπλήξεις. Μυστικά σημεία, τις τρεισήμισι ταφές ενός πασά, το Καραβάν Σαράι, το Χέρμαν Μέλβιλ και το Moby, αγορές και μπεζεστένια, τζαμιά και χαμάμ. Πολλές ιστορίες που ακούγονται δημόσια για πρώτη φορά, αλλά σίγουρα όχι για τελευταία. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε στον δρόμο και στο καφεδάκι που θα πιούμε στο Μπέη Χαμάμ!
Οι ξεναγήσεις «Το Ρεμπέτικο», «Η Σκοτεινή Μνήμη» (πάντα νύχτα!) και το «Σελανίκ: Το Ρόδο του Σουλτάνου» γίνονται από τον Τάσο Παπαδόπουλο.
Ο Τάσος Παπαδόπουλος είναι αρχαιολόγος-ξεναγός. Γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Τον τελευταίο καιρό σχεδιάζει και υλοποιεί θεματικούς περιπάτους με τη Thessaloniki Walking Tours.
Από τον Τάσο Παπαδόπουλο
Unknown Artist
Ο Unknown Artist είναι ένας ανεξάρτητος μουσικός. Έχει κυκλοφορήσει αρκετά σόλο πρότζεκτ, έχει συνεργαστεί με πολλούς εγχώριους και διεθνείς καλλιτέχνες, έχει γράψει μουσική για θέατρο κι έχει παίξει ζωντανά σε πολλές σκηνές και φεστιβάλ ανά την Ελλάδα. Πλέον ετοιμάζει το επόμενο ηλεκτρονικό του άλμπουμ, που θα κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά, καθώς και ένα side-project EP.
Όσο γραφικό μπορεί να ακούγεται, μία θάλασσα στο κέντρο της πόλης είναι πηγή ζωής. Κι όταν μιλάμε για την Ελλάδα του ’16, είναι κάτι περισσότερο από ανάγκη να βρίσκουμε τρόπους να ξεφύγουμε από την τρέλα. Εδώ υπάρχει θάλασσα, υπάρχει η ευκαιρία να αφιερώσουμε λίγο χρόνο και στον εαυτό μας. Της Θεσσαλονίκης της λείπουν αρκετά στοιχεία που θα χαρακτήριζαν μία πόλη, έναν αστικό τρόπο ζωής. Και δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Ιδίως προς τον ψυχισμό των ανθρώπων, λειτουργεί σίγουρα θετικά. Αυτό που θεωρώ πως έχει μπει σε λάθος γραμμή, είναι ο τομέας της ανάπτυξης, καθώς επιφανειακά μπορεί να φαίνεται πως η πόλη τρέχει και εξελίσσεται, αλλά κατά βάθος ανακυκλώνεται και δημιουργεί εφήμερα trends, χωρίς βάθος, χωρίς νόημα. Αν άλλαζα κάτι, θα ήταν μόνο η δικιά μου θέση προς τα πράγματα, προς ό, τι συμβαίνει στην πόλη. Από μουσικής άποψης, αναμφισβήτητα, το ρεύμα είναι τεράστιο. Πολλοί νέοι δημιουργοί, από κάθε μουσική κατεύθυνση, άλλοι με περίσσιο ταλέντο και όρεξη, και άλλοι οδηγημένοι από την ανάγκη τους για αυτοπροβολή και εφήμερη «δόξα». Θα μου πεις ποια δόξα, Ελλάδα είμαστε και συγκεκριμένα Θεσσαλονίκη, αλλά εδώ παίζει μάχη γι’ αυτό αυτό που λέμε «πρώτος στο χωριό». Πέρα από απ’ το τραγικό της υπόθεσης όμως, παίζει στ’ αλήθεια πολλή και καλή μουσική, όπως και άνθρωποι με πνεύμα και δημιουργικότητα. Ειλικρινά, χαίρομαι με όλη μου την ψυχή, όταν συναντάω έναν άνθρωπο να το αγαπάει αυτό που κάνει, να το πονάει. Όμως θεωρώ πως δεν υπάρχει ηθική, ούτε αξιοκρατία (πλέον) στο εμπόριο. Ο κόσμος σπάνια θα σεβαστεί ένα έργο, ή θα αναγνωρίσει έναν καλλιτέχνη. Κι έτσι, μεγάλο ποσοστό αυτών των μουσικών, απελπισμένοι πλέον, ή θα καταλήξουν να γράφουν ό, τι γράφουν ανέκδοτα μέχρι να ξεθυμάνει η ανάγκη τους, ή θα μισήσουν εν τέλει το κοινό, τα μέσα, τους υπόλοιπους καλλιτέχνες και τον ίδιο τους τον εαυτό. Κάπου χάνεται το νόημα νομίζω. Το θέμα θέλει γερό στομάχι και υπομονή, και η Θεσσαλονίκη κατά την άποψή μου έχει να δώσει μουσική με ήθος και διάρκεια.
www.facebook.com/unknownartist.ua
www.youtube.com/UnknownArtistUA,
unknownartist-ua.bandcamp.com
Spine
«Είμαι ο Spine από τη Λάρισα, τα τελευταία επτά χρόνια μένω στη Θεσσαλονίκη. Η ομάδα μου λέγεται Αντίθεση. Είμαστε πέντε άτομα, οι pepe frantik, long3, buyaka, djkave κι εγώ, και η μουσική μας είναι ραπ. Περισσότερες πληροφορίες γι' αυτό που κάνουμε μπορεί να βρει κανείς στο www.facebook.com/Antithesi.Larisa/?fref=ts. Μοναδική τη Θεσσαλονίκη για μένα την κάνουν οι δικοί μου άνθρωποι εδώ πέρα και όλα τα μέρη όπου έχω αράξει, γενικά οι στιγμές που έχω ζήσει. Και οι γυναίκες της. Τώρα, το τι θα άλλαζα; Όλα αυτά που πέφτουνε στη συζήτηση και δεν μας αρέσουν, από το να βλέπω ανθρώπους στους κάδους μέχρι ραπ φάσεις, μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς. Χίλια δυο πράματα!».
Constance Wοlter
Η Constance Wolter είναι συνθέτρια και τραγουδίστρια. Παίζει ακουστική κιθάρα. Της αρέσει να γράφει μουσική και τραγούδια. Στην τελευταία της δουλειά, το «Memory Formation», η παραγωγή έγινε στο Rough Note Studio. Παίζει live με την μπάντα της σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Αυτήν τη στιγμή δουλεύει το τρίτο της άλμπουμ. «Νομίζω ότι θα γίνει πολύ σκοτεινό» λέει. «Το καλό, όταν είσαι indie, είναι πως κάνεις ό,τι θες, χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια ιδανική πόλη για μένα. Η μεγάλη παραλία. Όλα επικεντρώνονται εκεί. Της λείπει πράσινο, δέντρα, πάρκα. Δουλειές, ανάπτυξη, υποδομές. Περισσότερη προστασία αδέσποτων ζώων. Αν άλλαζα κάτι, θα έκανα την παραλία, από το λιμάνι μέχρι τον Λευκό Πύργο, πεζόδρομο. Καλλιτεχνικά, γίνονται κάποια πράγματα, μερικοί ενδιαφέρονται. Είναι δύσκολοι καιροί για τη μουσική του είδους που παίζω. Υπάρχουν μπάντες που μου αρέσουν. Είδα πρόσφατα ένα γυναικείο σχήμα a cappella, Πλειάδες λέγεται, πολύ εντυπωσιακό». www.constancewolter.com
The Vagina Lips
Οι Vagina Lips είναι ένα ντουέτο που δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 2015 από τον Jimmy (κιθάρα, φωνή) και τον Lostinthe (ντραμς, φωνή). «Ο ήχος μας και τα τραγούδια μας είναι ένα κράμα επιρροών από shoegaze, ποπ έως ροκ εν ρολ, garage και '80s punk» λένε. «Έχουμε κυκλοφορήσει μια κασέτα και τώρα κυκλοφορούμε από τη MoMi Records το πρώτο μας μίνι άλμπουμ σε ψηφιακή μορφή που ονομάζεται "Youth In Chaos"». Τις επόμενες μέρες μπορείς να τους δεις στη Θεσσαλονίκη στις 24/3 στο club του Μύλου μαζί με τον Monsieur Minimal και την μπάντα του και στις 26/4 στο Coo bar, στην παρουσίαση του άλμπουμ τους. Στην Αθήνα παίζουν στις 28/4 στο Tiki bar.
«Δεν πιστεύουμε πως η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική, σίγουρα όμως υπάρχουν στην πόλη ορισμένα φωτεινά μυαλά που προάγουν βασικές αρχές πολιτισμού και προσπαθούν να περάσουν, μέσα από τη δουλειά και την καθημερινότητά τους, ένα ανθρώπινο, υγιές και μη σκοταδιστικό μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης σε μια μεγαλούπολη. Από την πόλη μας λείπει η συλλογικότητα και η ανάληψη ευθυνών. Θα αλλάζαμε τον συντηρητισμό που την επισκιάζει στο σύνολό της. Από μουσικής άποψης, αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη γίνεται χαμός από μπάντες και πρότζεκτ, από hip hop και χορευτική ηλεκτρονική μουσική έως τον κιθαριστικό ήχο. Βέβαια, για τα δικά μας γούστα και αυτιά, λίγες είναι αυτές που είναι πραγματικά καλές, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Αν ο κόσμος υποστηρίξει περισσότερο τα live που γίνονται στα διάφορα μπαρ της πόλης και στα live stages, θα εκπλαγεί ευχάριστα».
Από τον M. Hulot
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
H Ροτόντα, λίγα μέτρα πιο πάνω από την Καμάρα, όπως αποκαλούν οι Θεσσαλονικείς την Αψίδα του Γαλέριου επί της οδού Εγνατίας, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα τοπόσημα της πόλης. Ένα επιβλητικό οικοδόμημα, στρογγυλό, εξού και η ονομασία «ροτόντα», ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αλάνες, καφετέριες και παρκαρισμένα αυτοκίνητα, που για πάρα πολλά χρόνια οι ντόπιοι είχαν λίγο-πολύ ξεχάσει, ιδιαίτερα το εσωτερικό του, καθώς, μετά τον σεισμό του 1978 και τις ζημιές που προκλήθηκαν, παρέμεινε κλειστό για την αποκατάστασή του και μονίμως καλυμμένο από σκαλωσιές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα μνημείο τόσο εντυπωσιακό, αρχιτεκτονικά πανομοιότυπο με το Πάνθεον της Ρώμης, που αν μπορούσε κανείς να διαγράψει από το οπτικό του πεδίο οτιδήποτε μοντέρνο και ιδεατά το τοποθετούσε δίπλα σε άλλα, εξαιρετικά απομεινάρια της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, θα έλεγε ότι αυτή η πόλη θα μπορούσε να αποτελεί μια ελληνική Φλωρεντία. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη κι έτσι αυτό το επιβλητικό και υπέροχο αρχιτεκτόνημα που χτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή λίγο μετά το 300, προδίδει το κλέος και την ιστορική του σημασία, αλλά μένει παροπλισμένο και κάπως αποκομμένο από την κοινωνική ζωή της πόλης, παρόλο που είναι αδύνατον να μην το προσέξεις, αφού φαίνεται ακόμα και από την παραλία! Με διάμετρο 24,50 μέτρα, ύψος περί τα 30 μέτρα και εσωτερικούς τοίχους πλάτους 6,5 μέτρων και μια σειρά μεγάλα και μικρότερα παράθυρα, εντυπωσιάζει όποιον την αντικρίζει.
Όλα αυτά τα χρόνια, από τον σεισμό, οπότε και έκλεισε, μέχρι σήμερα, άνοιγε κατά καιρούς για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως η Biennale του 1986, ή για συναυλίες, αλλά συχνά οι δράσεις των καλλιτεχνών ξεσήκωναν αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων της Θεσσαλονίκης που ανέκαθεν κυριαρχούσαν. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του ερμηνευτή της τζαζ Σάκη Παπαδημητρίου, που κάποια στιγμή επιχείρησαν να τον λιντσάρουν. Μόνο πρόσφατα, το 2010, το Μουσείο Φωτογραφίας, με τη σύμφωνη γνώμη της Μητρόπολης –ένας νόμος του Βενιζέλου παραχωρεί το μνημείο 12 φορές τον χρόνο για κυριακάτικη λειτουργία– οργάνωσε μια μεγαλειώδη έκθεση στο πλαίσιο της ΡhotoBiennale με τίτλο «Από τον Βόσπορο στην Αδριατική». Να σημειώσουμε ότι για τους πιστούς αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία η Ροτόντα αναφέρεται ως Άγιος Γεώργιος, όνομα που πήρε από παρακείμενο εκκλησάκι το 1912. Προβλήματα με την έκθεση φωτογραφίας δεν προέκυψαν και χιλιάδες κόσμου συνέρρευσε να την επισκεφθεί, αν και υπήρχαν σκαλωσιές. Μόλις τον προηγούμενο Δεκέμβρη παραδόθηκε απαλλαγμένη, επιτέλους, από αυτές και αποκατεστημένη πλήρως στο κοινό με μια πανηγυρική εκδήλωση, κατά την οποία μουσικά και χορωδιακά σύνολα ερμήνευσαν χριστουγεννιάτικες μελωδίες.
Προστατευόμενο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, έχει συμπεριληφθεί στα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, καθώς με την επικράτηση του χριστιανισμού ο Θεοδόσιος Α’ τη μετέτρεψε σε ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων. Αυτός ήταν και ο λόγος που άνοιξαν κόγχη στην ανατολική πλευρά για το ιερό και μία άλλη στη δυτική πλευρά αντίστοιχα για να χρησιμοποιηθεί ως είσοδο των πιστών. Τότε προστέθηκαν τα περίφημα ψηφιδωτά της για να κοσμήσουν τις καμάρες των κογχών που διανοίχτηκαν ανάμεσα στον εσωτερικό τοίχο και έναν εξωτερικό που σήμερα δεν υπάρχει, αλλά και τα τοξωτά ανοίγματα των φεγγιτών και του τρούλου, ο οποίος δεν είναι ορατός εξωτερικά.
Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430 από τους Τούρκους και για έναν αιώνα περίπου συνέχισε να λειτουργεί ως χριστιανικός ναός, αλλά το 1590 ο Σεΐχης Σουλεϊμάν Χορτατζής Εφέντης το μετέτρεψε σε μουσουλμανικό τέμενος. Όπως ήταν φυσικό, συμπληρώθηκε από μιναρέ, που είναι και ο μοναδικός που ακόμα στέκει όρθιος στην πόλη – με την απελευθέρωση του 1912, έριξαν όλους τους υπόλοιπους, που, άλλωστε, ορθώνονταν κι εκείνοι δίπλα σε βυζαντινές εκκλησίες που είχαν μετατραπεί, επί τουρκοκρατίας, σε τζαμιά. Εκείνα τα πρώτα χρόνια που η Θεσσαλονίκη προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος υπήρχε η ιδέα η Ροτόντα να γίνει αρχαιολογικό μουσείο. Η ιδέα δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά αποτέλεσε αποθηκευτικό χώρο γλυπτών και άλλων αρχαίων ευρημάτων από ολόκληρη τη Μακεδονία.
Όσα χρόνια διήρκεσε η οθωμανική κυριαρχία στην πόλη, τα πρόσωπα που απεικονίζονταν στα υπέροχα ψηφιδωτά καλύφθηκαν, κι έτσι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιες μορφές αναπαριστούσαν. Χάρη σε αυτό το γεγονός, όμως, κατάφεραν να σωθούν και, εν τέλει, να αποκατασταθούν και να αναδειχτούν από τους συντηρητές. Έτσι, σήμερα, μπορούμε να θαυμάσουμε τα ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, καθώς και θέματα από τον φυσικό κόσμο που αποκαλύπτουν μια φυσιοκρατική διάθεση σε ζωηρά χρώματα και χρυσό φόντο. Στον θόλο, στην κορυφή, εμφανίζεται ψηφιδωτή σύνθεση που κατά πάσα πιθανότητα απεικονίζει τον Χριστό όρθιο σταυροφόρο. Αυτό αποκαλύπτεται από το διασωθέν περίγραμμα από κάρβουνο που μαρτυρεί ότι εικονιζόταν μέσα σε πολύχρωμη «δόξα» που την υποβάσταζαν τέσσερις άγγελοι. Με τον καθαρισμό των ψηφιδωτών του μνημείου ήρθαν στο φως τα κεφάλια και τα φτερά των αγγέλων. Χαμηλότερα, μια σειρά από καλύτερα διατηρημένα ψηφιδωτά, όπου παριστάνονται φανταστικά, πολυτελή οικοδομήματα,μπροστά από τα οποία στέκουν δύο ή τρεις άγιοι ευλαβικά, σε στάση δέησης, αν και δεν είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται για πολιτειακούς παράγοντες και όχι για αγίους, παρόλο που από κάτω υπάρχουν επιγραφές με όνομα, ιδιότητα και μήνα εορτασμού τους! Κάπως έτσι, συντηρείται ο μύθος που θέλει τη Ροτόντα να παραμένει ένας γρίφος. Στην κόγχη του ιερού υπάρχει τοιχογραφημένη η Ανάληψη, που έχει υποστεί φθορές. Αν κάτι εξυψώνει ψυχικά τον επισκέπτη, δημιουργώντας του δέος και θαυμασμό καθώς περνάει την πύλη της Ροτόντας, δεν είναι άλλο από το άπλετο φυσικό φως που διαχέεται από τα παράθυρα και την οροφή, αναδεικνύοντας τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του μνημείου.
video: MultimediaRCAthena
Από τον Χρήστο Παρίδη
Ο Χρήστος Κυριακάκης είναι Σαλονικιός, καθηγητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο USC (Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας), με ειδίκευση στην επεξεργασία ακουστικών σημάτων και της ψυχοακουστικής. Η Σάρον Γκέρστελ είναι Νεοϋορκέζα, καθηγήτρια Βυζαντινής Τέχνης και Αρχαιολογίας στο UCLA (Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Λος Άντζελες). Στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε για 5 χρόνια κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Εκεί τελείωσε τη διατριβή της, στην οποία μελέτησε πολλές από τις εκκλησίες της πόλης. Οι δυο τους, σε συνεργασία με μια ομάδα ειδικών επιστημόνων, κάνουν κάτι μοναδικό: μελετούν την ακουστική των βυζαντινών εκκλησιών της Θεσσαλονίκης και καταγράφουν στοιχεία που ξεφεύγουν από τη σφαίρα του πραγματικού. Κατάφεραν να συνδέσουν τον ήχο των ψαλμών με τις τοιχογραφίες των ναών και να εντοπίσουν τα «φτερουγίσματα των αγγέλων» που οι Βυζαντινοί άκουγαν σε κάποιους ύμνους. «Στις μελέτες μου ασχολούμαι με τις μετατροπές που επιβάλλονται στον ήχο από τις ακουστικές ιδιότητες κτιρίων, δωματίων, αυτοκινήτων, ακόμη και μικρών φορητών συσκευών» λέει ο κ. Κυριακάκης. «Οι δημοσιεύσεις μου αναφέρονται σε μαθηματικές μεθόδους επεξεργασίας σημάτων με στόχο τη βελτιστοποίηση της ποιότητας του ήχου. Το Immersive Audio Laboratory είναι το εργαστήριό μου στο USC, όπου, μαζί με τους φοιτητές μου, ερευνούμε μεθόδους που θα μας επιτρέψουν να “εξαπατήσουμε” την αίσθηση της ακοής. Με συνδυασμό Εφαρμοσμένων Μαθηματικών, ακουστικής και ψυχοακουστικής μπορούμε να βάλουμε το ακροατήριο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να το μεταφέρουμε κάπου αλλού, μόνο με τον ήχο. Από το Ολυμπιακό Στάδιο του Λος Άντζελες μέχρι μια συναυλία των Duran Duran, έχουμε συνεργαστεί με διάφορους καλλιτέχνες, αθλητές και μουσικούς για την έρευνά μας. Όταν επικοινώνησε μαζί μου η καθηγήτρια Γκέρστελ, ήταν πολύ φυσικό να βρούμε κοινά ενδιαφέροντα. Η μέτρηση των εκκλησιών της Θεσσαλονίκης θα μας έδινε απίστευτα στοιχεία από την ακουστική του Μεσαίωνα και αυτό ήταν κάτι που με συγκίνησε. Κάτι σαν ταξίδι στον χρόνο με τον ήχο».
Οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης που έχουν μελετήσει μέχρι στιγμής (Αχειροποίητος, Αγία Σοφία, Παναγία των Χαλκέων, Νικόλαος Ορφανός, Προφήτης Ηλίας, Αγία Αικατερίνη, Άγιοι Απόστολοι, Μεταμόρφωση του Σωτήρα) έχουν δώσει συναρπαστικά αποτελέσματα. Τον ρωτάω ποια έχουν πιστοποιήσει ότι είναι η σχέση ανάμεσα στις τοιχογραφίες και στις εικόνες με τους ύμνους. «Πολλές από τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης περιέχουν παραστάσεις ύμνων και υμνογράφων» λέει. «Οι παραστάσεις πολύ συχνά διακοσμούν δευτερεύοντες χώρους –όπως περιστοές και παρεκκλήσια– και εμφανίζονται να είναι συνδεδεμένες με χώρους μοναστικών τελετουργιών που συμπεριλαμβάνουν ψαλμωδίες. Αυτοί οι χώροι, που σκεπάζονται από χαμηλούς θόλους, είναι ιδιαίτερα αντηχητικοί. Πολλές φορές οι ύμνοι σχετίζονται με πύλες. Με τη συνεργασία του μουσικολόγου Σπυρίδωνα Αντωνόπουλου μελετάμε αν οι παραστάσεις ύμνων σχετίζονται με τη λιτανεία των μοναχών, όταν αυτή περνούσε μέσα στον ναό από άλλους χώρους, ψάλλοντας για τη συγκεκριμένη παράσταση του ύμνου πάνω από την πύλη. Στο τέλος του 13ου αιώνα βλέπουμε αυξημένο ενδιαφέρον για δευτερεύοντες χώρους, όπως οι περιστοές, τα πλευρικά και ταφικά παρεκκλήσια, καθώς και για διευρυμένους νάρθηκες. Αυτοί οι χώροι χρησιμοποιούνταν για μοναστικές τελετές, όπως η λειτουργία των Μεγάλων Ωρών, αλλά και για ταφές και εορταστικές λειτουργίες. Είναι λογικό το ότι η διακόσμηση αυτών των θαλάμων προέρχεται από τις τελετές που πραγματοποιούνταν σε αυτές ή από συγκεκριμένα γεγονότα που ήταν σημαντικά στην κοινότητα. Μπορούμε να οραματιστούμε πολλές ψαλμωδίες σε αυτούς τους χώρους. Πολλοί από τους μικρότερους χώρους είχαν τρούλους ή χαμηλούς θόλους με υψηλή αντήχηση και αυτό βοηθούσε στο να γεμίζει εύκολα ο χώρος με τους ψαλμούς μικρού σχετικά αριθμού μοναχών.
«Ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο απ’ όσα ανακαλύψατε;». «Για μένα, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι οι μεθοδικoί τρόποι με τους οποίους οι σχεδιαστές των εκκλησιών χειρίζονταν τον ήχο και μετέβαλλαν την ακουστική των χώρων. Οι εκπληκτικές τοιχογραφίες, η μυρωδιά από το θυμίαμα που ψήθηκε στους τοίχους τους τελευταίους δέκα αιώνες μαζί με τον ήχο από τους ψάλτες και την παιδική χορωδία που συνεργάστηκε μαζί μας ήταν πραγματικά “εμπειρία αισθήσεων” που για μερικές στιγμές μάς μετέφερε σε άλλες εποχές. Από την αρχή των μελετών μου ασχολήθηκα με τις λειτουργικές διαστάσεις των κτιρίων και επίσης με τα μέρη της λειτουργίας που διαβάζονται ή ψιθυρίζονται από τον ιερέα. Αυτή η έρευνα με ώθησε να εξετάσω περισσότερο τα μέρη της λειτουργίας που ψάλλονται και τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν μικρές μοναστικές κοινότητες ή μέλη μεγάλων εκκλησιασμάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας έχουν μεγάλη επιρροή στη μοντέρνα κατασκευή ναών και στη δημιουργία ιερών χώρων».
«Ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο απ’ όσα ανακαλύψατε;». «Για μένα, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι οι μεθοδικoί τρόποι με τους οποίους οι σχεδιαστές των εκκλησιών χειρίζονταν τον ήχο και μετέβαλλαν την ακουστική των χώρων. Οι εκπληκτικές τοιχογραφίες, η μυρωδιά από το θυμίαμα που ψήθηκε στους τοίχους τους τελευταίους δέκα αιώνες μαζί με τον ήχο από τους ψάλτες και την παιδική χορωδία που συνεργάστηκε μαζί μας ήταν πραγματικά “εμπειρία αισθήσεων” που για μερικές στιγμές μάς μετέφερε σε άλλες εποχές. Από την αρχή των μελετών μου ασχολήθηκα με τις λειτουργικές διαστάσεις των κτιρίων και επίσης με τα μέρη της λειτουργίας που διαβάζονται ή ψιθυρίζονται από τον ιερέα. Αυτή η έρευνα με ώθησε να εξετάσω περισσότερο τα μέρη της λειτουργίας που ψάλλονται και τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν μικρές μοναστικές κοινότητες ή μέλη μεγάλων εκκλησιασμάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας έχουν μεγάλη επιρροή στη μοντέρνα κατασκευή ναών και στη δημιουργία ιερών χώρων».
«Από δω και πέρα ποιο είναι το όραμά σας;». «Ελπίζουμε να επεκτείνουμε μερικά από τα συμπεράσματά μας για τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης με περισσότερες δοκιμές. Για παράδειγμα, ποιος ήταν ο ρόλος των ανακλαστικών υλικών (μάρμαρο, γύψος, μωσαϊκά) στην ακουστική του χώρου. Θέλουμε να μελετήσουμε περαιτέρω τα φάσματα συχνοτήτων της φωνής και να εξετάσουμε αν αυτές οι βυζαντινές εκκλησίες (που προορίζονταν για μοναστικές κοινότητες) ήταν συγκεκριμένα συντονισμένες για φωνές τενόρων και μπάσων. Επίσης, θέλουμε να κάνουμε μετρήσεις που μπορούν να μας δείξουν αν μερικές εκκλησίες ήταν ακουστικά σχεδιασμένες περισσότερο για ομιλία (κήρυγμα) παρά για ψαλμούς. Έχουμε μεγάλη λίστα από εκκλησίες που θέλουμε να μετρήσουμε και να συγκρίνουμε – πάντα ψάχνοντας για κτίσματα που έχουν κρατήσει, όσο το δυνατόν, το αρχικό σχέδιο και την αρχική διακόσμηση. Ο σκοπός μας είναι να δημιουργήσουμε ένα ακουστικό μουσείο όπου να μπορούν να παρουσιάζονται και να συγκρίνονται ήχοι από οποιαδήποτε εποχή της ιστορίας. Αυτές οι ηχογραφήσεις που κάναμε στη Θεσσαλονίκη αποτελούν ένα ζωτικό αρχείο του βυζαντινού παρελθόντος της Ελλάδας και θα μας βοηθήσουν να έχουμε μια βαθύτερη κατανόηση των ηχοτοπίων και της πνευματικότητας εκείνης της εποχής, μιας εποχής που οδήγησε σε νέες αρχιτεκτονικές μορφές και λειτουργική μουσική που επιζούν μέχρι σήμερα»..
Στην επιστημονική μελέτη των εκκλησιών της Θεσσαλονίκης συνεργάζονται επίσης οι: Κωνσταντίνος Ράπτης, Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, Spyridon Antonopoulos, Musicologist, City University, London, Amy Papalexandrou, Prof. of Art History, Stockton College, New Jersey και James Donahue, Prof. of Music Production and Engineering, Berklee College, Boston
Από τον M. Hulot
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
ΟΜπορεί το 2016 να μας φαίνεται απολύτως φυσιολογικό το γεγονός ότι κάθε Σ/Κ σε όλα τα μαγαζιά μιας πόλης ο κατάλογος περιέχει και κάποια πιάτα εμπνευσμένα από την ευρύτερη ιδέα του brunch, τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι μερικά χρόνια πριν, όταν η ομάδα του Εstrella αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζί στην Παύλου Μελά με θέμα ένα είδος φαγητού που είναι casual, περιπετειώδες, νεανικό, γρήγορο και νόστιμο όσο λίγα. Οι αγαπημένοι μας φίλοι κατάφεραν against all odds να φτιάξουν έναν πετυχημένο κατάλογο με πιάτα για brunch με την ευρύτερη έννοια, που δεν θυμίζουν τίποτε άλλο, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα. Σήμερα που όλοι φτιάχνουν brunch, η εμπειρία Estrella παραμένει μοναδική. Τι να περιμένεις; Ένα χαλαρό περιβάλλον που σε προδιαθέτει να φας χωρίς επισημότητες ένα καταπληκτικό γεύμα δίπλα σε πολλά νέα παιδιά της πόλης. Πολλούς ξένους που έρχονται επειδή το διάβασαν κάπου και φεύγουν κατενθουσιασμένοι. Τι θα δοκιμάσεις αυτή την εποχή στο Estrella; Εμείς απολαύσαμε στραπατσάδα με ντομάτα, λουκάνικο και κρέμα φέτα, αυγά ποσέ σε ψωμί μπριός με βούτυρο μαύρης τρούφας και χοιρομέρι Δράμας, breakfast pizza σε ζύμη από κουλούρι Θεσσαλονίκης με μπέικον, γραβιέρα και δύο τηγανητά αυγά, Ottoman burger με αρνίσιο μπιφτέκι, καραμελωμένο κρεμμύδι, κρέμα φέτας και sriracha, Red Velvet pancakes με κρέμα cheesecake και κόκκινα φρούτα. Και, φυσικά, Bougatsan. Ένα κρουασάν που σερβίρεται με ζεστή κρέμα μπουγάτσας, ζάχαρη, κανέλα ή φρούτα του δάσους και σοκολάτα ή ό,τι άλλο θα σκεφτεί η ομάδα. Είναι το πιάτο με το οποίο ασχολήθηκαν μέχρι και οι «New York Times» και σας εγγυώμαι πως αξίζει τον κόπο. Η δική μου αγαπημένη στιγμή στο Estrella, καθημερινή πρωί προς μεσημέρι, τώρα την άνοιξη, στο γωνιακό τραπέζι έξω, να χαζεύω τους περαστικούς με θέα την πιο ωραία εκκλησία της πόλης και τα παιδιά να φέρνουν πιάτα που μοιάζουν με εξπρεσιονιστικούς πίνακες και μυρίζουν κολασμένα. Αγάπη μόνο για όσους τόλμησαν μέσα στην κρίση και δεν ακούν τις Ελληνίδες Κασσάνδρες. Το μόνο που απομένει είναι να αποκτήσουμε και ένα αθηναϊκό Estrella.
Εstrella, Παύλου Μελά 48, 2310 272045
Από τον Μιχάλη Μιχαήλ
Μπορεί να ταξιδεύει σ' όλο τον κόσμο με την εκπομπή «World Party», όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη. Ζει στην παλιά του γειτονιά, στην Καλαμαριά, και δουλεύει στο κέντρο της πόλης, στο δικό του Tattooligans, το φημισμένο στούντιο που έφτιαξε πριν από χρόνια και στο οποίο εργάζονται μερικοί απ' τους σημαντικότερους tattoo artists.
Όλα ξεκίνησαν όταν σχεδίαζε μικρός σε τετράδια. Στην εφηβεία ασχολήθηκε με το graffiti και τα έργα του ήταν τα πιο γνωστά της πόλης. Την περίοδο που έκανε graffiti, στην παρέα προστέθηκαν κάποιοι μεγαλύτεροι, που ήταν ειδικοί στα χειροποίητα τατουάζ. «Τις τεχνικές τις είχαν μάθει από φίλους τους που είχαν κάνει φυλακή ή που ταξίδευαν στα καράβια» εξηγεί. «Τότε που πρωτομπήκα στη φάση με τα χειροποίητα τατουάζ, πριν από 20 χρόνια, η τέχνη ήταν σχεδόν δαιμονοποιημένη. Πώς ξεκίνησα; Σχεδίαζα στα χέρια τους με μαρκαδόρο και μετά αυτοί χτυπούσαν το σχέδιο με τατουάζ. Ξεκίνησα να το κάνω μόνο σε φίλους, γιατί απλώς μου άρεσε να ζωγραφίζω». Tα μόνα σχέδια που ποτέ δεν δέχτηκε να χτυπήσει σε πελάτες ήταν τα φασιστικά σύμβολα.
Κάποτε, αυτοί που είχαν τατουάζ θεωρούνταν περιθωριακοί, έως και κακοποιοί. Σήμερα σχεδόν όλοι έχουν. Είναι απλώς μια μόδα της εποχής; «Έχει όντως γίνει mainstream» λέει ο Γιώργος. «Αλλά θεωρώ θετικό τo ότι άνθρωποι με τατουάζ γίνονται πιο εύκολα αποδεκτοί πλέον, ακόμα και στους περισσότερους χώρους εργασίας. Παλιά σε κοιτούσαν σαν εξωγήινο αν είχες τατουάζ και δεν σε έπαιρναν σε δουλειές. Πάντως, υπάρχει πολύς κόσμος που πάντα θα κράζει το διαφορετικό. Παλιά σ' έλεγαν αλήτη και πρεζάκια. Τώρα, που δεν μπορούν να σε πουν έτσι, σε λένε, ξέρω γω, κουκλεντέ ή μαϊντανό. Πάντα θα παίζει κράξιμο, αλλά εμένα με χαροποιεί ότι τώρα η κοινωνία αποδέχεται πολύ περισσότερο απ' ό,τι παλιά ανθρώπους με τατουάζ, με σκουλαρίκια, με οποιαδήποτε διαφορετικότητα».
Από τον Άρη Δημοκίδη
Φωτογραφία: Γιώργος Πλανάκης
Ο Δημήτρης Παπάζογλου τα τελευταία 15 χρόνια έχει συνδέσει το όνομά του με κορυφαίες συνεργασίες και διακρίσεις στο design τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό για brands όπως η Nike, οι «New York Times», η Euroleague Basketball, τα European Design Awards, η Established NYC, το Volvo Ocean Race, η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» κ.ά. Το τελευταίο δημιούργημά του είναι το «Toumba Magazine», το οποίο έχει πάρει ήδη την «πρόκριση» στο... Champions League των αντίστοιχων ευρωπαϊκών εκδόσεων. Ο Δημήτρης Παπάζογλου δεν είναι, άλλωστε, ένας τυπικός designer, είναι αυτός που θα πάρουν τηλέφωνο οι άνθρωποι του Δικεφάλου ξημερώματα για να του ανακοινώσουν τη μεταγραφή του Μπερμπάτοφ και όλα όσα πρέπει να σχεδιαστούν μέχρι την αυγή για την παρουσίαση του παίκτη. Κι αυτός, ως γνήσιος ΠΑΟΚτζής, το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσει είναι πότε μπορεί να έχει μια φανέλα του Βούλγαρου άσου!
«To "Toumba" ξεφεύγει από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας όταν ακούμε για ένα ποδοσφαιρικό, και μάλιστα συλλογικό, περιοδικό. Δεν έχει καμία σχέση με τον οπαδισμό που έχει ποτίσει τα αθλητικά ΜΜΕ, ούτε προσπαθεί να κάνει το άσπρο μαύρο, παρόλο που αυτά είναι τα χρώματα του ΠΑΟΚ. Είναι ένα έντυπο το οποίο σε μια δύσκολη εποχή για τον Τύπο επιχειρεί να θέσει ξανά τη δημοσιογραφία στις σωστές της βάσεις μέσα από την προσέγγιση της κουλτούρας του ποδοσφαίρου γενικά και του συλλόγου ειδικότερα. Είναι σημαντικό να πούμε πως η θεματολογία, τα ποιοτικά κείμενα, οι ψύχραιμες, αντικειμενικές απόψεις και οι έρευνες είναι που κάνουν το "Toumba Magazine" να ξεχωρίζει και ακολούθως, σε συνέργεια με τον σχεδιασμό, δημιουργούν μια ολοκληρωμένη και καινοτόμο πρόταση στον χώρο του αθλητικού Τύπου. Αυτό, άλλωστε, συνοψίζει και τη θέση μου ως σχεδιαστή. Διότι, όταν ένα προϊόν είναι κενό ή δεν έχει αξία, όσο καλά και να το σχεδιάσεις, δεν μπορείς ουσιαστικά να κρύψεις τη γύμνια του.
Όσο για τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία του, πρέπει να καταλάβουμε πως ο ΠΑΟΚ είναι μια ομάδα που συνεχώς αναζητά τρόπους να ενισχύσει το προφίλ του και να ισχυροποιήσει το brand value του μέσα από τη δημιουργία ποιοτικών προϊόντων στο κομμάτι των New Media. Είναι ένας τομέας τον οποίο χειρίζεται με μεγάλη επιτυχία ο Παναγιώτης Αρωνιάδης, ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από αυτό το φιλόδοξο πρότζεκτ αλλά και απ' ό,τι χτίζουμε τα τελευταία 2,5 περίπου χρόνια. Το νέο επίσημο περιοδικό του ΠΑΟΚ, λοιπόν, δημιουργήθηκε με την προοπτική ν' αποτελέσει ένα ισχυρό "όπλο" στη διάθεση της ΠΑΕ προκειμένου να τη βοηθήσει να γίνει πιο άμεση κι εξωστρεφής στις σχέσεις της με τον κόσμο, να εκπαιδεύσει τη νέα γενιά φιλάθλων στη φιλοσοφία που θέλει να περάσει ο Δικέφαλος και παράλληλα να φέρει κοντά το κοινό του ΠΑΟΚ στην ομογένεια και γενικότερα στο εξωτερικό μέσω συνδρομών, οι οποίες θα λειτουργήσουν ως μια άτυπη χαρτογράφηση της ισχύος της ομάδας μακριά από τη Θεσσαλονίκη» αναφέρει ο Δημήτρης. «Η συνεργασία μου με τον ΠΑΟΚ ξεκίνησε ουσιαστικά πριν από 2,5 περίπου χρόνια, με αφορμή τον επανασχεδιασμό της ιστοσελίδας του συλλόγου, paokfc.gr. Είχε προηγηθεί ένα ιδιαίτερο πρότζεκτ που αφορούσε τον σχεδιασμό της κινητής μπουτίκ. Έκτοτε, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη, δρομολογήθηκε μια σειρά από σταθερές ενέργειες με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των New Media αλλά και του media branding του συλλόγου. Μία από αυτές είναι και η δημιoυργία του "Τoumba Magazine". «Ο στόχος που τέθηκε από τον ΠΑΟΚ ήταν να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο περιοδικό, εφάμιλλο της δυναμικής του συλλόγου αλλά και αντίστοιχο κορυφαίων ευρωπαϊκών εκδόσεων.
Οι σχεδιαστικές επιρροές του "Toumba Magazine" ανήκουν σε μια ευρύτερη αντίληψη γύρω από το editorial design, τόσο στο θέμα της τυπογραφίας, του layout και του photo editing όσο και ως προς τη συνολική θεματολογία και διαχείριση του περιεχομένου. Αυτό που θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει περισσότερο την προσπάθειά μας είναι η ανάγκη για μια εξωστρεφή αντιμετώπιση της συγκεκριμένης θεματολογίας, ενός φαινομενικά δύσκολου χώρου, όχι όμως με τρόπο που να παραγκωνίζεται το περιεχόμενο αλλά μέσα από κατανόηση και επαναπροσδιορισμό του σύγχρονου αθλητικού branding. Στη σημερινή εποχή, είναι οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο design. Σε μια χαλαρή κουβέντα για ποδοσφαιρικά, ο διεθνής Ρουμάνος πρώην άσος του ΠΑΟΚ, Razvan Rat, μου είχε πει το εξής: "What makes a player better than the others? Time and space, my friend. The best decision you have to take in less time and minimum space". Καμιά φορά σκέφτομαι πως πολλές φορές το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο design».
Από τον Ευθύμιο Σαββάκη
Δεν γεννήθηκε εδώ, αλλά στη Γερμανία. Στη Θεσσαλονίκη ήρθε στα 18 του και δεν έφυγε ποτέ. Έπειτα από σπουδές στον κινηματογράφο και την ενασχόληση με τηλεοπτικές παραγωγές, διηύθυνε τα πρωτοποριακά queer free press της πόλης «Screw» και «Fagazine». (Σήμερα γράφει, εκτός των άλλων, και στο LIFO.gr.) Υπήρξε απ' τους πρωτεργάτες του Pride της Θεσσαλονίκης, όμως πολλοί τον θυμόμαστε από ακόμα πιο παλιά, όταν διοργάνωσε το πρώτο LGBT κινηματογραφικό φεστιβάλ της χώρας, φυσικά στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια ταραγμένη εποχή για τα ΛΟΑΤ δικαιώματα και ο Γιώργος, ατρόμητος, βγήκε μπροστά. Το 2000 παραθρησκευτικές οργανώσεις που διαμαρτύρονταν έξω απ' το Ολύμπιον μπούκαραν στην αίθουσα, καθώς βλέπαμε την πρώτη ταινία του Πάνου Κούτρα, ρίχνοντας αμπούλες βρόμας:
«Γίνανε πορείες διαμαρτυρίας, κλείσανε τον κινηματογράφο να μην περνάει κόσμος και το θέμα πήγε μέχρι το Δημοτικό Συμβούλιο» θυμάται ο ίδιος. «Τότε, από τα τοπικά κανάλια, εκπομπές όπως αυτή του Βελόπουλου προέτρεπαν τον κόσμο να πάει να διαδηλώσει για το φεστιβάλ του αίσχους. Θυμάμαι ότι με ακολουθούσε μυστικός αστυνομικός, ότι είχε βαν από 10 κανάλια απ' έξω, ότι ο Τέρενς Κουίκ στις ειδήσεις είχε πει "πάμε τώρα, ζωντανά, στο φεστιβάλ της ανωμαλίας", ότι μίλησα στην εκπομπή του Χατζηνικολάου και σε όλα τα κανάλια σχεδόν. Φαντάσου το σοκ για ένα παιδί 20 ετών τότε».
Το τελευταίο διάστημα ασχολείται κυρίως με μια μεγάλη έρευνα για τους Ρομά της Θεσσαλονίκης. «Εδώ και τέσσερα χρόνια κάνω αυτή την έρευνα. Έκανα μαθήματα σε παιδιά Ρομά για έναν χρόνο, μετά ξεκίνησα να παίρνω μαρτυρίες στον Δενδροπόταμο, έγινα φίλος, κατέληξα κουμπάρος. Πηγαίνω κάθε εβδομάδα, εμψυχώνω τα παιδιά, κάνουμε παρέα... Και αποφάσισα να κάνω ένα μεγάλο βιβλίο για τους Τσιγγάνους της Θεσσαλονίκης. Ξέρεις, υπάρχουν τόσα βιβλία για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τους Πόντιους, αλλά τίποτα για τους Ρομά της πόλης και την ιστορία τους. Θα έχει πολλές αρχειακές φωτογραφίες και πολλά κείμενα».
Από τον Άρη Δημοκίδη
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα της συλλογής μετάλλινων αντικειμένων, που στην πλειονότητά τους προέρχονται από ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Βόρειας Ελλάδας και της Κεντρικής Μακεδονίας και καλύπτουν μια περίοδο που ξεκινάει από την πρώιμη αρχαιότητα και φτάνει μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, περιλαμβάνεται, ξεχωρίζοντας, μια σειρά χρυσών στεφανιών υψηλής αισθητικής της χρυσοχοϊκής τέχνης αλλά και ο περίφημος Κρατήρας του Δερβενίου. Η διευθύντρια του Μουσείου, δρ. Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, μας μίλησε γι' αυτά.
Όπως ανέφερε και σε πρόσφατη ομιλία της, στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης φυλάσσεται μεγάλος αριθμός στεφανιών από πολύτιμα μέταλλα, τα οποία αποτελούν την πιο πλούσια συλλογή μακεδονικής χρυσοχοΐας στον κόσμο. Στεφάνια μυρτιάς, κισσού, ελιάς και σπανιότερα δάφνης που κοσμούσαν τους αρχαίους Μακεδόνες κατά τη διάρκεια των συμποσίων ή των σημαντικών στιγμών της ζωής τους και τους συνόδευαν στον θάνατο. Όσον αφορά τα στεφάνια, η χρήση τους στην αρχαιότητα ήταν διαδεδομένη σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Άνθινα και φυλλοφόρα στεφάνια που αναπαρήγαν φυτά της ελληνικής φύσης ανάλογα με την ιδιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, τα οποία συνδέονταν με τη μυθολογία. Ως εκ τούτου, αποτελούσαν διακριτικά αξιωμάτων και επιβράβευσης θεϊκών επιδόσεων ή χρησιμοποιούνταν από ιερείς και θιασώτες λατρευτικών τελετών. Συχνά, επίσης, ανήκαν σε αθλητές ή καλλιτέχνες που διακρίνονταν σε αγώνες αθλητικούς ή δραματικούς. Παράλληλα, αναπτύχθηκε και η συνήθεια να δωρίζονται στεφάνια σε αγαπημένα πρόσωπα που πέθαιναν, «έφευγαν» για το θεϊκό επέκεινα, και, συνήθως, αποτελούνταν από αρωματικά φυτά κατάλληλα να συνοδεύουν τους νεκρούς, καθώς δημιουργούσαν ιδανικό περιβάλλον και πετύχαιναν ταχεία και εύκολη αποσύνθεση του νεκρού σώματος.
Τα φύλλα της δάφνης συνδέθηκαν μέσω του μύθου της Δάφνης με τον θεό Απόλλωνα, τα φύλλα της μυρτιάς ήταν σύμβολο ομορφιάς και νεότητας και συνδέθηκαν με την Αφροδίτη και την τελετή του γάμου, τα λεπτά σχιστά φύλλα του δενδρολίβανου σχετίστηκαν επίσης με την Αφροδίτη και θεωρούνταν σύμβολο αφοσίωσης, ο κισσός με τον Διόνυσο, η βαλανιδιά με τον πατέρα των θεών, Δία, και η ίριδα με τη θεά Ίριδα, που συμβόλιζε το ουράνιο τόξο και αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ ουρανού και γης – το τόξο, δε, θεωρούνταν ότι οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών σε έναν κόσμο αιώνιας ειρήνης. Πρόκειται για συνήθεια που απαντά μέχρι σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπου στολίζουν τους τάφους με αγριόκρινα ή ίριδες. Από τις πηγές και τις επιγραφές είναι γνωστό ότι στις επίσημες γιορτές, τόσο στην Αττική όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, χρησιμοποιούσαν στεφάνια με διάφορες ευκαιρίες. Χαρακτηριστικές ήταν οι τελετές της στεφανηφορίας αλλά και της φυλλοβολίας, στις οποίες ενθουσιώδεις θεατές έριχναν στο κεφάλι του νικητή στεφάνια, κλαδιά, φύλλα, λουλούδια αλλά και καρπούς, και έδεναν κορδέλες στο κεφάλι και τα πόδια του.
Τα χρυσά στεφάνια της αρχαίας Μακεδονίας αποτελούν μια ξεχωριστή τέχνη, μια κατηγορία αντικειμένων από μόνη της, με ευρύτατη χρήση τους πρώιμους χρόνους, που επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα φυτά της ελληνικής φύσης (βαλανίδια, δάφνη, κισσός, μυρτιά, ελιά) και καθώς στη μακεδονική γη υπήρχε αφθονία πολύτιμων μετάλλων, οι Μακεδόνες τεχνίτες επιδόθηκαν σε εκπληκτικής ακρίβειας αναπλάσεις τους, κυρίως σε χρυσό, επιχρυσωμένο χαλκό και σπανιότερα σε άργυρο, καθ' όλη τη διάρκεια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
Τα στεφάνια αυτά κοσμούσαν κεφάλια ανδρών, γυναικών, ακόμα και παιδιών, σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους, όπως ο γάμος, σε διάφορες θρησκευτικές τελετές δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, επετειακά ή αθλητικά γεγονότα ή συμπόσια, και συνόδευαν, μετά θάνατον, τους κατόχους τους στην τελευταία τους κατοικία. Τα πολύτιμα μέταλλα από τα οποία κατασκευάζονταν μαρτυρούσαν την κοινωνική τάξη και την ευμάρεια, πιθανώς και κάποια αξιώματα. Ανάλογη σημασία είχε και το είδος του φυτού που απεικονιζόταν, όπως, λόγου χάρη, τα φύλλα και οι καρποί της βαλανιδιάς, που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με τον Δία, που με τη σειρά του υπαινισσόταν συνήθως βασιλική εξουσία. Τα φύλλα και οι καρποί του κισσού συσχετίζονταν με τη λατρεία του Διονύσου και τα εξαιρετικά λεπταίσθητα στεφάνια μυρτιάς τα φορούσαν κυρίως νεότερες αλλά και γηραιότερες γυναίκες της μακεδονικής αριστοκρατίας. Τα στεφάνια από ελιά, και σπανιότερα τα δάφνινα, αποτελούσαν συνήθως έπαθλο σε αγώνες, ενώ τα επιχρυσωμένα χάλκινα στεφάνια ανήκαν σε λιγότερο εύπορους πολίτες.
Η εκπληκτική αυτή συλλογή πολύτιμων στεφανιών συμπληρώθηκε το 2007 με ένα σημαντικό απόκτημα: ένα στεφάνι μυρτιάς με χρωματιστά άνθη με σμάλτο, το οποίο επαναπατρίστηκε από το Μουσείο Paul Getty στο Λος Άντζελες. Προέρχεται από τάφο της Κεντρικής Μακεδονίας και αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της μακεδονικής χρυσοχοϊκής τέχνης, χρονολογημένο γύρω στα 340-330 π.Χ., εποχή μέγιστης ακμής του Μακεδονικού Βασιλείου.
Ο Κρατήρας του Δερβενίου
Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα μακεδονικής μεταλλοτεχνίας, το οποίο ανασύρθηκε από τους ασύλητους τάφους στο Δερβένι της Θεσσαλονίκης, όπου έχει βρεθεί το νεκροταφείο της αρχαίας Λητής. Ο μεγαλύτερος και πλουσιότερος τάφος ήταν ο τάφος Β', που περιείχε μια ανδρική και μια γυναικεία ταφή, όπως και μοναδικής σπανιότητας ευρήματα, π.χ. έναν πάπυρο απανθρακωμένο στην πυρά πάνω από τον τάφο και έναν ορειχάλκινο κρατήρα.
Μοναδικός σωζόμενος, ανάλογου μεγέθους κρατήρας χρονολογείται γύρω στο 330-320 π.Χ. και περιείχε τα καμένα οστά του νεκρού μαζί με ένα νόμισμα, ένα χρυσό δαχτυλίδι, χρυσές περόνες και ένα χάλκινο επίχρυσο στεφάνι. Το σφραγισμένο στόμιο του κρατήρα ήταν στολισμένο με χρυσό στεφάνι και τοποθετήθηκε στο κέντρο του τάφου. Το ιδιότυπο χρυσαφί χρώμα του οφείλεται στην ειδική σύνθεση του κράματός του, μπρούντζος με υψηλή περιεκτικότητα σε κασσίτερο. Περιμετρικά στο χείλος του η επιγραφή αναφέρει το όνομα του κατόχου του: «Αστίων, ο γιος του Αναξαγόρα, από τη Λάρισα». Στις ανάγλυφες παραστάσεις του αναπαρίσταται ο ιερός γάμος του Διονύσου με την Αριάδνη, ενώ γύρω από τον βράχο, όπου κάθονται οι νυμφευμένοι, Σάτυροι και Μαινάδες επιδίδονται σε οργιαστικούς χορούς ή κείτονται μισοκοιμισμένοι από τη μέθη. Το αγγείο κατασκευάστηκε με μεικτή μέθοδο σφυρηλάτησης και χύτευσης. Ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει με αξιοσημείωτο λυρισμό και γλαφυρότητα την έκσταση στην οποία βρίσκονται οι θιασώτες υπό την επήρεια του κρασιού.
Από τον Χρήστο Παρίδη
O Χρήστος Τρυψιάνης ξέρει ακριβώς τι θέλει να κάνει: να γίνει huge. Και εν μέρει τα έχει καταφέρει. Τα κομμάτια στα οποία κάνει παραγωγή ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια views τον μήνα (!) στο YouTube, αυτήν τη στιγμή μετασχηματίζει την ελληνική χιπ χοπ σκηνή, κάνοντας το trap κυρίαρχο ήχο, κάνει παραγωγή σε ξένα ονόματα, ζει από τη μουσική. «Δεν με ενδιαφέρει να κάνω μουσική για δέκα άτομα» λέει και το εννοεί. «Αυτό είναι κομπλεξισμός. Δεν θεωρώ ότι είμαι καλλιτέχνης, θεωρώ ότι είμαι hustler και παραγωγός, ότι κάνω κάτι καλά και αυτήν τη στιγμή, γι’ αυτό που κάνω, υπάρχει τεράστια ζήτηση. Κι εγώ έχω την προσφορά, έχω το υλικό, αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν, την “αρρώστια” τους. Ακούν αυτά που κάνω και “αρρωσταίνουν”. Μακάρι να βγουν πολύ καλύτεροι από μένα, να εξελιχθεί το είδος και να συνεχίσει. Αυτήν τη στιγμή, όμως, θεωρώ ότι είμαι καλός, γιατί αυτό που κάνω μου βγαίνει τελείως φυσικά, δεν καίω το μυαλό μου για ώρες. Το καίω για άλλα πράγματα, όχι για την ιδέα. Την ιδέα την έχω εύκολη. Για μένα “πιο καλό” σημαίνει ο κόσμος να καταλαβαίνει το μήνυμά σου πιο εύκολα. Να είναι αυτό που κάνεις προσβάσιμο σε όλους».
Ο Χρήστος υπογράφει τις παραγωγές του ως Skive και είναι ο πρώτος παραγωγός που έφερε το trap στην Ελλάδα (το χιπ χοπ του αμερικανικού Νότου). Οι παραγωγές του για τον Υποχθόνιο και το debut mixtape τους «Βρέχει Φράγκα» και η συνεργασία του στο EP της επιστροφής των Ζωντανών Νεκρών στη δισκογραφία έπειτα από 17 χρόνια έστρεψαν πάνω του τα βλέμματα όλης της χιπ χοπ κοινότητας. Τα κομμάτια του με τον Mpelafon και τον Youth ορίζουν έναν νέο ήχο για το σαλονικιώτικο χιπ χοπ και τα views που έχουν είναι αδιανόητα για καλλιτέχνες που δεν έχουν καμιά προώθηση από οποιοδήποτε μέσο. «Η Θεσσαλονίκη έχει πιο πολύ trap από ό,τι η Αθήνα, ίσως επειδή το trap είναι πιο λαϊκή μουσική» λέει. «Εμείς, εδώ, με πολλά παιδιά να είναι από επαρχία, έχουμε μεγαλώσει με άλλα πράγματα. Ο Mpelafon λέει σε ένα κομμάτι του “ξενέρωτε ράπερ, δεν έχεις ιδέα από γλέντι κι ουσία”. Πολλοί άνθρωποι στην Αθήνα δεν έχουν ιδέα από γλέντι και ουσία, τι πάει να πει να είσαι αληθινός. Στη Θεσσαλονίκη είναι απλοί άνθρωποι, που μπορεί να μη γνωρίζουν από τέχνη και πολιτικά, αλλά είναι αυτοί που είναι, δεν προσπαθούν να πουλήσουν κάτι άλλο. Και με το trap εκφραζόμαστε πιο εύκολα, μπορούμε να πούμε αυτά που θέλουμε. Δεν είναι ότι δεν τη ζω την κρίση, αλλά ζω κι άλλα πράγματα και θέλω να μιλήσω γι’ αυτά που ζω, θέλω να τα πω όλα, αλλά αυτά τα “όλα” να είναι αληθινά και εμπνευσμένα. Ένας πιτσιρικάς 19 και 20 χρονών δεν μπορεί να σου κάνει πολιτικές αναλύσεις. Πρέπει να ζήσει, να έχει καύλες, να μιλάει για την γκόμενα που θέλει να γαμήσει, δεν γίνεται η μουσική του να είναι βγαλμένη από βιβλία. Δεν υπάρχει “σώνει και καλά” στη μουσική».
Ο Χρήστος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Έδεσσα και αφού τελείωσε τις σπουδές του στη Μουσική Τεχνολογία στο Πανεπιστήμιου του Derby στηνΑγγλία ζει στη Θεσσαλονίκη. «Θυμάμαι, πήγα να δω Iron Maiden στην Ε’ Δημοτικού» λέει. «Από μικρός ήμουν άρρωστος με τη μουσική. Άκουγα Metallica, Maiden, τέτοια. Μετά έμπλεξα με το χιπ χοπ. Στην αρχή υποτίθεται ότι έκανα ραπ, αλλά μόλις ξεκίνησα να κάνω παραγωγές, κατάλαβα ότι είμαι πολύ καλύτερος σε αυτό. Αυτό έγινε κάπου στα 16 μου. Τώρα έχω ένα στούντιο μαζί με δύο συνεργάτες, το Rough Note Studios, παίζω πολλά DJ-λίκια σε όλη τη χώρα, πουλάω παραγωγές, έχω το label, το Capital Music με τον Νίκο, ως Kush Electricity κάνω remix trap, twerk, συνεργάζομαι με πάρα πολύ κόσμο σε ολόκληρη την Ελλάδα και σκοπεύω να βγάλω ένα σόλο με πολλούς ράπερ».
Σχολιάζουμε το ελληνικό χιπ χοπ και πώς ένα παιδί από την επαρχία, χωρίς αστικό υπόβαθρο, ασχολήθηκε μαζί του και δεν έκανε μια ροκ μπάντα, όπως οι περισσότεροι. «Το χιπ χοπ είναι λαϊκή μουσική», λέει, «παρόλο που στην Ελλάδα πάντα ήταν κάτι περιορισμένο. Όταν έσκασε το πρώτο κύμα, από Active Member μέχρι Terror X Crew και τα λοιπά, όλο αυτό το πράγμα ήταν ραπ από ανθρώπους που ήταν μεσοαστοί, και εκείνη την εποχή μέχρι και το 2011-12 όλα έπρεπε να είναι μέσα από αυτό το φάσμα. Έπρεπε αυτό που ακουγόταν να είναι κοινωνικό, να είναι πολιτικό, σαν να υπήρχε μια ιερή Βίβλος του ραπ, λες και δεν βγαίνουμε πιο έξω εμείς εδώ στην Ελλάδα. Και είναι γαμώ και το αποδεχόμαστε, παρόλο που οι Αμερικανοί είναι ιμπεριαλιστές και στους στίχους είμαστε εναντίον. Ήταν μπερδεμένο μέσα στο μυαλό τους και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού είναι ok ή όχι. Για μένα, αυτήν τη στιγμή το ελληνικό ραπ είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα. Υπάρχουν άνθρωποι που απλώς είναι ο εαυτός τους, δεν μπαίνουν ούτε σε τριπάκια να είναι έτσι, ούτε είναι politically correct. Και δεν χρειάζεται να είναι. Κατάλαβαν ότι δεν χρειάζεται σώνει και καλά να κάνεις πολιτικό ραπ – εγώ δεν θέλω να κάνω κήρυγμα. Το χιπ χοπ είναι ένα λαϊκό είδος, δεν είναι δελτίο ειδήσεων. Έτσι είχε καταντήσει. Σημασία έχει να σου πω τι ζω εγώ, κι εγώ χθες το βράδυ μέχρι τις 4 η ώρα ήμουν στη συναυλία, έτσι περνάμε. Ξέρεις πόσοι έρχονται στο στούντιο και μου λένε “έχω γράψει αυτό” και τους λέω “Ρε φίλε, αυτό τι είναι; Τι λέει για σένα; Eσύ ποιος είσαι; Ποια είναι η δική σου άποψη; Είναι σαν να ακούω τον Χατζηνικολάου να βρίζει την κυβέρνηση, δεν είσαι εσύ”. Τα εμπνευσμένα τραγούδια δεν κάθεσαι να τα γράψεις. Απλώς, κάπως έρχονται μέσα από την καθημερινότητά σου και από τη ζωή σου. Τα αυθόρμητα είναι τα καλύτερα πάντα».
Η επιτυχία του trap στην Ελλάδα είναι κάτι που, αν δεν είσαι στη φάση, δύσκολα μπορείς να εξηγήσεις. «Υπάρχει κοινό, μεγάλο κοινό, έχω πάθει την πλάκα μου» λέει. «Τόσα χρόνια, το underground hip hop μπορεί να ήταν μουσική των μεσοαστών, αλλά βοήθησε να φτιαχτεί ένας μεγάλος πυρήνας, μεγάλωσαν γενιές μετά τη δική μου που άκουγαν μόνο χιπ χοπ. Τα 15χρονα και τα 16χρονα ακούν πάρα πολύ χιπ χοπ, κι αυτό τώρα έχει φτιάξει μια αρκετά καλή αγορά. Βλέπεις τους Βάτα Πεις και τους Ζωντανούς Νεκρούς να κάνουν συναυλίες με 3.000 άτομα και δεν υπάρχουν ούτε στα ραδιόφωνα ούτε σε κανένα κανάλι. Πουθενά! Πιστεύω ότι από τη στιγμή που αυτό που κάνω το κάνω καλά, όλα έρχονται μια μέρα. Δεν θέλω με το ζόρι προβολή. Και θέλω να γίνει με τους δικούς μου όρους. Όσοι κάνουμε ραπ δεν έχουμε ανάγκη κανέναν πλέον. Έχουμε ένα κανάλι μόνοι μας στο YouTube που κάνει 2 εκατομμύρια views τον μήνα. Τι να την κάνω την εταιρεία; Ούτε έχω ανάγκη τα media. Τα ονόματα που έχουμε και αυτοί με τους οποίους συνεργαζόμαστε οργώνουν όλη την Ελλάδα, πάνε σε μαγαζιά που άλλοι θα σνομπάρανε και περνάνε το μήνυμά τους. Και πληρώνονται καλά σε σχέση με το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας».
Του ζητάω να μου πει μερικά πράγματα για το trap, γιατί ασχολήθηκε μαζί του και γιατί τον ενδιαφέρει τόσο. «Το trap είναι δύο πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, μια ευρύτερη έννοια είναι ότι αυτό το lifestyle, το να μαγειρεύει κάποιος κοκαΐνη και κρακ για να βγάλει λεφτά, είναι μια παγίδα (trap) από μόνο του. Οι επικίνδυνες περιοχές που ζουν είναι επίσης παγίδες (traps), επειδή είναι αγορές ναρκωτικών και σχετίζονται με συμμορίες και με έγκλημα. Μια άλλη έννοια είναι ότι όταν είχαν τα housing projects στην Ατλάντα και τα έριξαν, τα διέλυσαν, αυτοί οι άνθρωποι που έφυγαν από κει εξαπλώθηκαν στο Zone 6, στις άκρες της πόλης, σε γειτονιές σαν τα Λιόσια. Τα πιο πολλά από αυτά τα μέρη ήταν αδιέξοδα, έφτανες σε ένα σημείο και δεν είχε τίποτα παρακάτω, αν έμπαινες εκεί ήταν trap, δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Αυτά το έχουν κάνει να λέγεται ‘trap music’. Οι ράγες του τρένου είναι ένα σύνορο, ο μαύρος πάει μέχρι ένα σημείο, αν περάσει αυτό το σημείο είναι θέμα. Είναι trapped (παγιδευμένος) πίσω από τις σιδηρογραμμές. Στο Νότο υπάρχουν άνθρωποι που συναναστρέφονται με λευκούς για πρώτη φορά όταν πάνε στο λύκειο. Είναι παγιδευμένοι σε μια γειτονιά μια ολόκληρη ζωή. Κι εμείς, ως Έλληνες, είμαστε trapped για διάφορους λόγους.
Το χιπ χοπ είναι μέσο, είναι πλατφόρμα την οποία μπορεί να την χρησιμοποιήσει ένας άνθρωπος είτε είναι στην Ατλάντα, είτε είναι στο Τόκιο, είτε είναι στο Ρίο ντε Τζανέιρο, είτε είναι στο Πεκίνο για να περάσει το μήνυμά του. Αυτός ο τρόπος έρχεται από την Αμερική αλλά μπορεί να περάσει το mind state του καθενός, εμείς το φέρνουμε στη δική μας καθημερινότητα και στα δικά μας δεδομένα. Η μουσική που ακούω με έχει επηρεάσει πάρα πολύ, ένα πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού μου έχει να κάνει με τη μουσική που ακούω, με αυτή την κουλτούρα, με το πώς μεγάλωσα με το αμερικάνικο ραπ. Όταν έγινε όνειρό μου να φτιάξω το δικό μου label άκουγα τους Αμερικάνους να μιλάνε για το πώς είναι να βγαίνεις από τα σκατά, κυριολεκτικά. Ο κόσμος στην Ελλάδα δεν ξέρει τι θα πει ‘σκληρός καπιταλισμός’, δεν ξέρει ότι αν δεν έχεις δυο φράγκα στην τσέπη στην Αγγλία και στην Αμερική δεν επιβιώνεις με τίποτα, δεν μπορείς να νοικιάσεις σπίτι, δεν μπορείς να βγεις έξω, να κάνεις φίλους. Μέχρι να έρθει η κρίση στην Ελλάδα μπορούσες να περάσεις μια χαρά, ακόμα κι αν δεν είχες πολλά λεφτά, ο καθένας βολευόταν με αυτά που ήθελε, όπως ήθελε, κι ακόμα και τώρα κουτσά στραβά επιβιώνει. Η κατάσταση στην Αμερική σε αποκλείει από την κοινωνία, σε εξαφανίζει. Δεν υπάρχεις. Υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν στην ίδια γειτονιά που γεννιούνται, δεν έχουν πάει ποτέ παραπέρα. Έχω ακούσει για άτομα που έχουν γεννηθεί στο Μαϊάμι και δεν έχουν πάει να δουν το Miami Beach. Όλοι αυτοί οι τύποι, ειδικά από το Νότο, εμένα μου δίνουν κίνητρο για να μείνω σταθερός στον στόχο μου. Να κάνω αυτό που θέλω και, αν το κάνω καλά, τελικά θα γίνει πραγματικότητα το όνειρό μου. Δεν είναι κακό να ακολουθείς μια φόρμουλα.
«Χρήστο, τι σημαίνει καλός παραγωγός;». «Ο καλός παραγωγός πρέπει να έχει πολλά και διαφορετικά ακούσματα και πρέπει να είναι λίγο ψυχολόγος, να μπορεί να καταλάβει τι αρέσει στον κόσμο και να μπορεί να σκέφτεται έξω από το δικό του μυαλό. Και να δουλεύει με λίγα πράγματα. Εγώ δεν είμαι παραγωγός του ‘βάζω’, εγώ βγάζω το 90% από όσα μου φέρνουν. Αφαιρώ, κρατάω τα καλά και τα άλλα τα πετάω. Ένας καλός παραγωγός πρέπει να παίρνει μικρές ιδέες, είτε είναι καλές είτε μέτριες, και να τις κάνει καλά τραγούδια. Ή τέλεια τραγούδια. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να παίρνεις από έναν καλλιτέχνη το καλύτερό του. Για αυτό ο Dr Dre κι ο Timbaland είναι τεράστιοι παραγωγοί, ξέρουν να φτιάχνουν τραγούδια, δεν είναι beatmakers, ξέρουν τι είναι ωραίο, είναι άνθρωποι που συνέχεια σπρώχνουν τη μουσική. Κι ο Kanye West είναι ένας άνθρωπος που αλλάζει τα όρια του τι είναι ραπ και επηρεάζει πάρα πολύ κόσμο. Υπάρχει ένα ρητό που λέει ‘Necessity is the mother of innovation’, δηλαδή ‘πενία τέχνας κατεργάζεται’. Όπως οι παραγωγοί της trap πήραν τα φτηνά synth και βρήκαν τρόπους να κάνουν εντελώς νέους ήχους, θα βρω κι εγώ με οποιονδήποτε τρόπο να κάνω αυτό που θέλω να κάνω. Θα πάρω ένα a capella και θα του αλλάξω τα φώτα, μου αρκούν και τα δύο δευτερόλεπτα που θα απομονώσω για να περάσω το συναίσθημα που θέλω. Κάνουμε μουσική σκληρά και γρήγορα, δεν χρειάζεται να παρα-μελετήσουμε αυτό που κάνουμε. Σκοπός μου είναι να περάσω το μήνυμα όσο πιο γρήγορα και όσο πιο καλά γίνεται. Δεν υπάρχει λόγος να το φιλοσοφείς πάρα πολύ. Τη ζωή πρέπει να φιλοσοφήσεις σιγά-σιγά με τα χρόνια και μετά αυτό θα βγει και στη μουσική σου. Είναι τόσο απλό».
«Υπάρχει κάτι που ξεχωρίζεις από το σημερινό χιπ χοπ;». «Όλη αυτή η σκηνή που έχει σκάσει από την Ατλάντα τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια, παραγωγοί όπως οι Metro Boomin, Southside, TM88, παραγωγοί από τον Νότο που έχουν πάρει το trap και το έχουν εξελίξει ακόμα πιο πολύ, το έχουν κάνει πολύ πιο ατμοσφαιρικό, λίγο αβαν γκάρντ, πολύ περίεργο, πολύ διαφορετικό, με πιο intellectual ήχο».
«Τι αξίζει να ψάξει κανείς από τη χιπ χοπ σκηνή της Θεσσαλονίκης;». «Αν δεν τους ξέρεις, ψάξε τους Light, Mpelafon, Lex. Είναι τρία ονόματα που αξίζουν στ’ αλήθεια».
www.facebook.com/iam.skive?fref=ts
https://youtu.be/1cYWvOQ0zLc
https://youtu.be/xbwNPkXSvFI
https://youtu.be/VwBj9kg6A7g
https://youtu.be/ktcKtFYmY3o
https://youtu.be/6zW5reS2rBI
Από τον M. Hulot
Φωτογραφία: Freddie F.
Οι θάλασσες που έχουν μετατραπεί σε νεκροταφεία προσφύγων είχαν εμπνεύσει τους Kalos&Klio (δηλαδή τον Χρήστο Καλό και την Κλειώ Τανταλίδου, που ζουν και δημιουργούν στην πόλη και οργανώνουν εκθέσεις στο Kalos&Klio Showroom-art project space) πριν το θέμα αρχίσει να αφορά την Ελλάδα. Το έργο τους «Exodus», με τα αλλεπάλληλα στρώματα λεπτομερειών, είναι δραματικά επίκαιρο. Τώρα ετοιμάζουν τη νέα τους έκθεση.
Από τον Άρη Δημοκίδη
Κάθισε αναπαυτικά με την παρέα σου, ρίξε τα ζάρια στο γήπεδο της Τούμπας και επέκτεινε την οικονομική σου αυτοκρατορία! Η ειδική έκδοση της Monopoly «ΠΑΟΚ 90 χρόνια» είναι γεγονός και καλεί τους οπαδούς του Δικεφάλου, και όχι μόνο, να γνωρίσουν την ιστορία του συλλόγου μέσα από το αγαπημένο τους παιχνίδι.
Στα πρότυπα κορυφαίων συλλόγων του εξωτερικού, όπως η Μπαρτσελόνα ή η Άρσεναλ, ο ΠΑΟΚ γίνεται η πρώτη ομάδα στην Ελλάδα που αποκτά τη δική της έκδοση, συνεχίζοντας να γιορτάζει τα ενενηκοστά του γενέθλια με πρωτότυπους τρόπους.
Στο παιχνίδι, οι παίκτες έχουν την ευκαιρία να βιώσουν μια ιστορική αναδρομή σε μορφές του συλλόγου, από τον Νίκο Σωτηριάδη, τον πρώτο διεθνή παίκτη που ανέδειξε η ομάδα, μέχρι τον τωρινό ιδιοκτήτη Ιβάν Σαββίδη, που βρίσκεται στην πιο ακριβή πλευρά του ταμπλό.
Στις ιδιομορφίες της έκδοσης είναι το γεγονός ότι οι κάρτες των «Αποφάσεων» και των «Εντολών» έχουν αντικατασταθεί από «Ελληνικούς» και «Ευρωπαϊκούς» αγώνες, ενώ με ειδική άδεια από την κατασκευάστρια εταιρεία, αντί για την περίφημη «Φυλακή» του παιχνιδιού, ο παίκτης πηγαίνει στο «Κρατητήριο», το οποίο παραπέμπει στο γνωστό και πολυαγαπημένο σύνθημα των οπαδών. ΠΑΟΚ είσαι!
Από τον Ευθύμιο Σαββάκη
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
Στο ραντεβού των 9 φτάσαμε με δέκα λεπτά καθυστέρηση. Η Μάγδα Κυριακίδου μας υποδέχτηκε χαμογελαστή στην πόρτα με την κόρη της την Τασούλα, ενώ μια σπιτική τυρόπιτα είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της σε ένα μικρό κυκλικό τραπέζι στο σαλόνι. Στον φούρνο ψηνόταν και κάτι ακόμα. Λίγα μέτρα παραδίπλα ξεχώριζε η περίφημη ραπτομηχανή της, που προσφέρει ρούχα σε αυτούς που έχουν ανάγκη. «Σε αυτούς που βλέπεις στην τηλεόραση και σου σφίγγεται η καρδιά» μονολογούσε από την κουζίνα, ενώ ο Πάρις με τον Τάσο έκαναν την πρώτη αναγνωριστική βόλτα στην υπέροχη μικρή αυλή του σπιτιού. Το μαγνητόφωνο άρχισε να γράφει.
«Μεγάλωσα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, προσφυγικής καταγωγής, από τον Πόντο. Τρίτη από πέντε αδέρφια, ορφανά από τον πόλεμο και μετά, δεν μπόρεσα να συνεχίσω το σχολείο μετά το Δημοτικό και με έστειλαν να γίνω μοδίστρα. Στα 14 απέκτησα την πρώτη μου ραπτομηχανή, μία γερμανική Pfaff. Από τότε μέχρι σήμερα, 66 χρόνια, δεν άφησα τη βελόνα από τα χέρια μου. Στην αρχή έραβα ανδρικά καπέλα, τζόκεϊ – ο πρώτος που τα ανακάλυψε στην Ελλάδα ήταν ένας συγγενής μας. Πληρωνόμουν λιγότερο από 1 δραχμή το ένα, περίπου 80 λεπτά. Μετά έραβα γυναικεία ρούχα. Στα 1967-68 βρεθήκαμε με τον άντρα μου στη Σαουδική Αραβία. Δούλευε σε τεχνική εταιρεία στο Ριάντ, ήμασταν από τους πρώτους Έλληνες που πήγαμε εκεί. Μια υπηρέτρια από το παλάτι άκουσε για μένα και μαθεύτηκε ότι μια Ελληνίδα ράβει φορέματα. Με κάλεσε η πριγκίπισσα, αδελφή του Φεϊζάλ και του Ιμπν Σαούντ, μεγάλη σε ηλικία, για να της ράψω. Ήθελε ένα φόρεμα κάθε μέρα, το φορούσε μία φορά και μετά το χάριζε στις υπηρέτριές της. Απλό φόρεμα, αλλιώς δεν θα προλάβαινα να ράβω ένα τη μέρα, αλλά έπρεπε να είναι καινούργιο, από άλλο ύφασμα. Δεν της πήρα ποτέ τα μέτρα, ούτε ξεντύθηκε μπροστά μου. Μόνο το πρόσωπό της είχα δει. Πήγαινε για να δοκιμάσει το ρούχο μέσα, στο δωμάτιό της, κι εγώ περίμενα σε μια τεράστια αίθουσα, με καμιά δεκαριά γυναίκες που την υπηρετούσαν. Το χαλί εκεί ήταν τόσο παχύ, που βούλιαζα μέχρι τον αστράγαλο. Όση ώρα περιμέναμε, ο γιος μου, 5 χρονών τότε, έκανε συνέχεια τούμπες. Μόνο γι' αυτό ερχόταν μαζί μου στο παλάτι, για το χαλί.
Μας έπαιρνε από το σπίτι μια τεράστια λιμουζίνα –δεν είχα καταλάβει ότι είχε το βασιλικό οικόσημο– και ρωτούσα τη διερμηνέα πώς γίνεται και σταματάνε όλοι όταν περνάμε! Μια μέρα ήρθαν στο σπίτι μας τέσσερις άντρες με έναν μπόγο υφάσματα. Η βασιλική οικογένεια θα ταξίδευε για να πάει σε έναν γάμο και ήθελαν να ράψω για όλες τις γυναίκες. Κάποια άλλη στιγμή, η πριγκίπισσα θα έφευγε για διακοπές σε μια αραβική χώρα και ζήτησε να πάω μαζί της για τρεις μήνες. Μου υποσχέθηκε μεγάλο μισθό, σπίτι και δουλειά για τον άντρα μου. Δεν θέλαμε να αφήσει ο άντρας μου την εταιρεία του και είπαμε όχι, αλλά καταλάβαμε ότι θύμωσε πολύ. Ευτυχώς, έπειτα από λίγο καιρό φύγαμε από το Ριάντ, πήγαμε σε άλλη περιοχή, και έληξε η ιστορία με το παλάτι. Μετά το Ριάντ ζήσαμε για έναν χρόνο σε έναν καταυλισμό στο Χοφ Χουφ, στη μέση της ερήμου, ανάμεσα σε Γερμανούς και Άραβες, και μετά γυρίσαμε πίσω. Έπρεπε να πάνε και τα παιδιά σχολείο» τονίζει και στέκεται στην επιστροφή της στην Ελλάδα και στη βοήθεια που προσφέρει στους πρόσφυγες.
«Εδώ στην Ελλάδα συνέχισα να ράβω και επαγγελματικά αλλά και για φίλους και συγγενείς. Άνοιξα και κατάστημα, το Καφτάν, με τόσα καφτάνια που είχα ράψει στην Αραβία. Τώρα είμαι συνταξιούχος, 80 χρονών, αλλά τη βελόνα δεν την άφησα ποτέ. Βλέπω τον τελευταίο καιρό το δράμα με τους πρόσφυγες και απελπίζομαι. Σκέφτομαι τους γονείς και τους παππούδες μου στην προσφυγιά, τι τραβήξανε, όπως και όλοι οι πρόσφυγες του κόσμου.
Οικονομικά δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω πολλά πράγματα. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να ράψω. Στην αρχή βοήθησα λίγο τα κορίτσια που φτιάχνουν τους μάρσιπους. Μετά μου είπαν ότι μοιράζουν κάποια πράγματα στην Ειδομένη, αλλά τα κουβαλάνε σε σακούλες, με τα μωρά στην αγκαλιά, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι. Μου ζήτησαν να φτιάξω μεγάλες τσάντες για τον ώμο. Πρώτα έραψα όσα υφάσματα είχα. Μετά έδωσε ένας έμπορος κάμποσα μέτρα ύφασμα αδιάβροχο –να είναι καλά–, το έραψα κι αυτό. Έφεραν και οι φίλες μου μασουράκια κλωστή και βελόνες να τα βάλουμε στις τσάντες. Αν σκιστεί κάτι στον δρόμο, να μπορεί μια γυναίκα να το ράψει. Και μερικές παραμάνες, για ώρα ανάγκης.
Δεν μπορώ να πάω εκεί όπου βρίσκονται οι πρόσφυγες, ευτυχώς υπάρχουν οι οργανώσεις που τους πηγαίνουν τα πράγματα. Το τελευταίο διάστημα έμαθα πως μια ομάδα βγαίνει και μοιράζει φαγητό σε αστέγους. Σκέφτηκα, είτε είναι Έλληνες είτε ξένοι, πρόκειται για άτυχους ανθρώπους που στερούνται και πρέπει να βοηθήσουμε. Αν ξοδεύω τη μισή μου μέρα στη ραπτομηχανή, την άλλη μισή θα με βρεις στην κουζίνα. Ετοίμασα τα πρώτα ταψιά και τα έστειλα με μεγάλη λαχτάρα. Προσπαθώ να φτιάχνω γεύματα που να τους "κρατάνε" μέσα στο κρύο εκεί στον δρόμο.
Αλλά αυτό το δράμα δεν τελειώνει. Χάνω τον ύπνο μου όταν τους βλέπω στις ειδήσεις, κι αυτούς και τους αστέγους. Δεν είμαστε άνθρωποι πια, αν αδιαφορήσουμε. Ό,τι μπορώ θα το κάνω – ράψιμο και μαγείρεμα, αυτά ξέρω. Είναι σταγόνα στον ωκεανό, αλλά και να καθόμαστε να τους βλέπουμε να υποφέρουν; Γίνεται αυτό; Να πίνω καφέδες όλη μέρα και δίπλα μας τόσοι άνθρωποι να βασανίζονται; Όσοι έχουμε τα στοιχειώδη, πρέπει να βοηθήσουμε. Όσο με βαστάνε τα πόδια μου, θα το κάνω».
Από τον Ευθύμιο Σαββάκη
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
Argiris Ser και Simoni Fontana
Tο τελευταίο καλλιτεχνικό ζευγάρι που έκανε έργα στον δρόμο της Αθήνας ήταν ο b. και η Zoe. Και έχει χρόνια να εμφανιστεί κάποιο άλλο (που να είναι ζευγάρι στη ζωή και η δουλειά του να ξεχωρίζει). Η Θεσσαλονίκη αυτήν τη στιγμή έχει δύο ζευγάρια που κάνουν street art, και μάλιστα εξαιρετική. Η Simoni Fontana και ο Argiris Ser έχουν καταφέρει να ζουν αποκλειστικά από την τέχνη τους.
Ο Ser είναι από τους πρωτοπόρους της ελληνικής street art σκηνής, με τεράστιο respect από τους ομότεχνούς του, είναι αυτό που μπορείς να ονομάσεις «influencer» – και όχι μόνο για την ντόπια σκηνή. Η πρόσφατη δουλειά του είναι έντονα πολιτική, ένα καυστικό σχόλιο για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τώρα, με χιούμορ και έντονη σατιρική διάθεση. Τα μεγάλης κλίμακας έργα του μπορείς να τα βρεις σε ολόκληρη την Ελλάδα, κάποτε παράνομα, αλλά σήμερα επί παραγγελία, δημιουργημένα σε συνεργασία με μεγάλες, ελληνικές και ξένες εταιρείες. Τον τελευταίο καιρό είναι τόσο δραστήριος, που δεν τον προλαβαίνεις, πετάει παντού και βάφει τη Νότια Ευρώπη. «Ασχολούμαι με το graffiti/street art από τα 15 μου» λέει. «Έχω σπουδάσει Graphic Design, Illustration και Kόμικ».
Η Simoni Fontana έχει σπουδάσει Συντήρηση Έργων Τέχνης και για ένα μεγάλο διάστημα ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό. «Πριν από πέντε χρόνια, όμως, έκανα την πρώτη μου τοιχογραφία και δεν είχα μάτια για κάτι άλλο πια» λέει γελώντας. Η χαρακτηριστική εικαστική γραφή της Simoni Fontana διακρίνεται από παιδική αθωότητα σχεδόν, με τις αιθέριες, ευαίσθητες αλλά άκρως σουρεαλιστικές γυναικείες μορφές της να λειτουργούν εξίσου αποτελεσματικά, τόσο σε μικροσκοπικούς πίνακες όσο και σε μεγάλης κλίμακας τοιχογραφίες. Οι αναφορές της αντλούν από τη γιαπωνέζικη σχολή της εικονογραφίας, τα manga, φιλτραρισμένα μέσα από τη δυτική ματιά και την προσωπική της, ποπ, σουρεαλιστική αισθητική. «Ασχολούμαστε καθαρά με την τέχνη μας στο ατελιέ και στον δρόμο» λένε. «Νιώθουμε τυχεροί που μπορούμε να ασχολούμαστε και να ζούμε από την τέχνη μας. Στη Θεσσαλονίκη είναι σαφώς πιο δύσκολα απ' ό,τι στην Αθήνα. Ακόμα και προ κρίσης, η διαφορά ήταν μεγάλη. Ευτυχώς, υπάρχει και η παγκόσμια αγορά του Ίντερνετ, που μας έχει βοηθήσει πολύ. Έχει βοηθήσει πολύ στην ανάδειξη καλλιτεχνών, ακόμα και από τα πιο απίθανα μέρη. Ένας συνδυασμός αυτών των δύο είναι ιδανικός. Τους τελευταίους μήνες έχουμε πάει σε Λονδίνο και Αυστρία και αύριο ταξιδεύουμε για την Κύπρο. Λατρεύουμε τα ταξίδια. Έχουμε έρθει σε επαφή με συναδέλφους απ' όλο τον κόσμο. Είναι πρόκληση να δουλεύεις με άλλους καλλιτέχνες. Πέρα από τη διασκέδαση που μας προσφέρει, μας βοηθάει να εξελίξουμε την τέχνη μας και είναι πάντα μια εμπειρία, καθώς οι ντόπιοι σου δείχνουν τον τόπο τους από "μέσα"».
www.facebook.com/simonifontana
www.facebook.com/argiris.saraslanidis
3ΜΚ (TZΡΣ και LEKO)
Ο Λευτέρης και η Ιωάννα που αποτελούν τους 3MK είναι από την Πτολεμαΐδα. Ο Λευτέρης σπουδάζει Aρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και ασχολείται με το graffiti από το 2004. Η Ιωάννα έχει σπουδάσει Φωτογραφία και τώρα είναι φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης. Ξεκίνησε να ασχολείται μαζί με τον Λευτέρη το 2013. «Το crew ονομάζεται 3ΜΚ και έχουμε συμμετάσχει σε διάφορα φεστιβάλ και εκθέσεις εντός και εκτός της πόλης: Street Art Festival Thessaloniki, 7PLY Project, Youth Fest at Mediterranean Cosmos, default κ.ά. Προς το παρόν, η ενασχόλησή μας με τη street art αποτελεί χόμπι και ελπίζουμε στο μέλλον να γίνει η βασική μας απασχόληση» λένε. «Η street art δεν είναι και στα καλύτερά της, αλλά υπάρχει μια σχετική δραστηριότητα. Oι street artists της Θεσσαλονίκης είναι ενεργοί, αλλά όχι τόσο όσο θα αναλογούσε σε μια πόλη με τέτοιο ιστορικό στην τέχνη του graffiti. Σε γενικές γραμμές, λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας, η πόλη δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει, όπως στήριζε παλιά, το graffiti και τη street art, αλλά σίγουρα υπάρχουν άτομα που ασχολούνται, πειραματίζονται και εξελίσσονται. Όσον αφορά την προώθηση της δουλειάς, ο πιο εύκολος τρόπος πλέον είναι το Ίντερνετ. Ποιους ξεχωρίζουμε; Τους Ser και Zofos!». www.facebook.com/3MKrou
Κωστhς Δαμουλaκης
Ο Κωστής Δαμουλάκης είναι καλλιτέχνης. «Ασχολήθηκα με το graffiti και το tattoo», λέει, «και τώρα ασχολούμαι με τη ζωγραφική και ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλά και με την τοιχογραφία. Επίσης, ασχολούμαι με τα ταξίδια. Τα κίτρινα φώτα και η θάλασσα κάνουν τη Θεσσαλονίκη μοναδική. Όταν έρχεσαι για λίγο, είναι όλα καλά, αλλά έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα καταλαβαίνεις ότι έχει όλα τα μειονεκτήματα μιας μικρής κοινωνίας. Θα άλλαζα τον σύγχρονο ρυθμό και τρόπο ζωής. Το street art στην Ελλάδα γενικά είναι ακόμα αβάπτιστο. Από τα ονόματα της πόλης ξεχωρίζω τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη». www.facebook.com/damoylakhs
Αλλά αυτό το δράμα δεν τελειώνει. Χάνω τον ύπνο μου όταν τους βλέπω στις ειδήσεις, κι αυτούς και τους αστέγους. Δεν είμαστε άνθρωποι πια, αν αδιαφορήσουμε. Ό,τι μπορώ θα το κάνω – ράψιμο και μαγείρεμα, αυτά ξέρω. Είναι σταγόνα στον ωκεανό, αλλά και να καθόμαστε να τους βλέπουμε να υποφέρουν; Γίνεται αυτό; Να πίνω καφέδες όλη μέρα και δίπλα μας τόσοι άνθρωποι να βασανίζονται; Όσοι έχουμε τα στοιχειώδη, πρέπει να βοηθήσουμε. Όσο με βαστάνε τα πόδια μου, θα το κάνω».
Από τον M. Hulot
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
Mήπως να σερβίραμε τη φάβα με μια πλούσια σάλτσα από πιπεριές Φλωρίνης αντί για τα καθιερωμένα κρεμμύδια και κάππαρη; Μήπως αντί για μια οποιαδήποτε φέτα και μια γραβιέρα να φέρναμε πάνω από είκοσι είδη μοναδικών τυριών από την ελληνική επαρχία και τα νησιά; Μήπως η χωριάτικη μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο, αν βάλεις κρίταμο, παξιμάδι και λεπτές φέτες από μανούρα Σίφνου, εκείνο το τυρί που ωριμάζει σε «γύλη» (η γύλη είναι η τοπική λέξη για την οινολάσπη, τα κατακάθια του κρασιού που δίνουν στη μανούρα ένα χαρακτηριστικό άρωμα); Μπορούμε να μην έχουμε απλώς κρέατα ψητά ή να ξεφύγουμε από τα καθιερωμένα φαγητά ενός κανονικού ελληνικού μαγέρικου; Μπορούμε να ξανασκεφτούμε τα χόρτα της ελληνικής γης, τους μεζέδες για τσίπουρο και κρασί που προκύπτουν όταν σε ένα μικρό τηγάνι σκάσουν δύο αυγά και μερικές φέτες σουτζούκι; Μπορούμε να φτιάχνουμε ωραία πιάτα με άγρια χόρτα, όπως οι παπαρούνες; Και αν αποφασίσουμε πως θέλουμε να κρατήσουμε την παράδοση της ταβέρνας και του καφενείου που θέλει κρασί από βαρέλι και τσίπουρο χύμα, μπορούμε να έχουμε καθαρά ποτά με ονομασία προέλευσης και διακριτά χαρακτηριστικά; Ένα μαγέρικο μπορεί να σερβίρει ριζότο με μελάνι σουπιάς και φρέσκες καραβίδες ή χταπόδι ξιδάτο με ελληνικά φύκια; Μπορεί ένα ελληνικό εστιατόριο να επαναφέρει όλα τα καλά της ελληνικής κουζίνας, τα τυριά, τα αλίπαστα, τα αλλαντικά και τα τουρσιά που έχουν εξαφανιστεί, όπως και όλη η τελετουργία ενός σωστού μεζέ, που έχει τις ρίζες του στην Ανατολή, αλλά υπήρχε και στην Ελλάδα μια χαρά πριν τα πράγματα πάρουν άλλη στροφή στη γαστρονομία; Αυτά και άλλα παρόμοια ερωτήματα πιστεύω πως προσπαθούν να απαντήσουν οι καλοί ιδιοκτήτες εστιατορίων όπως η Νέα Φωλιά, το Σέμπρικο και ο πιο πρόσφατος, αλλά με ουσιαστική και από παλιά συνδρομή στο θέμα Πεζόδρομος. Και στα τρία αυτά μαγαζιά βρέθηκα τυχαία, πολύ πριν αρχίσει όχι μόνο η ίδια η πόλη αλλά το πανελλήνιο να μιλάει γι' αυτό που κάνουν. Και τι είναι αυτό που κάνουν, κατά τη γνώμη μου; Αντιστέκονται. Πρώτον, στην κάθοδο της νεο-ταβέρνας και του σουβλατζίδικου και, δεύτερον, στην επίθεση κάθε ξενόφερτης μόδας. Οι άνθρωποι πίσω από αυτά τα εστιατόρια, που όμοιά τους δεν υπάρχουν στην Αθήνα, μας αποδεικνύουν καθημερινά πως υπάρχει τρόπος και παράδοση για να σερβίρει κανείς εξελιγμένη ελληνική κουζίνα χωρίς έωλους πειραματισμούς και με πίστη στην απλότητα και στην ποιότητα των υλικών. Δεν γνωρίζω τους υπεύθυνους αυτών των μαγαζιών, δεν τους έχω δει να δίνουν συνεντεύξεις και να φωτογραφίζονται περήφανοι δίπλα στα πιάτα που ετοιμάζουν. Βλέπω στις επισκέψεις μου σε αυτά τα εστιατόρια πως είναι νέα παιδιά που δουλεύουν συγκροτημένα, χωρίς αποκλίσεις από την αρχική τους ιδέα, και το χαίρομαι, γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνει κανείς την πρόθεση ενός εστιατορίου, όταν η σχέση του πελάτη είναι αποκλειστικά και μόνο με αυτό που τρώει. Στη μαγειρική τους δεν υπάρχει ίχνος νοσταλγίας, στο φαγητό που τρως η λέξη «μαμαδίστικο» είναι εξαφανισμένη. Υπάρχει αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για όσα έχουμε και είναι απολύτως νόστιμα και ελληνικά. Το παράδειγμα των τριών αυτών εστιατορίων ακολουθούν επιτυχώς κι άλλοι στη Θεσσαλονίκη και, όπως όλα δείχνουν, αυτό θα είναι και το μόνο γαστρονομικό ύφος για το οποίο η πόλη αυτή θα έχει κάθε δικαίωμα να υπερηφανεύεται.
Σέμπρικο, Φράγκων 2, Θεσσαλονίκη, 2310 557513
Νέα Φωλιά, Αριστομένους 4, 2310 960383
Πεζόδρομος, Χριστοπούλου 12
Από τον Μιχάλη Μιχαήλ
Στο μπαρ Βογατσικού 3 θα δοκιμάσεις ίσως τα καλύτερα κοκτέιλ της πόλης. Down to earth δημιουργίες που τις χαρακτηρίζει η σωστή τεχνική, το μέτρο και η γνώση των υλικών που συνθέτουν ένα κοκτέιλ. Μπορείς άφοβα να δοκιμάσεις τις δικές τους δημιουργίες ή να παραγγείλεις ένα κλασικό κοκτέιλ, το οποίο θα δεις να φτιάχνεται υποδειγματικά. Κι αν δεν είσαι φίλος του κοκτέιλ, μπορείς να είσαι σίγουρος πως εδώ θα βρεις μία από τις πιο δυνατές λίστες αποσταγμάτων στην πόλη και πως το ποτό που θα παραγγείλεις θα έρθει σε ένα θαυμάσιο ποτήρι, με τον σωστό πάγο και μερικά από τα πιο ωραία συνοδευτικά που έχουμε δει σε μπαρ. Αν πεινάς, υπάρχει ένας καλός κατάλογος για light lunch, ο οποίος αξίζει τον χρόνο σου. Το στοιχείο, όμως, που κάνει αυτό το μέρος να λάμπει ανάμεσα στους ανταγωνιστές του είναι η καταπληκτική ατμόσφαιρα που έχει διασφαλίσει για τους πελάτες του με τη μουσική και την ευγένεια του προσωπικού του. Το χαλαρό στυλ του πρωινού διαδέχεται η πιο ακομπλεξάριστη ξένη μουσική που έχουμε ακούσει τελευταία σε ελληνικό μπαρ. Είναι σαν να ακούς μια απίστευτη ραδιοφωνική εκπομπή το πρωί στον δρόμο προς τη δουλειά. Σαν να έχεις πάει σε πάρτι.
Στην Ελλάδα έχουμε τόσα καλά μπαρ και τόσους bartenders που κάνουν πλέον σημαντική δουλειά, που πολλές φορές θεωρούμε δεδομένα κάποια πράγματα. Η Ελλάδα σκίζει στα κοκτέιλ. Υπάρχουν αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον δέκα μπαρ που θα μπορούσαν άνετα να σταθούν στο εξωτερικό. Οι Έλληνες είναι πια εξοικειωμένοι με την κουλτούρα του κοκτέιλ. Από την άλλη, πολλά μαγαζιά που κάνουν αυτήν τη δουλειά τείνουν να ξεχάσουν πως τα καλά ποτά (όπως και το καλό φαγητό στα εστιατόρια) είναι σημαντικό κομμάτι της όλης εμπειρίας, αλλά πολλές φορές δεν αρκεί. Δεν είναι λίγες οι φορές που η επίσκεψη σε ένα cocktail bar μοιάζει με επίσκεψη σε μέρος ιερό, όπου πρέπει απλώς να απολαύσει κανείς αμίλητος τις σοφές δημιουργίες του bartender. Κι αυτό είναι κάτι που η ομάδα του συγκεκριμένου μπαρ ξέρει καλά και το έχει ξεπεράσει με τον καλύτερο τρόπο.
Η ομάδα
Η ομάδα του Βογατσικού 3 απαρτίζεται από τους: Ιωάννη Κέδε, Θωμά Κανδυλιάρη, Θεόδωρο Μανωλά, Ανδρέα Γιαπράκα, Μάνο Μπέτση, Γεώργιο Σκαράκη, Τζένη Γρηγοριάδου, Βαγγέλη Μελισσινό και Κυριάκο Τζαβελέκο.
Από τον Μιχάλη Μιχαήλ
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
Οι ποιητές και οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης έχουν μεγάλη παράδοση στην πλάγια χαρτογράφηση της πόλης στα συχνά βαθιά εξομολογητικά έργα τους. Τη σκυτάλη απ' τους Ιωάννου, Καζαντζή, Χριστιανόπουλο, Πεντζίκη και άλλους έχουν πάρει πολλοί σημαντικοί σύγχρονοι λογοτέχνες. Να τέσσερις απ' αυτούς.
Από το αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του '80 Κανάλ ντ' Αμούρ μέχρι τον Γύρο του Θανάτου (που αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη που συνελήφθη και εκτελέστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ Σου) αλλά και άλλα αφηγήματα, ο Θωμάς Κοροβίνης εμπνέεται συχνά από ιστορίες και ανθρώπους της πόλης.
Η πόλη έχει εισχωρήσει αριστοτεχνικά και σε δεκάδες διηγήματα του Θεσσαλονικιού Γιώργου Σκαμπαρδώνη, αλλά και στο μυθιστόρημά του Ουζερί Τσιτσάνης (που μεταφέρθηκε πρόσφατα στον κινηματογράφο). Λέει ο ίδιος για την πόλη: «Η Θεσσαλονίκη είναι μια βάση, δεν είναι ένας βιότοπος όπου ζούμε εμείς αιχμάλωτοι. Είναι μια πόλη που σου δίνει πάρα πολλά, αρκεί να μην ταυτιστείς με την μπαγιάτικη πλευρά της». Ο Σάκης Σερέφας είναι μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια γεμάτη με την πρόσφατη ιστορία της πόλης και αυτό βγαίνει και στα βιβλία του, επτά απ' τα οποία έχουν μάλιστα τη λέξη «Θεσσαλονίκη» στον τίτλο. Απ' τα πιο γνωστά του βιβλία είναι το Θα γίνω ντιζέζ, όπου ένας συγγραφέας του σήμερα περιδιαβαίνει την πόλη προσπαθώντας να ανασυνθέσει ένα έγκλημα που έγινε το '50 μέσα στο δωμάτιο 9 του ξενοδοχείου «Σέρραι», στην οδό Εγνατία.
Η Θεσσαλονίκη είναι παρούσα σε πολλά απ' τα βιβλία της Σοφίας Νικολαΐδου. Στο Απόψε δεν έχουμε φίλους δεν φωτίζεται μόνο η ζωή και η πανεπιστημιακή κοινότητα της πόλης αλλά και ο δωσιλογισμός την περίοδο της Κατοχής, ενώ στο Χορεύουν οι ελέφαντες το σήμερα της πόλης μπλέκεται συναρπαστικά με το χτες της πόλης με αφορμή την Υπόθεση Πολκ.
Από τον Άρη Δημοκίδη
Από την κιμπάρισσα Λωξάντρα και τη γεροδεμένη Πόντια νοικοκυρά ως τα τσιγαρισμένα κρεμμύδια των Εβραίων, το μουσουλμανικό ατζέμ πιλάφ, τη χλιδή της ελληνιστικής εποχής και το θρυλικό πιτόγυρο, το «πιάτο» της Θεσσαλονίκης έχει μνήμη, χιούμορ, χάρη και πολύ μέλλον.
Για τη μακεδονική κουζίνα, η πρώτη αναφορά γίνεται από τον πατέρα της γαστρονομίας Αρχέστρατο, ο οποίος γράφει, ταξιδεύοντας, για χέλια του Στρυμόνα, καλαμάρια του Δίου, κέφαλους της Βόλβης, γλαύκους της Ολύνθου.
Ο Αριστοτέλης παρακινεί τον Αλέξανδρο να παίρνει μαζί του στις εκστρατείες βοτανολόγους, οι οποίοι, επιστρέφοντας, κουβαλάνε μαζί τους εσπεριδοειδή, μπαχαρικά κ.λπ.
Σκέτη υπερπαραγωγή τα τραπεζώματα του Αλέξανδρου: όπου και να πήγαινε, είχε πάντα μαζί του μια πελώρια σκηνή για τραπεζαρία, στην οποία χωρούσαν, λέει, 100 ανάκλιντρα.
Το καλοψημένο γουρουνόπουλο με το μήλο στο στόμα θεωρείται ελληνιστικό εφεύρημα, το οποίο έκανε θραύση τη ρωμαϊκή εποχή.
Γκράντε γαμήλιο δείπνο στα ελληνιστικά χρόνια: χρυσά κύπελλα, αυλητρίδες γυμνές, κρέας-κυνήγι σπάνιο, ό,τι περισσεύει το παίρνουν μαζί τους οι δούλοι σε καλάθια, οι καλεσμένοι φεύγουν με δώρο κοσμήματα.
Οι Μακεδόνες ήταν γερά ποτήρια. Θρυλικοί οι καβγάδες των μεθυσμένων στρατηγών του Μέγα Αλέξανδρου.
Κιμπάρικη, αρχοντική, μερακλίδικη: τρεις λέξεις που καθρεφτίζουν την κουζίνα της «φτωχομάνας» Θεσσαλονίκης.
Η λεγόμενη υψηλή γαστρονομία με τις γκουρμέ κουζίνες δεν έχει φτουρήσει ποτέ στη Θεσσαλονίκη.
Νύχτα έφυγαν και τα χάμπουργκερ του θείου ΜακΝτόναλντ. Ποιος μπορεί να ανταγωνιστεί τα Goody's και το πιτόγυρο;
Καμιά άλλη βαλκανική πόλη δεν έχει γευθεί τέτοιες εθνογραφικές ζυμώσεις.
«Πολυπληθές άστρο των Βαλκανίων», «κοσμοπολίτισσα» και κατά τον Μοσκώφ «μεταπρατική πόλη», η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα εξωστρεφής και γενναιόδωρη.
Είναι ξακουστή και ως μεζεδούπολη.
Μεζεδάκια, μεζέδες, μεζεκλίκια ή μπινελίκια, appetizers ή tapas... σερβίρονται παντού.
Η λέξη «μεζές» κατάγεται από την περσική «μαζέ», που θα πει τροφή.
Το άρωμά της, ένα χαρμάνι από ρωμαϊκά συμπόσια, βυζαντινά νηστίσιμα, βουτυράτο ατζέμ πιλάφ, τηγανητά κρεμμύδια και όσπρια που φούρνιζαν οι Εβραίοι τις Παρασκευές, κύμινα και κανέλες των νοικοκυρών από τη Σμύρνη.
Η «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιωαννίδου σπινθηρίζει παντού, σε όλες τις Μικρασιάτισσες νοικοκυρές, μαμάδες, συζύγους...
Η φύση και η θρησκεία, καταλύτες στην εξέλιξη της μικρασιατικής κουζίνας. Μαγειρεύουν ανάλογα με τους κύκλους της φύσης και το χριστιανικό ημερολόγιο.
Νέες λέξεις έρχονται από τη Σμύρνη, το «Παρίσι της Ανατολής». Μπομαρσές: ο έμπορος, ο ψιλικατζής αργότερα (από το γαλλικό κατάστημα beau marché).
«Ποτέ δεν έχουν υποφέρει από πείνα αυτά τα μέρη» σημειώνει ο Στράβωνας (από την Αμισό) για την περιοχή του Πόντου.
Παλαμίδες, σαφρίδια, καλκάνια, κολιοί, χαψία... η ποντιακή κουζίνα έχει πολλή θάλασσα.
Οι Πόντιες μαγείρισσες ήταν άκρως ευρηματικές. Ξεζούμιζαν κυριολεκτικά τις προσφορές της φύσης. Και παραμένουν «στρατηγοί» της οικογένειας.
«Η Σανταία έζησε σε μια περιοχή με βαθυπράσινα ελατοδάση, φαράγγια, ρεματιές... παραδεισένια φύση... έχει σφρίγος για τη ζωή, περηφάνια, καλή υγεία... ήταν όλες ροδομάγουλες, γεροδεμένες, σωστές ανδρογυναίκες» σημειώνει η Πόπη Κωτίδου-Τσακμακίδου στο βιβλίο της Οι γυναίκες της Σάντας του Πόντου.
Η αρμένικη μαρμίτα έχει μέσα αρώματα από τον Καύκασο, τη Μεσόγειο, τον Λίβανο, την Τουρκία.
Οι Σεφαραδίτες Εβραίοι, με τις συνήθειές τους και τα πιάτα τους, φέρνουν έναν αέρα ντελικάτο και ραφιναρισμένο, κόντρα στα ιμάμ μπαϊλντί και τα σεκέρ παρέ.
Στη Βασιλέως Ηρακλείου, στην καρδιά δηλαδή της εβραϊκής γειτονιάς, πλανόδιοι πουλούσαν αυγά τυλιγμένα σε τηγανητά κρεμμύδια.
Όχι στο ίδιο πιάτο γαλακτομικά και κρέατα. Ποτέ βούτυρο, μόνο λάδι. Ποτέ σκόρδο. Οι Σεφαραδίτες φέρουν τον δικό τους θρησκευτικό-γαστρονομικό κώδικα.
Η μελιτζάνα αποτελεί σύμβολο της εβραϊκής κουζίνας. Σύμφωνα με μια άποψη, η Εύα δεν έδωσε στον Αδάμ μήλο αλλά μελιτζάνα.
Σαρλότ με κρέμα και φράουλες ή μπανάνες, παν ντ' Εσπάνια, σουσαμάτο, κυδωνόπαστο, βανίλια υποβρύχιο με γεύση λεμόνι, πιπιτίκας, νοβιίκας, μπουμουέλος... το πιάτο της πόλης μπολιάζεται με νέες γεύσεις.
«Μεθούσα με την ξεχωριστή μυρωδιά των εβραϊκών σπιτιών της Θεσσαλονίκης, ένα μείγμα τριανταφυλλόνερου, τσιγαρισμένου κρεμμυδιού και ώριμου πεπονιού, μυρωδιά που αναπολώ πάντα με νοσταλγία» γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Η Θεσσαλονίκη ήταν γνωστή και ως «Σαββατόπολις».
Το Σάββατο είναι η ιερή μέρα των Εβραίων. «... το μέτωπο δεν στάζει ιδρώτα, τα φρύδια δεν σμίγουν από την απογοήτευση που γεννούν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις ή οι βαθυστόχαστες σκέψεις...». Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας Ιωσήφ Ουζιέλ περιγράφει την απραξία του εβραϊκού Σαββάτου.
Η Αγορά Μοδιάνο μπορεί να γλίτωσε από τη μετατροπή της σε σύγχρονο εμπορικό κέντρο, δεν θυμίζει, όμως, σε τίποτα την αλλοτινή της αίγλη.
Οι αρχαίες επιγραφές, πάνω από τα στοιχειωμένα πλέον καταστήματα, αποτελούν μουσειακό υλικό.
Με τα σχέδια του Ελί Μοδιάνο εγκαινιάζεται το 1926 η μεγάλη σκεπαστή αγορά της Θεσσαλονίκης, δώρο της οικογένειας Μοδιάνο.
Στην Αγορά Μοδιάνο (και στο κτίριο του Τελωνείου στο λιμάνι) χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην πόλη ένα καινούργιο υλικό: το μπετόν αρμέ.
Όλη η αφρόκρεμα της πόλης περνούσε τη Μοδιάνο για τα ψώνια της ημέρας, για ένα τσίπουρο, για κουβεντολόι...
Οι αστοί και οι αριστοκράτες της Θεσσαλονίκης έβρισκαν εδώ «ό,τι τραβούσε η ψυχή τους», προϊόντα και γεύσεις από ολόκληρο τον πλανήτη.
Κάποτε λειτουργούσαν 114 μαγαζιά, μπορεί και περισσότερα. Σήμερα ελάχιστα. Η Μοδιάνο, αμήχανη, περιμένει την «επόμενη μέρα» της.
Η Αγορά Μοδιάνο προστατεύεται ως μνημείο από την UNESCO.
Η «κοιλιά» του εμπορικού κέντρου είναι το Καπάνι, η αρχαιότερη αγορά της Θεσσαλονίκης, με αγαθά για όλα τα πορτοφόλια.
Αγορά Βλάλη, Καπάνι, πλατεία Άθωνος: οι τρεις γειτονιές, κάτω από το όνομα «Καπάνι».Το Καπάνι καταστρέφεται από φωτιά δύο φορές: το 1897 και το 1917, στη μεγάλη πυρκαγιά του Αυγούστου.
Ο θρύλος λέει πως η αυγουστιάτικη πυρκαγιά του 1917 ξεκίνησε από μια απρόσεχτη νοικοκυρά η οποία τηγάνιζε μελιτζάνες, ψηλά, στην οδό Ολυμπιάδος.
Η λέξη «καπάνι» θυμίζει τον παλιό οθωμανικό χαρακτήρα της αγοράς, τότε που πουλούσε μόνο σιτηρά και άλευρα. «Καμπάν» ήταν η μεγάλη ζυγαριά. «Ουν Καμπάν» έλεγαν το αλευροπάζαρο.
Το 1923, με τον ερχομό των προσφύγων, το σημερινό Καπάνι χωρίζεται σε 516 οικόπεδα, τα οποία βγαίνουν σε δημοπρασία. Σκληρός ανταγωνισμός, κερδοσκοπίες, επεισόδια και ξυλοδαρμοί. Στο τέλος ηρέμησαν τα πνεύματα για να λειτουργήσει η αγορά.
Η πλατεία Άθωνος πήρε το όνομά της από τον Άθω, το Άγιο Όρος. Σύμφωνα με τον θρύλο, κάποτε έρχονταν εδώ οι μοναχοί και πουλούσαν την πραμάτεια τους, όσα δηλαδή έφτιαχναν ή καλλιεργούσαν στα μοναστήρια.
Το παστέλι είναι πανάρχαια συνταγή γεμάτη ενργεια. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα πως το έτρωγαν οι στρατιώτες προτού ξεχυθούν στη μάχη. Εκτός από τους πολεμοχαρείς, το έτρωγαν ως φάρμακο για τη λίμπιντό τους οι Αιγύπτιες (όπως αναφέρεται σε αιγυπτιακά κείμενα).
Ο Χατζή Μπεκίρ, ο ζαχαροπλάστης που έφτιαξε το πρώτο λουκούμι στην ιστορία, φιγουράρει σε πίνακα στο Μουσείο του Λούβρου, που είναι φιλοτεχνημένος από έναν Μαλτέζο ζωγράφο.
Τα ζαχαροπλαστεία είναι το μέγα μυθιστόρημα της πόλης. Πέρα από τις οικογενειακές φίρμες που κρατάνε ψηλά τη σημαία της «γλυκιάς πόλης», υπάρχουν μαγαζιά που σερβίρουν ακόμα μνήμη και κέφι, δηλαδή αρβανίτικο ντουντουρμά, γιαούρτι Δορκάδας, ασουρέ, παραδοσιακές κρέμες της γιαγιάς. Η Δορκάδα στην Κασσάνδρου είναι ένα από αυτά.
Μικρός οδηγός: Στο Ραγιάν για τις συνταγές της ποντιακής ευζωίας, στον Χαρίλαο για τα θαλασσινά αμύγδαλα της Καβάλας και τα φρεσκοψημένα φιστίκια από την Αμμουδιά Σερρών, στον Σωτήρη Αραμπατζή που ξέρει το Καπάνι σαν την παλάμη του, στην Τούλα Ρεσινιώτου για να μάθεις τι πάει να πει «μακεδονίτικη πίτα».
Όλη η χορταστική αφήγηση για τη γαστρονομική ιστορία της Θεσσαλονίκης, γεμάτη μνήμες, άπειρες γευστικές δοκιμές, κουβέντες με τους ανθρώπους των αγορών και γνωριμίες με νέα στέκια στον «Μεγάλο Περίπατο της Γεύσης» της Thessaloniki Walking Tours (www.thessalonikiwalkingtours.com).
Από τον Κωστή Ζαφειράκη
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν
ΗΘεσσαλονίκη ήταν για αιώνες ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου. Ο κοσμοπολιτισμός και η ευμάρεια που παρήγε είναι ακόμη ορατά στην πόλη και στην ταυτότητά της και συνεχίζουν να διαμορφώνουν την αισθητική των κατοίκων της. Μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των γραφικών τεχνών έδωσαν οι πολλές βιοτεχνίες και βιομηχανίες ετοίμων ενδυμάτων, ειδικά τη δεκαετία του 1980» λέει ο Χρήστος Τσολερίδης του Oxhouse Design Studio, ενός από τα πιο γνωστά δημιουργικά γραφεία στη Θεσσαλονίκη. Το γραφείο Beetroot έγινε πολύ γνωστό με την πολυβραβευμένη του έκθεση με θέμα τα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας, «The Greek Monsters». Μπορεί να έχουν βάση τη Θεσσαλονίκη, αλλά έχουν αναλάβει και πολλά πρότζεκτ στην Αθήνα, με τη συνεργασία τους με τη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών να ξεχωρίζει. «Τη δεκαετία '00-'10 η εταιρική ταυτότητα, η συσκευασία, η οπτική επικοινωνία, ήταν πράγματα που αφορούσαν κυρίως μεγάλες εταιρείες στη Θεσσαλονίκη. Οι μικροί παραγωγοί και οι εταιρείες δεν είχαν ιδέα για το design. Ήμασταν μικροί τότε και τους τα μάθαμε από την αρχή» λένε. «Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν μόνο 4-5 γραφεία και ξαφνικά το τοπίο άλλαξε. Σήμερα, που έχουμε κάνει άλματα, που δημιουργήσαμε μια συνείδηση και διακρινόμαστε διεθνώς, μας βρήκαν οι οικονομικές κακουχίες που έχουμε να πολεμήσουμε. Συνεχίζουμε όμως». Η Altervision ασχολείται με το branding και την οπτική επικοινωνία από το 2000. Η Θεσσαλονίκη για την ομάδα Altervision έχει πολλά καλά και πολλά στραβά που πρέπει να διορθωθούν και είναι, όπως λένε, ζήτημα νοοτροπίας, αστικού πολιτισμού και της καλλιέργειας του καθενός. Έπειτα από 25 χρόνια στη γραφιστική σκηνή της Θεσσαλονίκης, οι Red Creative έχουν κάνει τόσες δουλειές, που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποιες. Σημαντική στιγμή τους ήταν η έκδοση του βιβλίου Θεσσαλονίκη Graphic Design 1980-2009, μια ανθολογία της γραφιστικής δραστηριότητας της πόλης. Το Colibri είναι ένα ακόμη ιστορικό γραφείο και από τα πιο παλιά. «Η Θεσσαλονίκη είναι μια αυθεντικά ελληνική πόλη, μετέωρη ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και στο ανατολίτικο, ανάμεσα στη μητρόπολη και στο κεφαλοχώρι, ανάμεσα στη μεγάλη τέχνη και στην κακοτεχνία» λένε.
Γι' αυτούς, το λιμάνι, η παραλία, το θαλάσσιο μέτωπο, ο συμβολικός ανοιχτός ορίζοντας της πόλης, τα κάστρα, τα βυζαντινά μνημεία, οι παραδοσιακές αγορές και τα καλντερίμια, ακόμα και ο Λευκός Πύργος, δίνουν στη Θεσσαλονίκη τον χαρακτήρα της. Το γραφείο Semiotik έχει καταφέρει να ξεχωρίσει με δουλειές και εκτός των ορίων της Θεσσαλονίκης. Το λογότυπο του Euroleague Basketball Final Four 2016 είναι η πιο χαρακτηριστική. Το κτίριο του παλιού Χρηματιστηρίου, στην οδό Συγγρού, είναι το αγαπημένο τους. Η μεγαλύτερη πρόκληση για το γραφείο apoDec ήταν το γραφείο τους. Πήραν μια εγκαταλελειμμένη βιοτεχνία ρούχων και τη μετέτρεψαν σε έναν χώρο συζήτησης και διαλόγου με την τοπική κοινότητα. Κατά καιρούς έχουν φιλοξενήσει δράσεις και εκδηλώσεις σε συνεργασία με τον ΚΕΘΕΑ, το «FEAST Thessaloniki», τη Διεθνή Αμνηστία, την ομάδα Generation 2.0. Στο γραφείο Dolphins θεωρούν ότι το μικρό μέγεθος της πόλης και ο ανταγωνισμός βοήθησαν και συνεχίζουν να βοηθούν την άνθηση του design στη Θεσσαλονίκη. Ξεχωρίζουν τον Πύργο του ΟΤΕ του Αλέξανδρου Αναστασιάδη λόγω της '70s, sci-fi αισθητικής του. Το άberKreative architecture & design είναι από τα πιο πρόσφατα γραφεία στην πόλη και ξεχώρισε με το πρότζεκτ άKskateboards. Η αγάπη τους για το skateboarding, το αστικό περιβάλλον και τον βιομηχανικό σχεδιασμό τους χαρακτηρίζει. Το Blind είναι και αυτό από τα πιο καινούργια γραφεία της πόλης. Θεωρούνται από τους πιο δημιουργικούς και ανερχόμενους σχεδιαστές της πόλης. Το κυκλικό σχήμα της Ροτόντας, το Βυζαντινό Μουσείο της πόλης και το γήπεδο του Ηρακλή είναι γι' αυτούς τα πιο σημαντικά σημεία στην πόλη.
Από τη Μαρίνα Πετρίδου
Αν ρωτήσεις όσους έχουν γεννηθεί πριν από το 1980 ποια είναι η μόνη ομάδα στην ιστορία των ομαδικών αθλημάτων της Ελλάδας που κατάφερε να συσπειρώσει γύρω της σχεδόν όλους τους Έλληνες (σ.σ. πλην της εθνικής ομάδας), όλοι θα σου μιλήσουν για τον Άρη της δεκαετίας του '80, τον αδιαμφισβήτητο «αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ. Οι περισσότεροι, μάλιστα, θα έχουν να σου διηγηθούν ιστορίες για το πώς στριμώχνονταν τα βράδια μπροστά στις ορθογώνιες τηλεοράσεις με την ξύλινη επένδυση για να παρακολουθήσουν την παρέα του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φιλίππου, του Σούμποτιτς και των άλλων παιδιών σ' εκείνες τις θρυλικές, αξέχαστες βραδιές στο «Παλέ».
Εκείνη την εποχή, ο Άρης ήταν η ομάδα των θαυμάτων. Η ομάδα με τα συνεχόμενα πρωταθλήματα και κύπελλα, με τις σπουδαίες νίκες απέναντι σε μεγαθήρια του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όπως η Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ, η Μπαρτσελόνα, η Μακάμπι Τελ Αβίβ, η Παρτιζάν, η Βαρέζε, και τις συμμετοχές στα Final Four της Γάνδης, του Μονάχου και της Σαραγόσα. Η ομάδα που έφερε την «άνοιξη» στο ελληνικό μπάσκετ. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και αν εξαιρεθούν μερικές αναλαμπές, όπως το Κόρατς του 1997 και το Τσάμπιονς Καπ του 2003, ο Άρης ζει μόνιμα στη σκιά των ομάδων της Αθήνας.
Φέτος, όμως, κάτι μοιάζει να έχει αλλάξει στους κιτρινόμαυρους της Θεσσαλονίκης, που δείχνουν, δειλά-δειλά, να ξαναβρίσκουν λίγη από τη χαμένη τους αίγλη. Η ομάδα του Δημήτρη Πρίφτη είναι η 3η καλύτερη ομάδα του ελληνικού πρωταθλήματος –μετά τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό–, έχει σημειώσει, μέχρι στιγμής, 20/21 νίκες εντός έδρας, επικρατώντας ακόμη και απέναντι σε ευρωπαϊκές ομάδες με πολλαπλάσιο μπάτζετ, όπως η Ούνικς Καζάν και η Άλμπα Βερολίνου, και, το σημαντικότερο, βλέπει κάθε εβδομάδα το «Nick Galis Hall» να έχει την εικόνα που του αξίζει. Εξέδρες «βαμμένες» σε μαύρο και έντονο κίτρινο χρώμα, ασφυκτικά γεμάτες με ανθρώπους που περιμένουν με λαχτάρα τις μέρες του ένδοξου παρελθόντος να επιστρέψουν.
Από τον Βασίλη Καψάσκη
Ωραία την επέρασα μες στη Θεσσαλονίκη, θυμήθηκα το ’12 που πήραμε τη νίκη». Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε τόσο όμορφα στην πόλη μας τη δεκαετία του ’30, που παρομοίασε τη διαμονή του στη Θεσσαλονίκη με τη νίκη του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους. Δεν είχε κι άδικο. Στην Αθήνα οι χωροφύλακες του Μεταξά έσπαγαν τα μπουζούκια στο κεφάλι τους. Εδώ, όμως, υπήρχε επίσημη προστασία. Ο διοικητής της χωροφυλακής Μουσχουντής γούσταρε τα ρεμπέτικα. Τους άφηνε να παίζουν και να φουμάρουν. Ο Μάρκος αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ότι τους έδινε και χασίς, σε αυτόν και στον Μπάτη… Το απόσπασμα έχει ενδιαφέρον: «Φουμέρναμε εμείς μπροστά του και μας έδινε πράμα αυτός να φουμάρουμε. “Ελάτε εδώ κάθε μέρα”, μας έλεγε, “να περνάτε από εδώ να πιούμε καφέ”. Αλλά μποράγαμε ’μεις κάθε μέρα να πηγαίνουμε; Μάγκες εμείς τώρα, να μας βλέπουν οι άλλοι με τον Μουσχουντή;».
Ο Τσίλας ή Βλάχος ήρθε το 1938 στην πόλη μας για να υπηρετήσει τη θητεία του. Καλό πόστο, τηλεγραφητής στην Καλαμαριά. Πόσο του άρεσε η Θεσσαλονίκη! Έμεινε εδώ, έγραψε τα τραγούδια του, άνοιξε το ουζερί του, παντρεύτηκε με κουμπάρο τον Μουσχουντή (!), ύμνησε την πόλη και πάντοτε την αναπολούσε με νοσταλγία. Βασίλης Τσιτσάνης και Θεσσαλονίκη, βίοι παράλληλοι. Δίπλα στον μεγάλο Τσιτσάνη ένας μπαγιάτης Σαλονικιός, ο μικρός Δαλαμάγκας, με τα «Κούτσουρά» του... Η ιστορία του είναι τόσο θλιβερή, που ακόμα και σήμερα προκαλεί έκπληξη και πόνο.
Οι μάγκες της Άνω Πόλης, οι μαχαλόμαγκες της Καμάρας, οι τεκέδες και τα στέκια, η μεγαλύτερη μπουρδελοπολιτεία των Βαλκανίων, η διαβόητη Μπάρα, τα original σκυλάδικα, το μπαρμπούτι, ο Κατσαρός και οι πρόσφυγες. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα πραγματοποιείται μια ξενάγηση που διερευνά τη σχέση του αστικού λαϊκού μας τραγουδιού, του ρεμπέτικου, με μια πόλη. Ξεκινάμε από μια φυλακή, το διαβόητο Γεντί Κουλέ, το Επταπύργιο των Βυζαντινών. Πόσο πόνο περικλείουν οι μεσαιωνικοί του τοίχοι; Πόσο θάνατο το πεδίο εκτέλεσης; Πολιτικοί και ποινικοί έγκλειστοι ζούσαν εδώ για χρόνια, κάποτε για μια ζωή ολόκληρη, περιμένοντας την πολυπόθητη λευτεριά. Γι’ αυτό οι εκκλησίες των φυλακών είναι πάντα αφιερωμένες στον Άγιο Ελευθέριο... Πόσο πολύ «υμνήθηκε» αυτός ο χώρος στο ρεμπέτικο τραγούδι; «Τώρα που ’χω ξεμπουκάρει μέσα απ’ το Γεντί Κουλέ, γέμωσε τον ναργιλέ μας να φουμάρουμε καλέ….». Άντε. ρε μάγκες, καλή λευτεριά.
Κλείνουμε τη διαδρομή μας με μια μεγάλη κυρία, που εδώ, στη Σαλονίκη, έκανε τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα, τη Ρόζα Εσκενάζυ. Επειδή όμως ξενάγηση στο ρεμπέτικο χωρίς μουσική δεν γίνεται, στο τέλος αράζουμε όλοι μαζί στο καφενείο Αλάμπρα, όπου ο Ζάχος και ο Γιάννης μας ετοιμάζουν τους μεζέδες τους και μας σερβίρουν ποτά, ενώ ο Τζώνης Εγίνογλου και ο Νικόλας Βεζύνιας μας παίζουν ζωντανά τα ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο.
Από τον Τάσο Παπαδόπουλο
Η Γαλήνη πέρασε τις τρεις πρώτες δεκαετίες της ζωής της στην πρώην Σοβιετική Ένωση, εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε, στη Γεωργία. Για χρόνια δούλευε ως σχεδιάστρια αεροπλάνων, μια περίοδος που θέλει να ξεχάσει. «Ήταν πολύ σκληρή η δουλειά και πολύ δύσκολα χρόνια» λέει. Στην Θεσσαλονίκη ήρθε με την οικογένεια της πριν από είκοσι χρόνια και μόλις έφτασε άνοιξε μεσιτικό γραφείο. Δούλευε όλη την ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και οι πολλές ώρες στη δουλειά ήταν ο βασικός λόγος που της έδωσαν την ιδέα για το εστιατόριο. «Έψαχνα τα μεσημέρια στην δουλειά να βρω κάτι να φάω και δεν μπορούσα να βρω κάτι σπιτικό και νόστιμο» λέει. «Τότε η Θεσσαλονίκη είχε μόνο τυρόπιτες και πίτσες». Η αγάπη της για τη μαγειρική και η έλλειψη «εξωτικών» γεύσεων την οδήγησαν στο να πάρει το ρίσκο και να αλλάξει επάγγελμα. Πριν από έξι χρόνια άνοιξε την «Σιβηρία» στην οδό Ιουστινιανού, κοντά στην Ροτόντα, και άρχισε να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας της. Ήθελε ο κόσμος που θα επισκεπτόταν το μαγαζί της να τρώει καλό και φτηνό φαγητό, που θα είναι διαφορετικό από τα άλλα. Η «Σιβηρία» έγινε πολύ γρήγορα γνωστή, ο απλός και όμορφος χώρος σε συνδυασμό με τα νόστιμα πιάτα και την πάντα φιλική Γαλήνη την έχουν καθιερώσει στην περιοχή. «Η δουλειά μου στον σχεδιασμό αεροπλάνων ήταν πολύ απαιτητική και αγχωτική δεν υπήρχε περιθώριο λάθους», λέει. «Τώρα έχω το δικό μου εστιατόριο και νιώθω ότι έχω ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη. Πρέπει τα προϊόντα που αγοράζω να είναι άριστης ποιότητας και να τα μαγειρεύω σωστά γιατί πάνω από όλα θέλω να προσφέρω στον κόσμο καλό και ποιοτικό φαγητό».
Τα πιάτα προέρχονται κυρίως από την ρώσικη κουζίνα, έχει και πιάτα ουκρανικά, γεωργιανά και παραδοσιακά από την Σιβηρία. «Έχω ζήσει τρία χρόνια στην Σιβηρία και τον αγαπάω πολύ αυτόν τον τόπο, είναι πανέμορφος. Ήθελα το μαγαζί μου να μου θυμίζει την πρώτη εικόνα που αντίκρισα όταν φτάσαμε εκεί. Τα ψηλά δέντρα, το χιόνι και την απίστευτη φύση. Όσο έζησα εκεί έμαθα πολλές συνταγές της περιοχής. Πολύ παλιές συνταγές που έχουν διατηρηθεί χιλιάδες χρόνια». Η χορτόπιτα με παντζαρόφυλλα είναι μια παραδοσιακή σιβηρική συνταγή 2.000 χιλιάδων χρόνων, η Γαλήνη την έμαθε από την γιαγιά της. Τα πελμένι (είδος ζυμαρικού γεμιστό με κιμά), τα βαρένικι παραδοσιακή ουκρανική συνταγή, το λουλά κεμπάπ από την Γεωργία και φυσικά η παραδοσιακή σούπα μπορς είναι τα πιο δημοφιλή της πιάτα. Συνοδεύονται τέλεια με μορς (σπιτικό ρωσικό αναψυκτικό με φρούτα του δάσους), ρώσικη βότκα ή μπύρα Baltika.
Οι περισσότεροι πελάτες της είναι Έλληνες που έμαθαν το μαγαζί από στόμα σε στόμα και τώρα έρχονται καθημερινά και της λένε τα καλύτερα. «Τους αρέσει πολύ τρελαίνονται», λέει η Γαλήνη. «Έρχονται και μου λένε θέλουμε μπορς, μορς και σμετάνα», λέει και γελάει. Τα πάντα στην «Σιβηρία» μαγειρεύονται επιτόπου, καθημερινά, την ώρα που γίνεται η παραγγελία. Τα ζυμαρικά τα φτιάχνουν εκείνη την στιγμή, το κρέας το αγοράζουν κάθε πρωί από το κρεοπωλείο της γειτονιάς και τα λαχανικά είναι πάντα φρέσκα και άριστης ποιότητας. «Ψωνίζω καθημερινά και δεν τσιγκουνεύομαι ποτέ να ξοδέψω για να πάρω τα καλύτερα υλικά» εξηγεί. «Έχουμε τόσα διαφορετικά πιάτα, και το ένα είναι πιο νόστιμο από το άλλο. Έμαθα να μαγειρεύω χάρη στην γιαγιά μου και το κάνω ακριβώς όπως μου έμαθε», λέει. «Έρχονται και πολλοί Αθηναίοι και μου λένε να ανοίξω και εστιατόριο στην Αθήνα, μάλλον τους αρέσει πολύ το στιλ μου. Ακόμη και στην Μόσχα μου έχουν κάνει την ίδια πρόταση. Από ό, τι φαίνεται, το σπιτικό φαγητό είναι κάτι που λείπει στις πόλεις». Στην «Σιβηρία» εκτός από ρώσικα φαγητά θα ακούσεις και σπάνιες ηχογραφήσεις από παραδοσιακά ρωσικά τραγούδια από την προσωπική συλλογή της Γαλήνης. «Πολλοί έρχονται και μου ζητάνε να τους μεταφράσω τους στίχους. Στο τέλος που έχουν φάει με την ψυχή τους, έχουν πιει, έχουν περάσει όμορφα τους φέρνω τον λογαριασμό και με κοιτούν απορημένοι». Στο εστιατόριο «Σιβηρία» δεν θα πληρώσεις ποτέ πάνω από 15 ευρώ το άτομο.
Ρώσικο εστιατόριο «Σιβηρία», Ιουστινιανού 12, τηλ. 2313 006210.
Από τη Μαρίνα Πετρίδου
Φωτογραφία: Γιάννης Τόμτσης
Δεν είσαι, λοιπόν, αναρχικός ή σοσιαλιστής;
-Είμαι κολοκυθιστής….
Έτσι απάντησε σε δημοσιογράφο της «Μακεδονίας» ο Αλέξανδρος Σχινάς που στις 5/18 Μαρτίου του 1913 δολοφόνησε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ στη Θεσσαλονίκη. Και αυτός, όμως, πολύ γρήγορα ακολούθησε τον μονάρχη στον τάφο, καθώς λίγες εβδομάδες αργότερα αυτοκτόνησε –ή, πιθανότατα, τον αυτοκτόνησαν…–, πέφτοντας από τον δεύτερο όροφο του ιστορικού κτιρίου του Διοικητηρίου, όπου τον είχαν πάει για ανάκριση.
Η Θεσσαλονίκη έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική βία και τις δολοφονίες σημαντικών προσωπικοτήτων για μια πόλη που δεν αποτελεί πρωτεύουσα κράτους. Συχνά της αποδίδεται, δήθεν κολακευτικά, ο ανούσιος και επαρχιώτικος τίτλος της συμπρωτεύουσας (!).
Η Σκοτεινή Μνήμη είναι μια διαδρομή που διερευνά ακριβώς αυτήν τη σχέση της πόλης με γεγονότα πολιτικής βίας που πραγματοποιήθηκαν εκεί στο διάστημα μεταξύ 1876 και 1963. Πρόκειται, κατά κάποιον τρόπο, για μια σκοτεινή τοπογραφία του αίματος που χύθηκε με αφορμή κάποιο πολιτικό γεγονός.
Την άνοιξη του 1903, μέσα από το κτίριο που σήμερα στεγάζει το Κρατικό Ωδείο στην οδό Λέοντος Σοφού και Φράγκων δεν ακούγονταν οι νότες των φιλόμουσων μαθητών αλλά οι τρομερές εκρήξεις από τον δυναμίτη που είχε τοποθετήσει στα θεμέλια της Οθωμανικής Τράπεζας με τη μέθοδο του ριφιφί η ομάδα των Βούλγαρων αναρχικών της Θεσσαλονίκης που έμειναν γνωστοί ως «Βαρκάρηδες». Η ηρωική εκδοχή λέει ότι ονομάστηκαν έτσι επειδή «εγκατέλειπαν την καθημερινότητα και τα όρια της έννομης τάξης και σάλπαραν με μια βάρκα στις ελεύθερες και άγριες θάλασσες της παρανομίας». Η πεζή εκδοχή λέει ότι όταν έκαναν κοπάνα από το βουλγαρικό γυμνάσιο, έκαναν βαρκάδα στο Θερμαϊκό. Διαλέγετε και παίρνετε….
Η τρομακτική Σφαγή των Προξένων, ο συγκλονιστικός Μάης του ’36 και το μνημείο του, η δολοφονία του Γρήγορη Λαμπράκη και το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης αποτελούν μερικούς από τους ιστορικούς σταθμούς της Σκοτεινής Μνήμης.
Η ξενάγηση τελειώνει στο λιμάνι, μπροστά στη μολυβένια θάλασσα του Θερμαϊκού, μέσα από την οποία, τον Μάιο του 1948, αναδύθηκε ένα μακάβριο εύρημα, το πτώμα του Αμερικανού ανταποκριτή του CBS, Τζορτζ Πολκ, με αυγά σουπιάς να έχουν καλύψει τις οφθαλμικές του κοιλότητες.
Υποθέσεις σκοτεινές, κάποιες ανεξιχνίαστες, επανεξετάζονται και εξιστορούνται με το απαραίτητο χιούμορ προκειμένου να μαλακώσει η μαυρίλα του θανάτου. Μια περιήγηση με οδηγούς μνημεία, κτίρια, οδούς και πλατείες σε μια πόλη όπου ο έρωτας αλλά και ο θάνατος βρήκαν πρόσφορο έδαφος.
Από τον Τάσο Παπαδόπουλο