Άσχετο, αλλά το άρθρο έγινε αφορμή να μάθω μια πολύ ενδιαφέρουσα λέξη: "ελεεινολογώ"ελεεινολογώ [eleinoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : μιλώ χαρακτηρίζοντας και περιγράφοντας κπ. ή κτ. ως ελεεινό, άξιο οίκτου, συμπάθειας ή περιφρόνησης· οικτίρω. ANT μακαρίζω: Kοίταζε κουνώντας το κεφάλι της, σαν να ελεεινολογούσε την κατάντια τους.[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐλεεινολογοῦμαι]Πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CF%8E&dq=