Έχασα κι εγώ τη μητέρα μου από καρκίνο. Ενάμιση χρόνο μαζί, χέρι-χέρι, στις χημειοθεραπείες, στις ακτινοθεραπείες, στον πόνο, ως το τέλος. Έφυγε πριν από δέκα μήνες. Πριν από λίγες μέρες, ξύπνησα το πρωί και το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, πριν καλοανοίξω τα μάτια μου ακόμα, ήταν: ῾῾Να πάρω τη μάνα ένα τηλέφωνο, τόσες μέρες έχουμε να μιλήσουμε, θα ᾽χει ανησυχήσει῾῾. Και δεν τα ᾽χω χαμένα. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Δεν υπάρχει άλλος πόνος σαν κι αυτός, για έναν άτεκνο τουλάχιστον ή για ένα γονιό που δεν δυστύχησε να δει τα παιδί του να υποφέρει. Να χάνεις τη μάνα σου, να τη βλέπεις να φεύγει μέρα με τη μέρα και στο τέλος να σβήνει στα χέρια σου. Τη μια στιγμή να είναι εκεί, την άλλη να μην είναι. Και μετά, η απουσία της να είναι τόσο έντονη που να την αισθάνεσαι σχεδόν σαν παρουσία, αλλά παρουσία αόρατη μιας και δεν μπορείς να την αγγίξεις, να της μιλήσεις, να τη μυρίσεις... Άλλος πόνος κι αυτός, να ανοίγεις τη ντουλάπα της και να τη μυρίζεις ακόμα, σαν να μην έφυγε ποτέ. Δεν πρόλαβα να κάνω τα ευτυχισμένα πράγματα που είχα ονειρευτεί ότι θα έκανα για κείνη (δώρα, ταξίδια). Αυτό που μου ᾽λαχε να προσφέρω στη μάνα μου ήταν παρηγοριά και τίποτα άλλο. Μακάριοι όσοι μπόρεσαν κι όσοι μπορέσουν να προσφέρουν στη μάνα τους στον καιρό της υγείας και όχι της αρρώστιας.Ελπίζω μόνο να έφυγε με τη βεβαιότητα ότι ήταν μια μάνα που αγαπήθηκε πολύ από αυτή την κόρη που ακόμα θέλει να την πάρει στο τηλέφωνο.
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon