Γονατιστή επάνω στο πελώριο τραπέζι που καταλαμβάνει τη σκηνή στον Θείο Βάνια στο θέατρο Προσκήνιο, η Ελένα Αντρέγεβνα παλεύει σαν πληγωμένο πουλί που ξέρει ότι δεν υπάρχει διαφυγή. Το σώμα της κινείται με απόγνωση, παγιδευμένο στα στερεότυπα της μοιραίας γυναίκας και της ταυτότητας που οι άλλοι τής έδωσαν, τρέμει. Η Θεοδώρα Τζήμου δίνει ζωή στην ηρωίδα της με έναν τρόπο αυθεντικά ατίθασο, με ντροπαλοσύνη, απέραντη μοναξιά, και το ευθύβολο, γεμάτο νόημα βλέμμα της που γέμιζε τη μεγάλη οθόνη στις ταινίες του Κωνσταντίνου Γιάνναρη δείχνει ένα πρόσωπο που δίνει όλο του το είναι στη δουλειά του.
«Η Θεοδώρα είναι γεννημένη γι’ αυτό που κάνει, τη βλέπεις από την πρόβα να παίρνει ένα ρίσκο που δεν ξέρει πού θα τη βγάλει, πέφτει στη φωτιά χωρίς να φτιάξει κάτι που θα είναι καλλιεπές, τεχνικά άρτιο. Θαυμάζω το πόσο προσωπική είναι, μπαίνει με ένα ψυχικό σύστημα και μια προσωπική τεχνική τόσο δική της, που δεν βλέπεις μία ακόμα εκδοχή μιας ηθοποιού αλλά κάτι που γεννιέται μπροστά σου, εδώ και τώρα, έναν άνθρωπο που έχει γεννηθεί μόνο για να παίζει. Έχει αυτό το προσωπικό ένστικτο, τον οίστρο, που την κάνει σαν να τα έχει δει και αφομοιώσει όλα, σαν να έχει πάει σε έναν δικό της δρόμο 100%», λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Καραντζάς, με τον οποίο συνεργάζεται για τρίτη φορά.
«Κάθε φορά, ό,τι κάνω, μου φαίνεται πιο ωραίο από το προηγούμενο. Θα μου πεις, όλα σου αρέσουν; Ναι, αλλιώς δεν μπορώ να εμπλακώ», εξηγεί. «Θεωρώ ότι είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχω κάνει εκείνη τη στιγμή, δεν έχω περιθώριο για το πριν ή το μετά και συμβαίνει επίπονα. Υπάρχει και ένα κομμάτι ανασφάλειας σε όλο της το μεγαλείο και φόβος και σκοτεινές περιοχές κυρίως, είσαι σε μια κουνελότρυπα και δεν φτάνεις πουθενά, δεν έχει τέλος αυτό. Όταν όμως μπαίνεις, υπάρχει ένα μάτι κάπου από πάνω που σου λέει ότι είναι ένα παιχνίδι όλα αυτά κι εσύ ξέρεις, κι ας ματώνεις, ότι το παιχνίδι είναι ένα από τα πιο σοβαρά πράγματα της ζωής».
«Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μένω μόνη μου, χωρίς σύντροφο. Πάντα ήμουν από τη μια σχέση στην άλλη, δεν μπορούσα να υπάρξω μόνη μου».
Στη Θεοδώρα δεν αρέσει να τη χαρακτηρίζει αυτό που κάνει, έχει ανάγκη να μη μιλά πολύ, εμπλέκεται σε όλο αυτό με έναν τρόπο πιο μοναχικό, κι ας σκέφτεται τη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ ‒ όχι τον ρόλο, τη διαδικασία, την ανεπάρκειά της, που απλώς δεν της αρέσει να μοιράζεται ούτε να αναλύει. «Καμιά φορά πιστεύω ότι η σιωπή δίνει περισσότερο χώρο στα πράγματα και στις σχέσεις των ανθρώπων επάνω στη δουλειά», λέει. «Μου αρέσει, ας πούμε, που στην αρχή ο Δημήτρης ξέρει να αφήνει χώρο στα υλικά μου και μετά να με καθοδηγεί για να τα πάει εκεί που πρέπει. Είναι ωραία η ενορχήστρωση που κάνει και η δραματουργική του θέση απέναντι ένα πλάσμα σχεδόν τραγικό που του επιβάλλονται οι εικόνες που έχουν οι άλλοι για εκείνο».
Στο χέρι της έχει ένα από τα πιο παράξενα τατουάζ που έχω δει, λέει ΜΑΧΗ, και δίπλα του ένα κουνελάκι. ΜΑΧΗ είναι τα αρχικά των ονομάτων τεσσάρων φίλων της και το έκανε ένα βράδυ που περνούσαν πολύ καλά μαζί, «μόνο έτσι θα μπορούσα να κάνω ένα τατουάζ». Σηκώθηκε από εκεί που καθόταν, μπήκε στο απέναντι μαγαζί και το χτύπησε.
Η παρόρμηση είναι μια λέξη-κλειδί στη ζωή της, ομολογεί ότι έτσι έχει πάρει τις μεγαλύτερες αποφάσεις, αλλιώς δεν θα αποφάσιζε ποτέ. Όταν νιώθει παρόρμηση μπορεί να σχετιστεί συναισθηματικά με τα πράγματα, αλλιώς μπορεί να τα αφήσει για πάντα έτσι, στον αέρα. Η ίδια το αποκαλεί αυτό «συναισθηματική τεμπελιά», λέγοντας πως «όσο πιο πολύ σκέφτεσαι τα πράγματα, τόσο αναλαμβάνεις μέσα σου την ευθύνη αυτού που ήθελες να κάνεις». Μου εξηγεί την έννοια λέγοντας ότι βαριέται να μιλά πολύ με τους φίλους της, λένε ελάχιστα μεταξύ τους και όσο πιο κοντά έρχεται με κάποιον, νιώθει ότι δεν θέλει να μιλήσει. Πιο εύκολα μιλά σε κάποιον που δεν ξέρει γιατί αισθάνεσαι ότι στον καινούργιο άνθρωπο ξαναγεννιέται η εικόνα σου, ξαναγίνεσαι καλύτερος, ενώ με έναν άνθρωπο που σε ξέρει πιο εύκολα βγάζεις τα κομμάτια που δεν ανέχεσαι.
Ωστόσο, όποιος τη γνωρίζει ξέρει ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει πάρει από πολύ νωρίς την ευθύνη του εαυτού της και τριών ακόμα πλασμάτων, δυο γατιών και ενός σκύλου, με τον οποίο είναι αχώριστη και την ακολουθεί και στο θέατρο. Ζει στα Εξάρχεια εδώ και πολλά χρόνια. «Έφευγα, ξαναερχόμουν, είναι σαν μαύρη τρύπα, αν πέσεις μέσα, δεν φεύγεις ποτέ, όποτε ζω εδώ. Δύσκολα θα βγω από την περιοχή, δύσκολα μετακινούμαι, δεν βγαίνω πια, δεν μπορώ να βρω χαρά στο να βγαίνω, νομίζω ότι είναι σπατάλη χρόνου. Βλέπω τους φίλους μου σε σπίτια και στο περπάτημα, οργανώνω διάφορα περπατήματα», λέει.
Το περπάτημα είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της, ίσως η μεγαλύτερη φιλοδοξία της είναι να ξεκινήσει να περπατά και να μη σταματήσει ποτέ. «Το όνειρό μου είναι να αρχίσω να περπατάω και να πάω προς Κωνσταντινούπολη με τα πόδια», λέει. Εννοείται πως δεν έχει ποδήλατο, δεν έχει αυτοκίνητο, ότι πάει στο γύρισμα, στην Κηφισιά, με τα πόδια. Το καλοκαίρι ξεκίνησε με δυο φίλους με sleeping bags από τα Γιάννενα και έφτασαν στον Αχέροντα, περπατώντας παραλιακά και ζώντας ταυτόχρονα μια φοβερή εμπειρία ελευθερίας. Το περπάτημα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής της ελευθερίας, έχει πολύ βαθιές ρίζες, όταν η μητέρα της έκανε αγροτικό σε ένα χωριό της Θεσσαλίας και η εξάχρονη τότε Θεοδώρα ξεκινούσε από το διπλανό χωριό με τα πόδια για να τη συναντήσει. «Από τότε το περπάτημα με κάνει πιο αυθόρμητη, με κάνει αυτεξούσια, το σώμα είναι το μέσον μου. Σκέφτομαι “γιατί δεν μπορώ να φύγω να πάω στη Χαλκίδα; Μπορώ”». Με το σώμα ως εργαλείο κίνησης και ανεξαρτησίας έχει γυρίσει όλη την Αθήνα. «Έτσι για πλάκα» ανεβαίνει στον Υμηττό για να πάρει αέρα και να ανατροφοδοτήσει ένα άλλο ουσιώδες κομμάτι της ζωής της, τη σχέση της με τη φύση.
«Υπάρχει μια εικόνα, από τις πρώτες μου αναμνήσεις. Είμαι στον Θεσσαλικό Κάμπο, το χώμα είναι ξεραμένο, με ρυτίδες, σαν γέρικο δέρμα, τα μπεκ ποτίζουν. Και θυμάμαι που ξάπλωνα κάτω στη γη και τα βαμβάκια μού φαίνονταν τεράστια γιατί δεν είχε ψηλά δέντρα εκεί. Όταν πήγαινα στο βουνό, στην άλλη μου γιαγιά, μάζευα μανιτάρια, πήγαινα στα ποτάμια, λάτρευα τα δάση», λέει.
Η Θεοδώρα ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν δύο χρονών. Εγγονή του Αριστοτέλη Χατούρα, του «Αρριανού», αντίπαλου του Ζαχαριάδη, και μιας γιαγιάς που βγήκε στο βουνό με τον Βελουχιώτη, πολιτικών προσφύγων έπειτα στην Τασκένδη, κόρη μιας γιατρού και ενός αρχιτέκτονα, όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα ακολούθησε τη μητέρα της στα μέρη της επαρχίας όπου έκανε το αγροτικό της. Πάντα ένιωθε ότι δεν είχε ρίζες, «ένιωθα να ανήκω και να μην ανήκω, οπότε το να αλλάζω πόλεις και μέρη είχε αυτή την ποιότητα ότι ήμουν περαστική και αυτό μου έδωσε μεγαλύτερη άνεση στο να μετακινούμαι και να επιβιώνω εύκολα, να επιβάλλω κάπως τον εαυτό μου. Βέβαια, αυτό με έκανε και πάρα πολύ κλειστή, νομίζω στ’ αλήθεια ότι δεν συνδεόμουν».
Τα παιδικά της χρόνια τα λέει «περίεργα», δεν ήθελε να αποδεχτεί την πραγματικότητα που ζούσε, οπότε το θέατρο ήταν ένα παιχνίδι για να την αποφεύγει. Δεν είχε ιδέα τι ήταν θέατρο, δεν είχε δει ποτέ, άρχισε να γράφει κάτι και μετά σκηνοθετούσε στη γειτονιά, ήταν το παιχνίδι της να φτιάχνει κόσμους στους οποίους δεν ένιωθε ότι ανήκε. Κάπως τα ’φερε η ζωή και στη Γ’ Λυκείου, ακολουθώντας μια φίλη της, πήγε σε ένα θεατρικό εργαστήρι. Ο συμπαθητικός κύριος που γνώρισε της είπε να δώσει εξετάσεις για ηθοποιός και η μητέρα της πήγε έξαλλη να του ζητήσει τον λόγο. Η μοίρα όρισε άλλα, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και η Θεοδώρα πήρε το πολυπόθητο διαβατήριο για την Αθήνα, για τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. «Πέρα από το ζωώδες αίσθημα που είχα απέναντι στη θεατρική πράξη, δεν είχα διαμορφώσει χαρακτήρα. Βγαίνοντας από τη σχολή αισθάνθηκα ότι δεν μου άρεσε το θέατρο, κάπως αλλιώς το φανταζόμουνα». Θα άφηνε το θέατρο μετά την πρώτη της τραυματική εμπειρία σε μια σειρά, αν δεν είχε κάνει δυο σπουδαίες συναντήσεις, με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, που της έδωσαν την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα περιβάλλον έμπνευσης, «επειδή για μένα το θέατρο είναι κάτι πολύ βιωματικό από τότε που ήμουν μικρή, το έκανα από ανάγκη, όχι γιατί ήθελα να είμαι ηθοποιός», λέει.
«Έτσι άρχισα να βλέπω διαφορετικά αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο, άρχισα να παρατηρώ και να με αφορούν πράγματα, δεν ήθελα να είμαι απλώς ηθοποιός αλλά να βρω ένα λόγο υπαρξιακό. Έπρεπε να καταλάβω για ποιον λόγο θα έπρεπε να χαίρομαι όταν ήμουν εκτεθειμένη για κάποιον λόγο πάνω στη σκηνή».
Της λέω ότι πριν από δέκα χρόνια είχε πει πως φοβάται τη μοναξιά. «Το είπα πριν από δέκα χρόνια, τώρα θα σου πω ότι δεν τη φοβάμαι, ότι έχω φτάσει σε ένα σημείο να την απολαμβάνω. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μένω μόνη μου, χωρίς σύντροφο. Πάντα ήμουν από τη μια σχέση στην άλλη, δεν μπορούσα να υπάρξω μόνη μου».
Πιστεύει βαθιά στην αντίφαση ως έννοια και πράξη ελευθερίας, εκεί πάνω μπορούν να χτιστούν οι πιο σημαντικές σχέσεις αν είναι δεδομένη, οι σχέσεις είναι πιο ουσιαστικές, δεν υπάρχει ο καλός, ο κακός και ο άσχημος, ποτέ δεν υπήρχαν. Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της αντιφατικό και του επιτρέπει να υπάρχει με αυτόν τον τρόπο, να είναι και καλή και κακιά και να μπορεί να αλλάζει γνώμη σε μια εποχή γεμάτη political correctness και στερεότυπα, να μετακινείται και να βλέπει τον εαυτό της και τους γύρω της με αλλιώτικο τρόπο. «Αν δεν κάνουμε αυτό το δώρο στον εαυτό μας μεγαλώνοντας, τι άλλο κάνουμε;» λέει και ξεκινάει για το βραδινό της περπάτημα με τον σκύλο της.
Η Θεοδώρα Τζήμου φωτογραφήθηκε μαζί με τη σκυλίτσα της, τη Φωφώ, στο σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά για τον «Θείο Βάνια» του Δημήτρη Καραντζά στο θέατρο Προσκήνιο. Πρωταγωνιστεί επίσης στη σειρά «Ο Παράδεισος των Κυριών» στον Alpha. Το κομμάτι που φοράει είναι από τη συλλογή 240791 by Eleni Kavvada / Make up artist: Έφη Αργυροπούλου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.