Το πρωινό είναι ηλιόλουστο και η ησυχία έχει απλωθεί παντού. Η οδός Πλουτάρχου στο Μαρούσι είναι ένας δρόμος ήπιας κυκλοφορίας, όπως αναγράφει η ενημερωτική πινακίδα.
Στον αριθμό 28 ξεπροβάλει η ιστορική κατοικία και εργαστήριο-ατελιέ του Γιάννη Τσαρούχη. Στην είσοδο με υποδέχεται η ανιψιά του μεγάλου εικαστικού και πρόεδρος του Ιδρύματος Τσαρούχη, Νίκη Γρυπάρη.
«Φτάνοντας στην Αθήνα ήμουν πανευτυχής, παρ' όλη την κούραση. Αμέσως έτρεξα στο Μαρούσι ν' αγοράσω ένα οικόπεδο που βρισκόταν κοντά στην Πεύκη. Δυστυχώς, το οικόπεδο ήταν εξ αδιαιρέτου και ήταν άνθρακες ο θησαυρός.
»Τέλος, ο μεσίτης του Αμαρουσίου μου βρήκε ένα άλλο, Πλουτάρχου 28. Εστοίχιζε 70.000 και με τα συμβολαιογραφικά 80.000. Ο θησαυρός του θριάμβου μου στο Παρίσι ήταν όλα κι όλα 30.000. Έπρεπε να 'χω 50.000 ακόμα και μου έλειπαν.
»Από το αδιέξοδο με έσωσε ο Μαρίνος Καλλιγάς, διευθυντής της Πινακοθήκης τότε. Μου παρήγγειλε ένα "Καφενείο" μεγάλο και θα μου έδινε τα λεφτά μπροστά, αλλά για παν ενδεχόμενο θα έδινα ενέχυρο πέντε καλά έργα. Έτσι αγοράστηκε το οικόπεδο του Μαρουσιού.
Ατίθασο πνεύμα, αιρετικός, ανήσυχος, σκληρός, γενναιόδωρος, αυστηρός, λάτρης της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας αλλά και άνθρωπος που φημιζόταν για την γοητευτική του φιλοξενία. Το σπίτι του πάντοτε ήταν ένα μεγάλο σαλόνι που περιλάμβανε φίλους, καλλιτέχνες και μεγάλες προσωπικότητες.
»Επιτέλους, είχα ένα οικόπεδο. Τώρα έπρεπε να βρω με ποιες μηχανές θα έβρισκα λεφτά για να χτίσω ένα ατελιέ. Δεν ήταν από ματαιοδοξία αλλά από ανάγκη τεχνική», είχε πει ο ίδιος ο ζωγράφος για το σπίτι του Αμαρουσίου.
«Αισθανόταν την ανάγκη να κάνει μεγάλου μεγέθους έργα. Το σπίτι του ήθελε να το χτίσει σαν τις παλιές κατοικίες του Αμαρουσίου, με αυλή εσωτερική και γύρω-γύρω χαμηλά δωμάτια και λίγο υπερυψωμένο το ατελιέ για το φως. Μάζεψε σχέδια και φωτογραφίες από τα παλιά μαρουσιώτικα σπίτια, αλλά, δυστυχώς, οι οικοδομικές διατάξεις ματαίωσαν τα σχέδια του. Έτσι, για να σωθεί η κατάσταση, όπως είχε πει ο ίδιος, του έδωσε μια μορφή νεοκλασική», μου λέει η κυρία Γρυπάρη καθώς καθόμαστε σ' ένα από τα διάσπαρτα μάρμαρα του κήπου.
Το Ίδρυμα αποφάσισε να ανοίξει τις πόρτες του για το κοινό ύστερα από σχεδόν έξι χρόνια. «Η πρωτοβουλία ανήκει στην "Documenta 14" η οποία αναζήτησε χορηγούς στο εξωτερικό ώστε να γίνουν οι πρώτες επισκευές. Σε συνεργασία λοιπόν με τη "CFCOMPANY" καταφέραμε να επισκευάσουμε την οικοδομή ενώ η προσπάθεια εξεύρεσης πόρων συνεχίζεται προκειμένου κάποια στιγμή να ολοκληρωθούν πλήρως οι εργασίες και να γίνει ένα σύγχρονο και επισκέψιμο μουσείο», εξηγεί η κυρία Γρυπάρη.
Ο Γιάννης Τσαρούχης ίδρυσε το 1981 το ομώνυμο ίδρυμα και δώρισε σ' αυτό το σπίτι του, αλλά κι έργα δικά του και άλλων φίλων του ζωγράφων που είχε στη συλλογή του. Για να ανοίξει το 1982 σαν μουσείο κατασκεύασε το μπαλκόνι, έβαλε μάρμαρα και χώρισε το σπίτι του από τους εκθεσιακούς χώρους.
Διοργάνωσε και επιμελήθηκε ο ίδιος τις εκθέσεις που έγιναν στον πρώτο όροφο και το δώμα αφού μελέτησε και βρήκε τον τρόπο ανάρτησης των έργων του στους τοίχους και πώς θα φωτίζονται.
Επίσης, στις βιτρίνες εκτίθενται φωτογραφίες από τις εκθέσεις του ιδρύματος οι οποίες κρατούσαν έναν με τρεις μήνες ώστε τον υπόλοιπο χρόνο να δουλεύει στο εργαστήρι του.
Όπως είχε σημειώσει εμφατικά: «Έκανα ένα Μουσείο, σκεπτόμενος ότι ποτέ κανένα Μουσείο δεν θα εκθέσει αξιοπρεπώς και πρεπόντως τα έργα μου, ίσως και καθόλου. Είναι ένα έργο παρά φύσιν αυτό που έκανα, αλλά αμφέβαλα αν ο φυσικός νόμος θα λειτουργούσε για τα έργα μου. Θέλω να πω, είναι ακόμα ζωηρά στα αυτιά μου τα λόγια της αποδοκιμασίας των ειδικών για μένα».
Πριν ξεκινήσει η κυρία Γρυπάρη να με ξεναγεί στην ιστορική κατοικία, παρατηρώ στο δεξιό παράθυρο του πρώτου ορόφου, μια ανδρική μορφή να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πεύκα του κήπου. Η ανιψιά του Γιάννη Τσαρούχη θα μου πει ότι πρόκειται για μια ψευδαίσθηση και τότε με καλεί να ανέβουμε στον πρώτο όροφο για να μου πει την ιστορία του.
Πράγματι, στο χώρο του πρώτου ορόφου βρίσκεται το αυθεντικό «παράθυρο», ξεφτισμένο, εντυπωσιακό, αλλά χρήζει άμεσης συντήρησης.
«Είναι ένα ζωγραφικό έργο του Τσαρούχη το οποίο είχε εξαπατήσει πολλές φορές τον ταχυδρόμο του σπιτιού. Όταν ερχόταν τα πρωινά για να αφήσει τα γράμματα συχνά η οικία ήταν κλειστή. Κάποιες μέρες αργότερα, όταν έβλεπε τον Τσαρούχη του φώναζε ότι παρ' όλο που υπήρχε κάποιος και τον κοιτούσε από το παράθυρο, δεν του άνοιγε την πόρτα για να μπει», αφηγείται γελώντας η κυρία Γρυπάρη.
Σε όλους τους χώρους κυριαρχεί το πνεύμα του στοχαστή της ελληνικότητας. Στην συνέχεια η κυρία Γρυπάρη αποσαφηνίζει ότι κάποτε στο ισόγειο ήταν οι προσωπικοί του χώροι: η κουζίνα, το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο κι η βιβλιοθήκη, ενώ στον πρώτο όροφο και το δώμα ήταν το εργαστήριό του.
Αναντίρρητα, οποιοδήποτε σημείο του σπιτιού κρύβει και μια ιστορία. Το φως, οι σκιές, τα χρώματα συνθέτουν, κάθε στιγμή, το σκηνικό μιας εποχής.
Παράλληλα, βλέποντας από κοντά τα προσωπικά του αντικείμενα όπως τα μπλοκ, τις μπογιές, τις μάσκες, τις πρόκες, τα εργαλεία, το κουδούνι του, τα σωληνάρια, τις ζωγραφικές σκόνες, τα δείγματα χρωμάτων, τα πινέλα του, τα γυαλιά με τον χοντρό σκελετό, το χαρακτηριστικό του ψάθινο καπέλο ή την αγαπημένη του φωτογραφική μηχανή, εισχωρείς στο μαγικό σύμπαν του μεγάλου ζωγράφου. Ενός ανθρώπου που ξεχώριζε όχι μόνο για την ζωγραφική του αλλά και για τον τρόπο ζωής του.
Ατίθασο πνεύμα, αιρετικός, ανήσυχος, σκληρός, γενναιόδωρος, αυστηρός, λάτρης της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας αλλά και άνθρωπος που φημιζόταν για την γοητευτική του φιλοξενία. Το σπίτι του πάντοτε ήταν ένα μεγάλο σαλόνι που περιλάμβανε φίλους, καλλιτέχνες και μεγάλες προσωπικότητες.
«Ήταν ένας άνθρωπος που το τίποτα το μετέτρεπε σε "κάτι"», υπογραμμίζει η κυρία Γρυπάρη, ενώ ταυτόχρονα μου ξεκαθαρίζει ότι οτιδήποτε παρατηρώ γύρω μου στοχεύει στην πλήρη αναβίωση του εργαστηρίου του κορυφαίου εικαστικού.
Ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν μια προσωπικότητα που εμπνεόταν από πηγές συγκίνησης, μεταφυσικής χαράς, ανθρώπινης μορφής και χρησιμοποιούσε τη χρωματική καθαρότητα. Γοητευόταν από το λευκό χρώμα και του άρεσε να ζωγραφίζει γυμνά σώματα γιατί πίστευε ότι «έτσι μπορείς να κατανοήσεις τη ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου».
«Μόνον όταν επιθυμώ κάτι, μπορώ να ζωγραφίζω», συνήθιζε να λέει, ενώ σε μια παλαιότερη συνέντευξή του είχε υποστηρίξει: «Τα πράγματα μας καλούν σε μια μέθη, σε έναν ενθουσιασμό και σε ένα παραλήρημα. Το να ελευθερώνεται κανείς από τους φόβους και να εκφράζει αυτό το παραλήρημα είναι νομίζω αυτό που ονομάζω εξομολόγηση του καλλιτέχνη. Και γενικώς να ενώνω τη ζωή μου με την παιδική μου ζωή, να μη χωρίζεται με ένα παραπέτασμα σιδερένιο η παιδική ζωή με τη ζωή του ενηλίκου».
Στους τοίχους του πρώτου ορόφου αλλά και στο δώμα περιεργάζομαι τους κρεμασμένους πίνακες με τα μοντέλα που πόζαραν για τον Γιάννη Τσαρούχη, όπως η περίφημη Δέσποινα που ήταν εκεί στα εγκαίνια που έγιναν το προηγούμενο Σάββατο.
Επίσης, ξεχωρίζουν ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Διονύσης Φωτόπουλος κι ο Αντώνης που δούλευε στην οικοδομή του σπιτιού. Αλλά και εικόνες και φωτογραφίες από τη ζωή στο Παρίσι και από στιγμές της καθημερινότητάς του στο σπίτι αυτό.
Στις 20 Ιουλίου 1989 ο γνωστός εικαστικός φεύγει από την ζωή. Η κυρία Γρυπάρη θυμάται ότι: «ακόμη και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, όπου η νόσος Πάρκινσον του είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα, μιλούσε σε όλο τον κόσμο, είχε μάθει ακόμη και τις ιστορίες των ασθενών που βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο του νοσοκομείου Γ. Γεννηματάς».
Λίγο πριν την αποχαιρετίσω, της ζητώ να μου πει τι κρατά περισσότερο από εκείνον ως ισχυρή ανάμνηση. Μ' ένα μελαγχολικό βλέμμα η κυρία Γρυπάρη θα μου απαντήσει: «"Νίκη, μην εμπιστεύεσαι ποτέ κανέναν". Είναι μια φράση που δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Info
Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Πλουτάρχου 28, Μαρούσι, 210 8062636-7
Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα ως Παρασκευή 9.00 – 14.00
Τιμή εισιτηρίου: 3 ευρώ