Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Γιανούλη Χαλεπά (1851-1938), εμβληματικής μορφής στον χώρο της νεοελληνικής γλυπτικής, δημιουργού της διάσημης Κοιμωμένης στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Η επέτειος προσφέρει στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) την ευκαιρία να συνεργαστεί με την Εθνική Πινακοθήκη-Μουοείο Αλεξάνδρου Σούτσου.
Για την έκθεση, με τίτλο «Γιανούλης Χαλεπάς: επιστροφή στον Πύργο», στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας (18.7-30.9), πρωτότυπα έργα του καλλιτέχνη σε γύψο αλλά και σχέδια, από τις πλούσιες συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, ταξιδεύουν για πρώτη φορά στην Τήνο.
Ταυτόχρονα, εξέχουσα θέση κατέχουν τριάντα πέντε αδημοσίευτα σχέδια με μολύβι του Χαλεπά, τα οποία αποτέλεσαν το έναυσμα για την έκθεση, όταν τα εμπιστεύτηκαν στο ΠΙΟΠ ο Νικόλαος και η Κατερίνα Δούκα. Αυθεντικές φωτογραφίες από το αρχείο του Κωνσταντίνου Π. Καλαϊτζίδη, που επίσης παρουσιάζονται στο κοινό για πρώτη φορά, εμπλουτίζουν την έκθεση.
Ο Γιανούλης φιλοτέχνησε σημαντικό μέρος του έργου του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο της Κέρκυρας και πριν από την εγκατάστασή του στην Αθήνα.
Η επιλογή έχει μιαν αδιαμφισβήτητη μοναδικότητα: αφενός τοποθετεί τα έργα του Χαλεπά στον «φυσικό» τους χώρο, στην πατρίδα του, στον Πύργο της Τήνου, αφετέρου τα ενώνει με έργα ομότεχνων συγχωριανών του αλλά και με τεκμήρια του πατέρα του, Ιωάννη Χαλεπά. Ο Γιανούλης φιλοτέχνησε σημαντικό μέρος του έργου του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο της Κέρκυρας και πριν από την εγκατάστασή του στην Αθήνα.
― Από το σημείωμα της διευθύντριας του ΠΙΟΠ κ. Σοφίας Στάικου στον κατάλογο της έκθεσης
Ο νόστος του Γιαννούλη Χαλεπά
Η εικόνα ιου Πανούλη Χαλεπά ανακαλεί στη μνήμη μου συνειρμικά τη μορφή ενός άλλου «αγίου», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Είναι συγκαιρινοί, αλλά οι δρόμοι τους δεν τέμνονται. Οι λιγοστές φωτογραφίες που έχουμε και από τους δυο εμφανίζουν δυο σεβάσμιους γενειοφόρους γέροντες με βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, που προδίδει ωστόσο διαφορετική θέα για τον καθένα. Η εσωστρέφεια του σκιαθίτη καλόγερου είναι ενδοσκοπικά γαλήνια στοχαστική. Το βλέμμα του Χαλεπά, αντίθετα προδίδει την αγωνία του ανθρώπου που αντικρίζει τα προσωπικά του φαντάσματα, τους εφιάλτες του. Και οι δυο «λάξεψαν» το έργο τους σε μια «ύλη» που θα μπορούσε να ακυρώσει a priori κάθε πρωτοτυπία, κάθε δημιουργική πνοή: ο ένας, ο γλύπτης, στο ψυχρό ύφος του ακαδημαϊκού νεοκλασικισμού, ο άλλος, ο λογοτέχνης, στην ακαδημαϊκή γλώσσα της καθαρεύουσας. Και οι δυο κατάφεραν, όχι μόνο να υπερβούν τα εμπόδια και τους περιορισμούς του ύφους και της γλώσσας, αλλά και να αποδείξουν ότι ο αληθινός δημιουργός μπορεί να εμφυσήσει ζωή σ' ένα εκφραστικό όργανο που έμοιαζε νεκρό και απολιθωμένο από καιρό.
Ο Γιανούλης Χαλεπάς, υπερβαίνοντας τις αντιρρήσεις του πατέρα του, ο οποίος, αξιοποιώντας την παράδοση των Τηνίων, είχε δημιουργήσει μια κερδώα επιχείρηση μαρμαροτεχνίας, μπόρεσε να πραγματοποιήσει λαμπρές σπουδές. Αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, με δάσκαλο τον εξαίρετο νεοκλασικό γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, και αργότερα στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, πλάι στον επίσης κλασικιστή γλύπτη Max Ritter von Widnmann.
Ο Γιανούλης Χαλεπάς ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που δεν ξεκινούν τη δημιουργία τους με πρωτόλεια έργα. Από την πρώτη στιγμή η τέχνη του παρουσιάζει απροσδόκητη ωριμότητα. Τα έργα που έχουν διασωθεί ακέραια από την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του είναι τέλεια από τεχνική άποψη, ενώ παράλληλα διαθέτουν εκείνη την άρρητη και ασύλληπτη πνοή που ξεχωρίζει το αριστούργημα από το απλώς άρτιο έργο. Εκείνο ακριβώς το στοιχείο που δικαιώνει τον ισχυρισμό ότι «η τέχνη είναι η μεταφυσική της τεχνουργίας».
Ένας νέος, είκοσι τεσσάρων ετών, είναι ο δημιουργός του έξοχου και πολυβραβευμένου συμπλέγματος με θέμα τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα (1875).
Το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας (1875), άλλο πρώιμο αριστούργημα του γλύπτη, μαρτυρεί βαθιά γνώση της φειδιακής γλυπτικής. Το τρίτο αριστούργημα του Χαλεπά από αυτή την πρώιμη περίοδο είναι η θρυλική και πολυφίλητη Κοιμωμένη (1877), επιτύμβιο άγαλμα που γαληνεύει ακόμη τον ύπνο της νεαρής Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Το αλάνθαστο ένστικτο του λαού αναγνώρισε στην Κοιμωμένη μια κορυφαία στιγμή της ιστορίας της ελληνικής γλυπτικής. Ο δαιμονικός Σάτυρος, έργο με διεισδυτική ψυχολογία στην έκφραση, ανήκει επίσης στα πρώιμα αριστουργήματα του γλύπτη.
(...)
Ο Χαλεπάς. όπως είναι σήμερα γενικά αποδεκτό από την κριτική, έχει εξασφαλίσει με το ώριμο έργο του περίοπτη θέση στην ιστορία του ελληνικού μοντερνισμού. Αυτή την αναγνώριση δεν την οφείλει τόσο στην ανατρεπτική διαχείριση του παραδοσιακού θεματικού ρεπερτορίου, όσο στην πλαστική αντίληψη της φόρμας, που είναι «αρχαΐζουσα», νεωτερική και «μοντέρνα». Φαίνεται πως η απόσταση που χωρίζει τον τέλειο νεοκλασικό γλύπτη του Σάτυρου και της Κοιμωμένης από τα τολμηρά γυμνάσματα της αλγεινής ωριμότητάς του δεν εξισώνεται με το απόλυτο κενό. Η φρενοβλάβεια, η μοναξιά, η σιωπή, «ο πόνος που είναι άνδρας», όπως έλεγε, λειτούργησαν σαν μυστικό εργαστήρι απ' όπου αναδύθηκε ένας αναγεννημένος, ένας άλλος Χαλεπάς.
― Από το σημείωμα της κ. Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, Διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλέξανδρου Σούτσου