Η γυναίκα του έμπορα του ποταμού: Γράμμα
(Ένα ποίημα του Πάουντ απο την Κατάη)
Τότε που είχα ακόμα τα μαλλιά μου ίσια κομμένα στο μέτωπό μου
Έπαιζα κοντά στην μπροστινή πύλη μαδώντας λουλούδια.
Περνούσες πάνω σε ξυλοπόδαρα μπαμπού κάνοντας το άλογο
Ερχόσουν πλάι μου παίζοντας με γαλάζια δαμάσκηνα.
Και έτσι περνούσε ο καιρός μας στο χωριό Τσοκάν:
Δυο μικρά παιδιά χωρίς καμιά υποψία, ή αντιπάθεια.
Στα δεκατέσσερα παντρεύτηκα εσέ, τον κύριό μου
Ποτέ δεν γέλαγα, ήμουνα ντροπαλή
Σκύβοντας το κεφάλι μου κοίταζα προς τον τοίχο
Κι αν με καλούσαν χίλιες φορές , ποτέ δεν έστρεφα πίσω τη ματιά μου.
Στα δεκαπέντε μου έπαψα να χαμηλώνω τη ματιά μου,
Επιθυμούσα η στάχτη μου να αναμειχθεί με την δική σου
Για πάντα και παντοτινά για πάντα.
Γιατί να σκαρφαλώνω να κοιτάζω έξω;
Στα δεκαέξι μου έφυγες μακριά,
Πήγες στο μακρινό Κου-το-γιεν κοντά στον ποταμό με τις ρουφήχτρες
Και τώρα λείπεις πέντε μήνες.
Λυπητερά φωνάζουν από πάνω οι μαϊμούδες.
Καθώς αναχωρούσες έσερνες τα πόδια σου.
Τώρα τα μούσκλα έχουν μεγαλώσει στην εξώπορτα, τα διάφορα αγριόχορτα
Πολύ βαθιά να τα ξεχορταριάσεις!
Τα φύλλα πέφτουνε με τον αέρα νωρίς το φετινό φθινόπωρο
Και οι πεταλούδες που έχουν ζευγαρώσει κίτρινες ήδη με τον Αύγουστο
Πάνω από τη χλόη του Δυτικού κήπου,
Μου κάνουνε κακό. Γερνάω.
Αν θα κατέβεις από τα στενά του ποταμού Κιανγκ
Στείλε μου κάποιο μήνυμα σε παρακαλώ,
Κι εγώ θα βγω ως το Τσο-φου -τσα
Να σε προϋπαντήσω