(συνεχίζω με την ελπίδα ότι έχεις πολλή υπόμονη!!)Συμφωνώ ως προς το ότι οι συντριπτικά περισσότεροι από όσους έχουν τις σχετικές απόψεις δεν θα ασκήσουν τελικά βία οι ίδιοι. Συμφωνώ απόλυτα! Γι'αυτό χρησιμοποίησα τα "προτείνω" και "επιδοκιμάζω" αντί για άλλα ρήματα. (Είναι αρχή, δεν διαφωνούμε ποτέ με το Fight Club!;)) Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το πιο ελαφρύ «δεν διαφωνώ» - υπάρχουν διαβαθμίσεις. Αλλά δεν με παρηγορεί. Τι να το κάνω το ότι δεν θα ασκήσουν βία οι ίδιοι αν η στάση τους απέναντι στη βία των άλλων (των λίγων) είναι στην καλύτερη ανεκτική; Το πρόβλημα δεν απορρέει από το ενδεχόμενο να προβούν οι έχοντες εθνικιστικές/ρατσιστικές αντιλήψεις σε βίαιες πράξεις οι ίδιοι, αλλά από την τάση -άμεσα συναρτημένη με αυτές τις αντιλήψεις- να συμφωνούν λιγότερο ή περισσότερο με βίαιες ενέργειες όταν προβαίνουν άλλοι (η μικρή μειοψηφία των σκληροπυρηνικών χρυσαυγιτών) σ'αυτές. Αν ασκεί άλλος τη βία, δεν έχουμε λερώσει οι ίδιοι τα χέρια μας άμεσα/εξόφθαλμα και μπορούμε ταυτόχρονα να πείθουμε τον εαυτό μας ότι δεν φέρουμε εμείς την ευθύνη της πράξης παρότι (στην καλύτερη) δεν διαφωνούμε μ’αυτήν. Άλλος έδειρε/μαχαίρωσε – εμείς μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοεικόνα μας ως πολιτισμένων επειδή δεν συμμετείχαμε έμπρακτα και ταυτόχρονα να ανακουφιζόμαστε που βρέθηκε κάποιος άλλος να το κάνει. Στον λόγο, αυτό συνήθως μεταφράζεται στο "ναι μεν (…), αλλά (κι εδώ μπαίνει αυτό που πραγματικά θέλω να πω κρυμμένο πίσω από την πολιτικά ορθή φράση που έχει προηγηθεί)". (Είναι σαφές ότι οι «ναιμεναλλάδες» δεν αφορούν μόνο τη δεξιά, είναι πολύ γενικότερο πρόβλημα.) Παράδειγμα για το προκείμενο θέμα: «Ναι μεν δεν είναι όλοι οι μετανάστες κακοί, αλλά πολλοί είναι» ή «Ναι μεν δεν συμφωνώ με τις πρακτικές της ΧΑ, αλλά δεν ασχολείται άλλος». Άρα: «Ε, αφού είναι πολλοί, οι περισσότεροι δηλαδή, αν φάει ξύλο και κανείς που δεν πείραξε κανέναν, τι να κάνουμε; Άλλωστε, ήταν πιθανό να πειράξει κάποιον τελικά» και «Αφού δεν ασχολείται άλλος, έχω δίκιο να ψηφίζω ΧΑ, δεν φταίω καθόλου εγώ, είμαι μια χαρά σε όλα μου, δεν είχα άλλη επιλογή». Αν δεν υπήρχε άλλη επιλογή, θα ψήφιζε όλη η Κυψέλη ΧΑ. Όσοι δεν την ψηφίζουν είναι ατρόμητοι ή εκτός τόπου και χρόνου; Είναι ήρωες, και δεν μπορούμε να απαιτούμε να γίνουν και οι υπόλοιποι; Όχι, κι εκείνοι φοβούνται, κι εκείνοι πιστεύουν ότι η μεταναστευτική μας πολιτική είναι ανύπαρκτη, κι εκείνοι πιστεύουν ότι δεν μπορεί η χώρα να βοηθήσει/αφομοιώσει τόσο εξαθλιωμένο κόσμο, κι εκείνοι εκνευρίζονται με τις ταμπέλες των υστερικών. Αλλά εκείνοι δεν κατέληξαν ότι «δεν γίνεται αλλιώς, θα ψηφίσω αυτούς που χύνουν αίμα όπως λόγω πεποιθήσεων ήθελαν να κάνουν και *πριν* προκύψουν οι δύσκολες συνθήκες», και αν κάποιοι ανάμεσα τους καταλήξουν εκεί τελικά (θα γίνει δυστυχώς), και πάλι θα πρέπει να βρεθεί μια ερμηνεία για όσους δεν θα το κάνουν. Οι συνθήκες και τα προβλήματα είναι ίδια για όλους. Αν η αιτία της διαφοροποίησης στην τελική επιλογή, στην κάλπη, δεν είναι οι προϋπάρχουσες πεποιθήσεις, ποια είναι; (Σημειωτέον ότι, αν και δεν θα το μάθουμε ποτέ, δεν πιστεύω ότι θα τους ψηφίσει ποτέ η Δημουλά) Δεν πιστεύω ότι είμαστε εγγενώς ξενοφοβικοί περισσότεροι απ’ό,τι είναι ένας οποιοσδήποτε άλλος λαός. Είμαι της άποψης ότι όλοι οι άνθρωποι απέναντι στο ξένο, στο ανοίκειο (από κάτι μικρό, όπως μια ασυνήθης για τις παραστάσεις μας κόμμωση, έως κάτι μεγάλο, όπως είναι η φυλή) νιώθουμε φόβο πολύ πριν νιώσουμε την περιέργεια να το εξερευνήσουμε. Δεν φοβάμαι την ξενοφοβία – θα ήταν υποκριτικό. Φοβάμαι την ξενοφοβία, τον οποιοδήποτε φόβο, το θυμικό γενικώς *όταν* γίνεται πεποίθηση. Και για να γίνει πεποίθηση, πρέπει να υπάρχει υπόστρωμα (να μην έχει χαλιναγωγηθεί το ένστικτο μέσα από την εκπαίδευση, τον εκπολιτισμό) πριν γίνουν πρόσφορες οι συνθήκες. Ανεξάρτητα από το *αν*, με τι τρόπο και με τι ποσοστά επιτυχίας αντιμετωπίζεται η ξενοφοβία σε άλλες χώρες, εδώ φοβάμαι ότι σε επίπεδο εκπαίδευσης δεν έχει γίνει καλή δουλειά. Οι συνθήκες, οι παραλείψεις, τα προβλήματα έρχονται να επικαθήσουν σε μια ήδη προβληματική κοσμοθεωρία. Χωρίς την τελευταία, δεν θα οδηγούσαν σε τόσο απάνθρωπη επιλογή σε τέτοια έκταση. Μακάρι να κάνω λάθος, και ο φόβος να είναι απλώς φόβος και να μην έχει γίνει πεποίθηση σε μεγάλο βαθμό.