Και κλάμα η κυρία, για τα σκουριασμένα μερσεντικά και την ρημαγμένη αφθονία, που την φάγανε οι τζαναμπέτηδες πολιτικοί και από τα λούσα, τις τρέσες και τις μπιζουτιέρες της Μπελ Επόκ, ξαφνικά γυρίσαμε πάλι στα ασπρόμαυρα δράματα του ‘60, τότε που τα σοσιαλ μεδια ήταν τα κοντινότερα περίπτερα της ΕΒΓΑ και για να στείλεις μήνυμα έπρεπε πρώτα να περάσεις από το ταχυδρομείο, όμως οι δρόμοι μύριζαν από ασβέστη, ντομπροσύνη, τίμιο ιδρώτα και πιάναμε την ζωή από τα κέρατα χωρίς να σκαμπάζουμε από λαιφσταιλίκια και ‘εναλλακτικές προτάσεις’ από μαγκαζίνα και τελεοράσεις …όπως τότε που ο κυρ-Μελέτης, κουτσαβάκη από την κάτω Τρούμπα, πρόβαλε σε καραβόπανο με τη φράγκικη κάμερα του παράνομα καουμπόικα και ρομάτζα των μακαρονάδων, στην ταράτσα στο κονάκι του. Kαι γέμιζαν οι νύχτες μας από ποπκόρνια και γκαζόζες, βλέποντας τους Πίπο και τους Μαρτσέλο να σουλατσάρουν στην οθόνη και να σπικάρουν τα αμερικανικά. Και μετά τον σινεμά, δώστου νταβαντουρι στον μαχαλά, δώστου βόλτες με τα μοτοσακό για να κάνουμε φιγούρα στις ντελικάτες μανταμίτσες που πασπάτευαν γιαουρτόμελο λίγο έξω απο του Φλόκα, ενώ εμείς μπατιράκια που μόνο βότσαλα και αυτοκόλλητα πανινι είχαμε στις τσέπες, βουτούσαμε τις φρατζόλες σε τυροκαυτερές για σκερτσάρουμε την λιγούρα μας, αλλά είχαμε το κούτελο μας καθαρό και ας καβουρντιζόταν το κορμί μας στις οικοδομές και στα νταμάρια και στα παπόρια, γιατί δεν είχαμε μυαλό για καλέμια και ουφίτσια, αλλα μονο για περιτριγυρίζουμε με σκαμπρόζικο ύφος τις σουφραζέτες από τας δυτικάς συνοικίας. Και το Μαριώ...Αχ το Μαριώ! Έπλεκες σαλαμάστρα τα μαλλιά της, φρέσκο αγιάζι το βλέμμα της με ματοτσίνορα σαν πευκοβελόνες και ξεχείλιζε σαν μποστάνι το στήθος της και όπου περνούσε μοσχοβόλα ο τόπος από βασιλικό και θυμάρι. Ps. Ευχαριστώ Αντώνη Βαβαγιάννη για την έμπνευση