Η Σοφία στον «Μαέστρο» έδωσε σε πολλούς που δεν την είχαν γνωρίσει από το θέατρο ή το σινεμά την ευκαιρία να ανακαλύψουν τις λεπτές αποχρώσεις, τα ημιτόνια στην ερμηνεία της, ένα κομψοτέχνημα υποκριτικής που χτυπάει τον εγκέφαλο και το θυμικό το ίδιο δευτερόλεπτο. Η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου είναι μια σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη, ανθρώπου με στέρεη, αμετακίνητη ηθική πυξίδα, από τους ελάχιστους που έχω γνωρίσει στα είκοσι δύο χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη μας γνωριμία ‒συναντηθήκαμε μετά την πρώτη της παράσταση στην Αθήνα, το Δεκαήμερο των γυναικών‒, από τους πιο ειλικρινείς, ατόφιους και εν τέλει θαρραλέους και υπερήφανους.
Στο χέρι φοράει ένα σεβαλιέ που γράφει «one day at a time», το μότο της, και αναφέρεται στη ζωή που προχωρά, αλλάζει και μας μεταμορφώνει μέρα με τη μέρα, και τη βέρα της, για να τιμήσει τον σύντροφό της, τον Γιώργο, και γενικότερα τη ζωή που της έστειλε έναν έρωτα τον οποίο γνώριζε μόνο από τις ταινίες, τα μυθιστορήματα, τα έργα τέχνης και όλο τον κόσμο που είχε μέσα της, για τη βαθιά και ανυπόκριτη ευτυχία που της χαρίζει κάθε μέρα.
Ξέρεις τι έχει σημασία τελικά; Το ότι είμαστε εδώ στον ήλιο και αγκαλιαζόμαστε και κοιταζόμαστε στα μάτια.
Η Μαρίσσα γεννήθηκε στην Τασκένδη. Η οικογένειά της ήταν πολιτικοί πρόσφυγες, ένα περιβάλλον καλλιεργημένων ανθρώπων που λάτρευαν τη μουσική, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και την Ελλάδα. Ήταν στη Δ’ Δημοτικού όταν η μητέρα της τής έκανε δώρο τον Φάουστ. Ο παππούς της ήταν δάσκαλος ελληνικών στο διάσημο ιστορικό σχολείο στο Ιβάνοβο, το οποίο φιλοξενούσε παιδιά απ’ όλο τον κόσμο, των οποίων οι συγγενείς διώκονταν για πολιτικούς λόγους ‒ ένα σάλι που κρατάει από τη γιαγιά της ήταν δώρο που της έκανε η γυναίκα του Ένγκελς. Η θαλπωρή, η αγάπη και η πρόποση «καλή πατρίδα» συνόδευε κάθε οικογενειακή γιορτή, ενώ οι έξοδοι σε όπερες, συμφωνικές ορχήστρες και θέατρα κάθε εβδομάδα αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της οικογένειας. Οι γονείς της και η αγάπη τους για τις τέχνες, η εκτίμησή τους για τους καλλιτέχνες, καθόρισαν και τον δικό της επαγγελματικό προσανατολισμό σχεδόν υποσυνείδητα.
«Με το που έγινε η Μεταπολίτευση γύρισαν ο ένας παππούς με τη γιαγιά. Εμείς γυρίσαμε λίγο αργότερα, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, στους Αμπελόκηπους. Βρήκαμε τη σειρά μας σιγά σιγά, ο πατέρας μου ήταν μηχανολόγος και η μητέρα μου μηχανικός υδροτεχνικών έργων, που πήρε την ισοτιμία της πολιτικής μηχανικού. Έχω ωραίες αναμνήσεις, έχω τη μαμά μου εκεί, τις θείες μου, τα ξαδέλφια μου, όλους τους παιδικούς μου φίλους. Πηγαίνω όσο πιο συχνά μπορώ».
Το πρώτο πράγμα που θυμάται από τη Θεσσαλονίκη είναι οι παραστάσεις στο ΚΘΒΕ και τα μουσεία. «Βαριόμασταν πολύ τότε, αλλά εκεί οφείλω τη λατρεία που έχω τώρα στα μουσεία. Σήμερα, θα ήθελα ιδανικά να έχω ένα δωμάτιο και να ζω σε ένα μουσείο, να ξεσκονίζω τα έργα για να τα βλέπω από κοντά». Η Μαρίσσα έχει ταξιδέψει για να βρεθεί για μιάμιση μέρα στην Ισπανία και να δει Φράνσις Μπέικον και αν τη ρωτήσει κάποιος τι θα ήθελε να είναι, απαντάει «ένα κορίτσι σε έναν πίνακα του Βερμέερ» ‒ λατρεύει να χάνεται στο φως των έργων του. Οι κοπάνες που έκανε στο σχολείο είχαν συγκεκριμένο σχέδιο δράσης: πρώτο δίωρο στο Μουσείο Μακεδονικής Τέχνης, επόμενος σταθμός οι βυζαντινές αγιογραφίες του Λευκού Πύργου και στη συνέχεια περιοδικές εκθέσεις και διάβασμα. Σε αυτές τις κοπάνες λάτρεψε την Έμιλι Ντίκινσον. «Αυτό που με ανακουφίζει και σήμερα είναι να νιώθω αυτή την παλιά χαρά, την εφηβική, την αδημονία όταν ανοίγω ένα βιβλίο. Το ’παθα με την Τοκάρτσουκ, με την Ερνό και πρόσφατα με τον Όσιαν Βουόνγκ. Και με την Παυλίνα Μάρβιν, που έχει κάτι πολύ ωραίο».
Στο σχολείο ήταν παιδί εσωστρεφές και συνεσταλμένο, η μητέρα της την προέτρεψε να κάνει θέατρο στο Πούπουλο, μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα. Ενώ είχε έτοιμα τα χαρτιά της για να φύγει στο Παρίσι να σπουδάσει νευροεπιστήμες, η μητέρα και πάλι την έπεισε να δώσει εξετάσεις στο ΚΘΒΕ, θεωρώντας ότι το να είσαι καλλιτέχνης είναι κάτι εξαιρετικά τιμητικό. Πέρασε και οι γονείς της την προέτρεψαν να τελειώσει τη σχολή και να πάει στη συνέχεια στο Παρίσι. Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το τρίτο έτος έχασε τον πατέρα της που μέχρι το τέλος τής υπενθύμιζε ότι δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεση που της είχε δώσει για το Παρίσι, ωστόσο ο θάνατος αυτός άλλαξε τις δυναμικές στην οικογένεια. Η Μαρίσσα έμεινε ως ηθοποιός στο Κρατικό και έφτασε πια στην Αθήνα μερικά χρόνια αργότερα, το 1998, για να παίξει στο Μαύρο Γάλα του Νίκου Τριανταφυλλίδη.
«Εγώ δεν ονειρεύτηκα ποτέ να κάνω θέατρο και το λέω αυτό χωρίς ψήγμα αλαζονείας, στο επαγγελματικό κομμάτι είχα τελείως άλλα όνειρα. Το θέατρο ήταν το καταφύγιό μου και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα που ξέρω πια γιατί είμαι σε αυτήν τη δουλειά. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορώ να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους έτσι όπως είμαι, και μου αρέσει. Έχω βρει αυτό τον τρόπο να δουλεύω, να υπάρχω, αυτή είναι η γλώσσα που μου αρέσει να μιλώ», λέει. «Γι’ αυτό και δεν ξεχωρίζω τη δουλειά από τη ζωή μου, πήγαν όλα παράλληλα, σαν μαγικές συναντήσεις, όπως με τις δυο καταπληκτικές κόρες μου, που είναι η δύναμή μου. Γι’ αυτά τα κορίτσια θα ήθελα να είμαι πάντα όρθια και ακόμα και σήμερα σκέφτομαι ότι αν επιχειρήσω να μιλήσω για την Εύα και τη Σαβίνα και για όλα όσα έχουμε ζήσει, θα μειώσω κάθε νόημα».
Η Μαρίσσα γιορτάζει τα γενέθλιά της δύο φορές τον χρόνο, τη μέρα που γεννήθηκε και στις 27 Απριλίου, τη μέρα που της συνέβη ένα σοβαρό ατύχημα, κάνοντας πρόβες στο Φεστιβάλ Αθηνών, που την καθήλωσε στο κρεβάτι, παράλυτη από τον λαιμό και κάτω. Όσοι γνωρίζουμε όσα συνέβησαν υποκλινόμαστε στη λεπτότητα και τον τρόπο που το αναφέρει και το τακτοποίησε μέσα της, στη δύναμή της να σηκωθεί και να περπατήσει ξανά, λέγοντας: «Έχω καταλήξει ότι ήταν κάτι που έπρεπε να μου συμβεί, αλλιώς δε θα είχα προχωρήσει, δεν θα μου είχαν ανοίξει στη ζωή οι δρόμοι που άνοιξαν».
Έχοντας ασχοληθεί πολλά χρόνια με το σωματικό θέατρο και τον ακροβατικό χορό, τον καιρό που ήταν ακίνητη, με σύμμαχο τον αδελφό της, εφάρμοσε αυτά που έμαθε από τους μεγάλους δασκάλους, τη Μαγκί Μαρέν και την Πίνα Μπάους, και μελετούσε για χρόνια, την τέχνη πέρα από την ύπαρξη, όταν όλες οι αισθήσεις και οι αισθητικές συμβαίνουν μέσα σου. Έχοντας αυτό το υπόβαθρο, στην ουσία δημιούργησε νοητικά την κίνηση των κάτω άκρων της, ενώ ένα τόμος Ανατομίας που της πήγε στο νοσοκομείο ο Γιάννης Αστερής της έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει τις συνδέσεις των νεύρων. «Μου δόθηκε η ευκαιρία που δεν είχα, εφόσον δεν σπούδασα νευροεπιστήμες, να μελετήσω και να καταλάβω το νευρικό μου σύστημα», λέει.
Η Μαρίσσα, που έκανε φίλο και συγκάτοικο στο σώμα της τον πόνο, τον έχει «υποτάξει» με έναν τρόπο μεγαλειώδη, είναι η δασκάλα όλων όσων τη γνωρίζουμε, η δύναμη της προσωπικότητάς της είναι ευεργετική και θεραπευτική, είναι το παράδειγμα του ανθρώπου που έκανε restart στην επαγγελματική της ζωή με την ταινία Η δουλειά της του Νίκου Λαμπό, όταν έβαλε ένα προσωπικό στοίχημα ότι μπορεί να φέρει σε πέρας μια ταινία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του ρόλου και κάνοντας μια άλλη διαχείριση της σχέσης με το σώμα της.
Το 2022, στο Dodo του Πάνου Κούτρα, στο Ησυχία 6-9 του Χρήστου Πασσαλή και στο Musik της Angela Schanelec βλέπεις ξεκάθαρα ότι με το σινεμά συντονίζεται η ψυχοσύνθεσή της και οι λεπτές αποχρώσεις της διαγράφονται αβίαστα. Για εκείνη η συνεργατικότητα, το ότι δεν υπάρχεις χωρίς τους άλλους, το ότι δεν δουλεύεις ποτέ μόνος σου είναι ο λόγος, όλα αυτά μεταμορφώνουν τη δουλειά της στο σινεμά σε κάτι βαθύ και ουσιαστικό.
Η Μαρίσσα διάλεξε το σινεμά, που την απελευθερώνει, και παράλληλα αποφάσισε να σταματήσει να δουλεύει στο θέατρο ως ηθοποιός ‒ δουλεύει πλέον αποκλειστικά και σταθερά στη δραματουργία με τον Νίκο Καραθάνο, που της έδωσε το κίνητρο να βγαίνει από το σπίτι της κάθε μέρα. Μαζί του είδε και έμαθε πώς μπορείς να ζεις, να εκφράζεσαι και να οργανώνεις το χάος. Του οφείλει το ότι έγινε πιο ανοιχτή και καλλιέργησε τις άγνωστες περιοχές της ύπαρξής της, τη αντίληψη ότι ζωή και τέχνη πάνε χέρι-χέρι και σε οδηγούν σε μέρη που μπορείς να ανακαλύψεις και να αποκαλύψεις μαζί με τις πιο περίπλοκες όψεις του εαυτού σου.
«Δεν έχω δει άνθρωπο να είναι σε τόσο πόνο και να γελάει και να θεραπεύει τους άλλους. Η υπομονή, η αντοχή της και η διάνοιά της είναι σε μεγέθη ασύγκριτα. Είναι ένα δώρο που την έχουμε, για όλους μας, έχει ανατραφεί εντελώς διαφορετικά και μας φέρνει τα δώρα πολλών ανθρώπων παλιών. Η Μαρίσσα κατάλαβε τι σημαίνει άνθρωπος πολύ νωρίς και αφιερώθηκε σε αυτό, δεν πρόδωσε ποτέ το τι σημαίνει ο άλλος», λέει ο Νίκος Καραθάνος.
Για το τέλος μού αφήνει το καλύτερο. Όταν τη ρωτάω πώς δούλεψε με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, που τον θεωρεί αληθινό μαέστρο, «σχεδόν υπεράνθρωπο», και τον σέβεται για την εργατικότητα και το ταλέντο του, αλλά και γιατί έχει ένστικτο και συνδέει ανθρώπους, βγάζοντας τον καλύτερο εαυτό τους, μου λέει; «Το πιστεύεις ότι τον είδα στον ύπνο μου; Από το πουθενά, λέει, ήμασταν στο σπίτι της γιαγιάς μου, μου διάβαζε ένα γράμμα της και έκλαιγα. Ε, λοιπόν, την επόμενη μέρα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνω».
«Η Μαρίσσα έχει έναν σπάνιο συνδυασμό χαρακτηριστικών που καθορίζουν όποια δουλειά κάνει. Έχει ταλέντο, χιούμορ, μυαλό, ήθος και καλοσύνη. Με έναν μαγικό τρόπο σε απαλλάσσει από κάθε αγωνία την ώρα του γυρίσματος και σου προκαλεί ασφάλεια, ενώ την ίδια στιγμή φέρνει ένα μοναδικό αποτέλεσμα στη σκηνή. Νομίζω ότι είναι απόλαυση να συνεργάζεσαι με ένα τόσο υπέροχο πλάσμα. Άσε που βλέπει όνειρα τα οποία μετά γίνονται πραγματικότητα», λέει ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης.
Λίγο πριν την αφήσω για να πάει στην πρόβα της για το Μια νύχτα στην Επίδαυρο που ετοιμάζουν για το Εθνικό με τον Νίκο Καραθάνο, γυρίζει και μου λέει: «Ξέρεις τι έχει σημασία τελικά; Το ότι είμαστε εδώ στον ήλιο και αγκαλιαζόμαστε και κοιταζόμαστε στα μάτια» ‒ και το εννοεί. Αυτή είναι η Μαρίσσα που ίπταται πάνω από το ανήμπορο και το απαρηγόρητο όλων μας, μια συνειδητή, άσβεστη φλογίτσα καλοσύνης και δύναμης για πάντα.
Φωτογραφήθηκε στον Πύργο του Πειραιά με κομμάτια της συλλογής του Yiorgos Eleftheridades. / Make up artist: Έφη Αργυροπούλου. Ευχαριστούμε την Dimand για τη φιλοξενία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.