Η αλήθεια είναι ότι για έναν καλλιτέχνη του διαμετρήματος του Γιάννη Τσαρούχη, που, όπως είπε και η ανιψιά του και πρόεδρος του ιδρύματος που φέρει το όνομά του Νίκη Γρυπάρη, δεν έτυχε καμίας επίσημης τιμής από την πολιτεία όσο ζούσε, το να ταξιδεύει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε ένα νησί για να παραστεί στα εγκαίνια έκθεσης με έργα του είναι μια νίκη. Μια νίκη επί μιας πατρίδας που όχι μόνο δεν τιμά αλλά ούτε καν συνδράμει τους αγώνες καλλιτεχνών που δίνουν καθημερινή μάχη για επιβίωση, δημιουργικότητα και αναγνώριση του έργου τους. Μια πατρίδα η οποία ενίοτε είναι συνυπεύθυνη για κάθε λογής αντιξοότητες. Ο Γιάννης Τσαρούχης δεν αποτελεί εξαίρεση κι ας πέθανε έχοντας κατακτήσει τη σχεδόν καθολική αναγνώριση της ελληνικής κοινωνίας, αποτελώντας τρόπον τινά ένα αστέρι του ελληνικού Hall of Fame.
Έχουν περάσει ακριβώς 30 χρόνια από τον θάνατό του και το Ίδρυμα Μαρίκας και Πέτρου Κυδωνιέως της Άνδρου μόλις εγκαινίασε μια σπουδαία έκθεση με έργα του στο πλαίσιο του 25χρονου θεσμού «Πλοές» που κάθε καλοκαίρι φέρνει στο κυκλαδίτικο νησί Έλληνες εικαστικούς των μεταπολεμικών ετών σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Αθηνάς Σχινά. Τα φετινά εγκαίνια είχαν αυτή την ιδιαιτερότητα, δηλαδή μια επισημότητα λόγω της παρουσίας του κ. Προκόπη Παυλόπουλου αλλά και της νέας υπουργού Πολιτισμού κ. Λίνας Μενδώνη.
Το Σάββατο 27 Ιουλίου το απόγευμα, στις 19:30 ακριβώς (το πρόγραμμα άλλαξε την τελευταία στιγμή, μετακινούμενο ένα τέταρτο νωρίτερα για λόγους που μόνο η προεδρία της δημοκρατίας γνωρίζει), με τη συνοδεία μιας κουστωδίας προσωπικού ασφαλείας αλλά και ενός drone, κατέφθασε η «αυτού εξοχότης» (όπως εθιμοτυπικά τον προσφώνησαν από το μεγάφωνο) ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο επισκέπτης έχει την τύχη να βλέπει και να συγκρίνει αυθεντικά έργα (δανεισμένα από το Ίδρυμα Γιάννης Τσαρούχης) με τα πολλαπλά. Συχνά η διαφορά είναι συντριπτική
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί έξω από το παλιό αρχοντικό της οικογένειας Κυδωνιέως στον κεντρικό πεζοδρόμο της Χώρας της Άνδρου, ανάμεσά τους πολλοί «επώνυμοι» συμπολίτες μας, δημιουργώντας μια παράξενη και αναπάντεχη για τα δεδομένα της μικρής κοινωνίας αναστάτωση, η οποία μπορεί να ξέρει από δόξες και πλούτη, αλλά δεν έχει κάθε μέρα την πολιτειακή ηγεσία του τόπου στα μέρη της. Κι ας ήταν σύντομο το πέρασμά της, καθώς ο Πρόεδρος ήλθε και απήλθε με ελικόπτερο, βγάζοντας έναν ενδιαφέροντα λόγο σχετικά με τη συνεισφορά του σπουδαίου καλλιτέχνη και διανοητή στην ελληνική κλασική παιδεία. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για έναν «εμπνευσμένο» λόγο ‒δεν θα μπορούσε να είναι, αφού η επίσημη προσέγγιση στέκεται πάντοτε στην επιφάνεια‒ αλλά για μια ακαδημαϊκίζουσα ομιλία με ξύλινη γλώσσα στα όρια της αξιοπρέπειας. Έστω.
Λίγες ώρες νωρίτερα, ο συλλέκτης Δημήτρης Τσίτουρας (του οποίου αποκτήματα κυριαρχούν στην έκθεση) και η Αθηνά Σχινά μας είχαν ξεναγήσει σε αυτή την αντιπροσωπευτική και ιδιαίτερα καλοστημένη έκθεση 91 πρότυπων και πολλαπλών έργων του σημαντικού ζωγράφου της γενιάς του '30 και ευφάνταστου σκηνογράφου του θεάτρου και της όπερας.
Το σπίτι του Πέτρου και της Μαρίκας Κυδωνιέως εξωτερικά δεν μοιάζει με αρχοντικό, δηλαδή δεν το χαρακτηρίζει κάτι το μεγαλεπήβολο. Πρόκειται για ένα ωραίο αστικό σπίτι και μόνο όταν μπεις μέσα αναγνωρίζεις ότι όντως υπήρξε πλουσιόσπιτο. Τα ευρύχωρα και ψηλοτάβανα δωμάτιά του είναι ιδανικά για εκθεσιακή χρήση. Αυτή η «κιβωτός», λοιπόν, φέτος το καλοκαίρι έχει συγκεντρωμένο τον μικρόκοσμο του Γιάννη Τσαρούχη, παρουσιασμένο με έναν θαυμαστό τρόπο.
Νομίζω ότι αν μπει ένας ξένος, οποιοσδήποτε δεν γνωρίζει το έργο και την πορεία του, θα μάθει και θα δει όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τη διαδρομή αυτού του τόσο ιδιαίτερου καλλιτέχνη που επηρέασε καθοριστικά την ελληνική καλλιτεχνική ζωή από τη δεκαετία του '30 μέχρι τον θάνατό του, το 1989, αλλά και μέχρι σήμερα.
Κάθε δωμάτιο-εκθεσιακός χώρος έχει βαφτεί με παστέλ γήινα χρώματα που επέλεξε ο Σταμάτης Ζάννος μετά από ανάλυση των περίφημων «Θεατρίνων», έργου αφιερωμένου στον θρυλικό θίασο Λεμού που διέπρεψε κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Μέση Ανατολή αλλά και μεταπολεμικά και αποτελεί εικονογράφηση έκδοσης του «Καταστρώματος Β'» του Γιώργου Σεφέρη.
Συγχρόνως, έχει διακοσμηθεί με υπέροχα έπιπλα-αντίκες από το σπίτι του Δημήτρη Τσίτουρα («είπα στη γυναίκα μου, που διαμαρτυρήθηκε ότι άδειασα το σπίτι μας, ότι το καλοκαίρι δεν έχουμε επισκέψεις») που παραπέμπουν σε νεοκλασικά αρχοντικά, όπως και με βάζα με κλαδιά ελιάς και πικροδάφνες («άρεσαν και στον Γιάννη» συμπλήρωσε ο συλλέκτης), συνοδευμένα από πορσελάνινους κρίνους Μουράνο της δεκαετίας του '50. Πώς να μη συμπληρώνουν ιδανικά, λοιπόν, αυτήν τη σκηνογραφία οι μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι, που ακούγονται σε όλους τους χώρους;
Η συλλογή του Δημήτρη Τσίτουρα βρίθει από πολλαπλά έργα του Τσαρούχη, μεταξοτυπίες και λιθογραφίες. Πρόκειται για πρακτική που επιμελήθηκε ο ίδιος ο καλλιτέχνης καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας του (κι ας το θεωρούσε «εκπόρνευση» της τέχνης), σε στενή συνεργασία με ειδικούς τεχνίτες, ώστε να αποδοθούν όσο γινόταν πιο πιστά σε σχέση με το πρωτότυπο τα χρώματα και οι τονικότητές τους, προσφέροντας σε ένα ευρύτερο κοινό τη χαρά να έχει στην κατοχή του αγαπημένα έργα του.
Στη συγκεκριμένη έκθεση ο επισκέπτης έχει την τύχη να βλέπει και να συγκρίνει αυθεντικά έργα (δανεισμένα από το Ίδρυμα Γιάννης Τσαρούχης) με τα πολλαπλά. Συχνά η διαφορά είναι συντριπτική, τα χρώματα και κυρίως οι τονικότητές τους στις μεταξοτυπίες είναι διαφορετικά, αλλά έχει κι αυτό το ενδιαφέρον του. Έτσι, μπορεί να δει κανείς και να συγκρίνει την περίφημη «Αναχώρηση με οβάλ καθρέπτη» του 1970 σε 5 παραλλαγές, το «Τριαντάφυλλο του Montrouge» της ίδιας περιόδου, τους «Ποδηλάτες» από τα πρώιμα του έργα του 1936, τις μακέτες για τα μπαλέτα «Ζιζέλ» και «Συλφίδες», όπως και για το αρχαίο δράμα «Βάκχες» (με το προεδρικό μέγαρο ως παλάτι του Κάδμου), οι μεταξοτυπίες των οποίων είναι μεγαλύτερων διαστάσεων από τα πρωτότυπα έργα, το διάσημο «Δύο ναύτες στα βράχια», όπου ψάχνεις και δεν βρίσκεις τον δεύτερο ναύτη ‒μόνο τον έναν σε πρώτο πλάνο, με γυρισμένη την πλάτη‒, αλλά και την προσωπογραφία «Σπουδή για τον Μάνο» του 1967, της οποία η αναπαραγωγή είναι εξίσου σπουδαία με το πρωτότυπο.
Ανάλογης ποιότητας είναι και το ακόμα πιο διάσημο έργο ‒καθώς υπήρξε η αφίσα της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του Μακεδονικού Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης το 1981‒ «Ναύτης που διαβάζει» του 1980, αν και δεν ξεπερνάει το «Φτερωτό πνεύμα» του 1966.
Φυσικά, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα υπέροχα καφενεία του, όπως το «Καφενείον Νέον» του 1956 και το «Καφενείον Παρθενών στα Χαυτεία» του 1957 σε μεταξοτυπίες του 1982. Όπως και τρεις παραλλαγές της περίφημης «Θυσίας της Ιφιγένειας» του 1947, δηλαδή μία αυθεντική και δύο λιθογραφίες που ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και δεν τόλμησε να αποκαλύψει παρά αρκετά χρόνια αργότερα, διαφορετικά θα λογοκρινόταν.
Ενδιαφέρον έχουν και τα πορτρέτα του μοντέλου Ντομινίκ, τέσσερα από τα οποία προσωποποιούν τις εποχές του χρόνου. Ο νεαρός Γάλλος με τον οποίο συνεργάστηκε ο ζωγράφος τα χρόνια της δικτατορίας, όταν διέμενε στο Παρίσι, είναι και ο συνοδός του σε φωτογραφία του Ιουλίου του 1974 που πάρθηκε στο Λούβρο από τον φωτογράφο Τουρκοβασίλη. Σε αυτήν βασίστηκε για μια του αυτοπροσωπογραφία, λιθογραφία της οποίας επίσης εκτίθεται στην έκθεση. Συγκλονιστικό είναι και το έργο του à la manière de Vermeer «Η αντιγραφή του Τιτσιάνο» του 1971. Αλλά και το σπουδαίο «Ο τσάμικος και ο ζεϊμπέκικος», από τα πιο οικεία στο πλατύ κοινό έργα του.
Τα σουρεαλιστικά εργάκια-σπουδές που φιλοτέχνησε την περίοδο της πρώτης του διαμονής στο Παρίσι το 1936 με θέμα «Κενταυρομαχίες» δεν μοιάζουν με δημιουργίες του Τσαρούχη, γεγονός που τα κάνει ακόμα πιο ενδιαφέροντα. Άγνωστο στο πλατύ κοινό είναι και ένα χρυσό επιτραπέζιο ρολόι του 1870, στου οποίου τις τέσσερις γωνιές ο ζωγράφος ήδη το 1942 είχε απεικονίσει τις τέσσερις εποχές. Η λιθογραφία ενός «Σπιτιού στην παλιά Αθήνα» του 1949, όπου με ελάχιστες γραμμές προσδιορίζει ένα ολόκληρο μικροσύμπαν, δύο παραλλαγές του «Πενθούντος νέου» του 1977 σε φυσικό μέγεθος πάνω σε πανί, σειρά από ανυπόγραφα πορτρέτα γυναικών με παραδοσιακές ενδυμασίες (του Πόντου, της Αταλάντης και άλλων περιοχών) που ο ζωγράφος πουλούσε σε ένα μπακάλικο και ο Τσίτουρας εντόπισε και αγόρασε πολύ αργότερα, διασώζοντάς τα, αποτελούν μερικά από τα διαμάντια της έκθεσης της Άνδρου.
Γενικά, ο πιστός του φίλος και συλλέκτης (περίτρανη απόδειξη ένα σχέδιο της Σολωμονίδου-Μπαλάνου από την «Καθημερινή» που τους έχει μαζί σε παρουσίαση βιβλίου το 1984) είχε πολλές ιστορίες να μας διηγηθεί από το 1964 που τον πρωτογνώρισε μέχρι τον θάνατό του, όπως όταν του ζήτησε ένα λογότυπο για τη συλλογή του κι εκείνος δημιούργησε και του χάρισε ένα δάφνινο στεφάνι που αρχικά δεν άρεσε στον συλλέκτη, μέχρι που τον παρακάλεσε να προσθέσει χρώματα, όπως και έκανε. Σήμερα περιλαμβάνεται κι αυτό στην έκθεση. Ένας άλλος «μεγάλος» φίλος του ζωγράφου, ο Διονύσης Φωτόπουλος, παραχώρησε ένα δίπτυχο επάνω σε ξύλο με θέμα την Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο, μεταξοτυπίες του οποίου αντιπαραβάλλονται με το πρωτότυπο έργο.
Τα έργα με ναύτες δεν μπορούσαν να λείπουν, οι «μελέτες» του λευκού, όπως τα αποκαλούν οι συντελεστές της έκθεσης και αναφέρονται σε μια ιστορία με ένα μοντέλο που υπηρετούσε στο ναυτικό και έδωσε το έναυσμα στον Τσαρούχη να ασχοληθεί με το θέμα, είναι εκείνα με τα οποία τον ταύτισε ο απλός κόσμος που δεν ξέρει τη μεγάλη του πορεία μέσα στα χρόνια. Έτσι, το υπέροχο έργο σε φυσικό μέγεθος «Ναύτης στον ήλιο» του 1968/70 αντιπαραβάλλεται με τη μεταξοτυπία του. Βέβαια, αυτή δεν είναι η μόνη προσφιλής θεματική του ζωγράφου. Χορευτές του ζεϊμπέκικου και στρατιωτικοί, λαϊκοί νέοι άντρες στους οποίους αναζητούσε την αυθεντικότητα και τη λαϊκή κουλτούρα, όπως και στα καφενεία και τους ανδρώνες της εποχής, αναδεικνύονται μέσα από φόρμες αρχαιοελληνικές, βυζαντινές, αναγεννησιακές αλλά και μοτίβα από τον Καραγκιόζη.
Μια κουλτούρα και μια ολόκληρη εποχή που σήμερα ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν, που η νέα γενιά φοβάμαι πως δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να ανακαλύψει. Βέβαια, μια τέτοια έκθεση θα μπορούσε να αποτελέσει το ερέθισμα, καθώς τόσο ο χώρος του ιδρύματος όσο και η διάταξή του διαθέτουν γοητεία και οι νεαροί παραθεριστές θα μπορούσαν να καθυστερήσουν για λίγο το μπάνιο τους μια μέρα ώστε να δουν και να μάθουν τον Τσαρούχη. Το γεγονός όμως ότι η πολιτεία καθυστέρησε 30 και βάλε χρόνια να τιμήσει τον μεγάλο ζωγράφο ίσως να λειτουργεί αποτρεπτικά.
Info
Η έκθεση οργανώθηκε από το Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και τη Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα.
Επιμέλεια έκθεσης: Αθηνά Σχινά, Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού (ΕΚΠΑ)
Τον σχεδιασμό των εκθεσιακών χώρων είχε ο Σταμάτης Ζάννος.
Διάρκεια έκθεσης: Σάββατο 27 Ιουλίου μέχρι Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019
Ώρες λειτουργίας: 10.30 – 14.30 & 18.30 – 21.30 καθημερινά, εκτός Τρίτης.
σχόλια