"υποβολαιμικό σοκ": "υποβολαιμικό" από το "hypovolemic", που με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη που απαρτίζεται από τα hypo+volume+hemia (υπό-βολ-αιμία--καμία σχέση με το "λαιμός", δηλαδή).Hypovolemia: a state of decreased blood volume; more specifically, decrease in volume of blood plasma.υποογκαιμικό σοκ ή υποογκαιμική καταπληξία, αιματογενής καταπληξία, ολιγαιμική καταπληξία, αιμορραγικό σοκ.