Όταν οι συνομήλικοί του ονειρεύονται εμβληματικούς ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου, εκείνος απορρίπτει τις βεβαιότητες, αμφιβάλλει όσο περισσότερο μπορεί, ψάχνει να τρυπώσει στη θεατρική ουσία μέσα από τη ρωγμή και την ατέλεια.
Όταν οι σκηνοθέτες της γενιάς του αναμετριούνται με τουλάχιστον δυο- τρία μεγάλα κείμενα μέσα στη σεζόν, εκείνος παλεύει εδώ και τρία χρόνια με την Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Κι όταν κάποιοι βαυκαλίζονται πως εξασφάλισαν για την ομάδα τους ηθοποιούς που έχουν εμπειρία, τεχνική και κρατούν τα «κλειδιά» των μεγάλων ερμηνειών, εκείνος επιστρέφει στο πιο αθώο, ακατέργαστο υλικό και ανεβάζει παραστάσεις με έναν μεταφορέα, έναν ψυκτικό, με δικηγόρους, φαρμακοποιούς και αποφοίτους δραματικών σχολών που πριν δεν είχαν την παραμικρή επαφή με τη σκηνή.
Κι όμως, πέρσι, όσο εκείνοι, κλεισμένοι τα βράδια της καραντίνας σε σπίτια, αναζητούσαν στο κείμενο του Σοφοκλή το αντίδοτο στην πανδημία, φτιάχνοντας μια παράσταση χειροποίητη, δροσερή, δυνατή, το θέατρο Θησείο γέμιζε ασφυκτικά και η Αθήνα, από στόμα σε στόμα, μοιραζόταν το μυστικό: μη χάσετε αυτή την ομάδα νέων παιδιών που με θράσος αναμετριέται τα βράδια στο Θησείο με μια συνθήκη (αρχαίο δράμα στον περίκλειστο θεατρικό χώρο) που μπορεί να «καταπιεί» και τους πλέον έμπειρους.
«Αυτό που εγώ καταλαβαίνω ως φασισμό και διάκριση είναι να μη διψάς για τη ζωή, για τη συνθετότητά της και τη διαφορε-τικότητα. Είναι ένα βόλεμα ο ρατσισμός που σε καθηλώνει σε μια αμετακίνητη θέση και σκέψη».
«Μη τυπική σύνθεση της Αντιγόνης»: Έτσι αποκαλεί ο Χάρης Φραγκούλης αυτό το ασυνήθιστο κράμα από σωματικότητες και προσωπικότητες που συναντιούνται επί σκηνής και συνθέτουν την αφήγηση, επιστρατεύοντας ένστικτο, αθωότητα, βίωμα και νεανική ορμή.
«Η ηρωίδα είναι η Αντιγόνη και το τραγικό πρόσωπο ο Κρέων. Όλοι οι υπόλοιποι έχουμε στοιχεία απ’ όλους τους χαρακτήρες του Σοφοκλή. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου στους ήρωες, στην υπέρβαση. Ένας δειλός συμβιβασμένος είμαι. Δεν γίνεται να συμβαίνουν όλα αυτά στον κόσμο κι εμείς να πίνουμε εδώ τσάι.
Κάτι συνέχεια σκοτώνουμε για να μπορούμε να είμαστε εδώ και να παίζουμε τους διάφορους ρόλους της ζωής μας. Με συγκινεί βαθιά η Αντιγόνη, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαι σαν αυτή. Ένας ταπεινός Χορός είμαι που φοβάται τον θάνατο, τις δύσκολες στιγμές, την ευθραυστότητά μου», λέει για την ηρωίδα του που εδώ και μερικές μέρες επέστρεψε στη θεατρική Αθήνα και παρουσιάζεται στο θέατρο Σφενδόνη (από Δευτέρα έως Τρίτη, σε μετάφραση Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου και μουσική Κορνήλιου Σελαμσή).
Ασκήσεις θάρρους, λοιπόν, μέσα από το θέατρο (και το μποξ, που δεν εγκαταλείπει ποτέ) γι’ αυτό το τόσο ταλαντούχο πλάσμα, εντός του οποίου καίει μια φλόγα που δεν τον αφήνει σε ησυχία. «Η ενέργεια πρέπει να αλλάζει μορφή και να μετατρέπεται σε ουσία όσο περνάνε τα χρόνια. Στα δεκαέξι, αν είσαι χούλιγκαν, είσαι σωστός, στα είκοσι πέντε είσαι μαλάκας, στα σαράντα φαιδρός. Στον έρωτα ισχύει το ίδιο. Στα είκοσι πέντε μπορείς να φλερτάρεις λέγοντας εξυπνάδες. Αν το κάνεις στα εξήντα, είσαι γραφικός», μου είχε πει κάποτε.
Σε ό,τι τον αφορά, παραμένει συνεπής στο χρονοδιάγραμμα. Συνεχίζει και αρνείται να υποκύψει στη δουλεία των social media, δεν εκβιάζει τα κείμενα, αναζητά παντού την ποίηση, δίνει πια περισσότερο χώρο στην τρυφερότητα, γοητεύεται βαθιά από την ανθρώπινη φύση και αδυναμία, παραμένει εκνευριστικά πιστός στους φίλους του, σκηνοθετεί κάθε λεπτό της ζωής του.
Μετά από δεκατρία χρόνια στο θέατρο διαπιστώνεις πως εκείνη η πρώιμη, ανεξέλεγκτη περιέργειά του έχει μετριαστεί πια και πως η αναμέτρηση με τους ατίθασους, ορμητικούς και μοιραίους ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς, του Πίντερ, του Σαίξπηρ και του Σοφοκλή μαλάκωσαν τις ανησυχίες του.
«Έχω φερθεί με βαναυσότητα στον εαυτό μου. Πλέον αποφάσισα να δίνω μεγαλύτερες ευκαιρίες στην τρυφερότητα. Ακόμα και στις σχέσεις, σε ανθρώπους που δοκιμάζουν τις αντοχές μου, το ρίχνω όλο πάνω μου. Πολύ δύσκολα λέω “φύγε”.
Μαθαίνω κι εγώ μετά χρόνια να αγαπάω τον εαυτό μου. Θέλει εξάσκηση. Είναι όπως όταν μαθαίνεις να βγάζεις το σακάκι σου. Στην αρχή είσαι άγαρμπος, βίαιος, δεν σε νοιάζει και να γρατζουνιστείς. Έπειτα όμως γνωρίζεις κάποιον και προσπαθείς να του βγάλεις το σακάκι. Όμως, τον αγαπάς τόσο πολύ, που δεν θες να τον πονέσεις, οπότε βρίσκεις τον τρόπο να μη διακινδυνεύσεις να τον γρατζουνίσεις. Κι έπειτα, επειδή σε αγαπά κι εκείνος, αφαιρείς πιο τρυφερά και το δικό σου σακάκι.
Τις καρδιές, όταν αγαπιούνται, τις πονάει ακόμα κι ο αέρας. Η αγάπη όμως σε κάνει να αφαιρείς σακάκια σαν να μην έχεις ακουμπήσει τίποτα... Όχι γιατί η φιλοδοξία σου είναι να γίνεις ο μεγαλύτερος τεχνίτης στο να βγάζεις το σακάκι αλλά γιατί συναντιέσαι με τον άνθρωπο που αγαπάς τόσο παράφορα, που γίνεσαι ο καλύτερος όλων στο να βγάζεις το σακάκι, δηλαδή στην αγάπη».
Να, τέτοιες ιστορίες επινοεί ο Χάρης όταν του ζητάς να σου εξηγήσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα βαθιά συναισθήματα, τον χαμένο ρομαντισμό, την κοινωνική βρομιά, τους αλλεπάλληλους διχασμούς της ζωής.
«Αυτό που εγώ καταλαβαίνω ως φασισμό και διάκριση είναι να μη διψάς για τη ζωή, για τη συνθετότητά της και τη διαφορετικότητα. Είναι ένα βόλεμα ο ρατσισμός που σε καθηλώνει σε μια αμετακίνητη θέση και σκέψη. Δεν θες να πας ούτε εκατοστό μπροστά μην τυχόν και συναντήσεις κάποιον που θα διαταράξει τη βεβαιότητά σου, που προσεύχεται με άλλον τρόπο από εσένα, που κάνει έρωτα αλλιώς, που έχει άλλο χρώμα. Ας μείνουν τα πράγματα όπως είναι, με κάθε κόστος.
Εμένα, από την άλλη, η περιέργεια με νικά πάντα. Θέλω να πηγαίνω όπου κι αν με καλεί. Έτσι γνωρίστηκα με τον χουλιγκανισμό, αυτός είναι ο λόγος που μπορεί να με δεις να χώνομαι σε μια κουζίνα στο Μεταξουργείο για να δω πώς μαγειρεύουν οι Ινδοί, που καίγομαι να ακούω ιστορίες ανθρώπων που η ζωή τους πήρε φάλτσα στροφή».
Έναν χρόνο τώρα ένας ακόμα ρόλος στη ζωή του Χάρη απαιτεί από εκείνον να κοιτάξει το σώμα του με άλλο τρόπο, να κατέβει από το ρινγκ και να στρέψει το βλέμμα του στον κόσμο της ομορφιάς και της εικαστικής τελειότητας του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Σε λίγες εβδομάδες το Ink κάνει πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και εκεί Φραγκούλης και Παπαϊωάννου θα μοιραστούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Είναι η πρώτη φορά που μοιράζομαι με κάποιον άλλον κάτι που σχεδίασα για τον εαυτό μου. Είμαι εντυπωσιασμένος από τη σκηνική του ιδιοφυΐα», έλεγε πριν από μέρες ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, παρουσιάζοντας τον νέο του εκλεκτό:
«Η αλήθεια είναι ότι ζηλεύω. Ο Χάρης είναι πολύ καλός και θα γίνει πολύ καλύτερος από μένα. Το να βλέπω κάτι που φτιάχνω πάνω στα μέτρα μου να το φορά τόσο καλά κάποιος άλλος και μετά να με βλέπει εκείνος και να με διορθώνει είναι πραγματικά μια πρωτόγνωρη διαδικασία. Η ανταλλαγή αυτή βοηθάει να μην αισθάνεσαι μοναδικός και να σκέφτεσαι ότι κάποτε θα παραδώσεις την εξουσία σε κάποιον άλλον».
Λευτέρης Βογιατζής, Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Μαστοράκης, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Χουβαρδάς, Μιχάηλ Μαρμαρινός, Δημήτρης Καραντζάς. Και τώρα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. «Δεν ξέρω αν προέρχομαι από κάποιον άλλο κόσμο, αλλά ξέρω πως θέλω πάντα να πηγαίνω σε ανθρώπους που αγαπούν τα υλικά τους. Όταν όμως φτάνω εκεί, παραδίδομαι. Ίσως επίσης δεν βρίσκω τις λέξεις να περιγράψω τι είναι το Ink, αλλά μπορώ να μιλάω ώρες για τη χαρά μου να δουλεύω με κάποιον που συγκεντρώνει τη σοφία τόσων ετών μικρογλυπτικής και αναζητά μέσα από επίπονη δουλειά, όπως το έκανε και ο Λευτέρης Βογιατζής ή ο Μιχάηλ Μαρμαρινός, τη λεπτότητα πραγμάτων, συναισθημάτων, κινήσεων».
Είναι, λοιπόν, μάλλον ξεκάθαρο γιατί το 2022 ήταν η χρονιά του Χάρη Φραγκούλη και η στιγμή που η κλίμακα αλλάζει. Εκείνος, βεβαίως, επιμένει ότι τίποτα επί της ουσίας δεν θα αλλάξει, εκτός ίσως από την αναγκαστική απόσυρση του «αρχαίου» κινητού τηλεφώνου του (ναι, έχει ακόμα συσκευή με κουμπιά και χωρίς ίντερνετ), καθώς τον επόμενο χρόνο θα περιοδεύει στον κόσμο με το Ink και την ομάδα Παπαϊωάννου.
Στο κομοδίνο θα στοιβάζονται εισιτήρια για απίθανους προορισμούς και κορυφαία θέατρα, αλλά εκείνος, κλεισμένος στο θέατρο Σφενδόνη, θα κάνει ανελέητες πρόβες για το νέο, «χειροποίητο» σκηνοθετικό του εγχείρημα, την Αφιέρωση του Μπότο Στράους, που κάνει πρεμιέρα αρχές Φεβρουαρίου με πρωταγωνιστές τους Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέα Κοντόπουλο, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Κορνήλιο Σελαμσή και Μιχάλη Τιτόπουλο.
Ναι, αυτή η στοιχειωμένη από τη φρίκη της ερωτικής απώλειας αφήγηση προσθέτει εσχάτως μερικές ακόμα δόσεις θεατρικής αδρεναλίνης στη ζωή του. «Τρελαίνομαι που ο πρωταγωνιστής Ρίχαρτ είναι ένας τεράστιος loser που οδηγείται σε κάτι εκ των προτέρων χαμένο. Είναι συναρπαστική η ηρωική απελπισία του».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.