ουσ θ κατάληψη [ka'talipsi]κυρίευσηη κατάληψη κτιρίου κάνω κατάληψη μένω παράνομα σε ακατοίκητο κτίριο...η κατάληψη είναι εξ ορισμού παράνομη πράξη (απ´ όσο ξέρω δηλαδή, γιατί το τελευαταίο διάστημα ο Μορμόλης θα με τρελάνει).
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon