Ξενοιασιά. Κάμπινγκ και μουντιάλ '82. Σόκρατες και Φαλκάο στην παραλία παρέα με πιτσιρίκια όλων των εθνών που συνεννοούνται με νοήματα και body language. Η αποθέωση του topless και ξελιγωμένοι οικογενειάρχες σε καρεκλάκια κάτω από τις ομπρέλλες με τις συζύγους - ντόμπερμαν από δίπλα να στραβοκοιτάνε τις ξετσίπωτες. Βιντεάκια που τραβάει ο μπαμπάς με δήθεν θέμα τα παιδιά και φόντο τις γυμνόστηθες Γερμανίδες με τις τριχωτές μασχάλες. Βουτιές ξυστά από τον μεγάλο βράχο. Επιστροφή. Η πλουσία τα ελέη χήρα του πυροσβέστη που μας άφηνε χαμογελώντας να παίρνουμε μάτι από το παράθυρό της όταν έκανε μπάνιο, κρεμασμένοι σαν μαϊμούδες από την μεγάλη ελιά, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον για καλύτερη θέα. Μπάλα ολημερίς με λιωμένα σπορτέξ και σκισμένα γόνατα. Επιγονατίδες, επικαλαμίδες, επικάρπια και ποδοσφαιρικά με τάπες στην άσφαλτο. Δύο όρθια κλεμμένα δοκάρια οικοδομής για τέρμα. Κουκουναροπόλεμος πάνω γειτονιά - κάτω γειτονιά στα πεύκα του γηροκομείου, πίσω από αυτοσχέδια φρούρια με καφάσια της αγοράς και πευκοβελόνες. Κράνη από μεταλλικά σουρωτήρια δεμένα στον λαιμό με σπάγγο. Ένας είχε και γερμανικό, ορίτζιναλ, του το 'χε δώσει ο παππούς του. Φρέσκα, κλειστά κουκουνάρια στο δόξα πατρί και ράμματα στο κούτελο για παράσημο. Απειλές της μάνας του κλαμμένου αλλά περήφανου τραυματία. "Εσύ δεν είσαι του Τάκη του μπογιατζή; Θα το πω εγώ του πατέρα σου και θα σε κάνει μπλε μαρέν κακομοίρη μου!" Τοξοβολίες με αυτοσχέδια τόξα και βέλη που τα ξύναμε ώρες με μαχαίρι για να γίνουν μυτερά. Σφεντόνες από παλιές σαμπρέλλες ποδηλάτου. Παίρναμε τα ποδήλατα κι εξαφανιζόμασταν. Προσπεράσεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε φορτηγά που κατέβαιναν την κατηφόρα, ακούγοντας χριστοπαναγίες από τους οδηγούς που κορνάρανε τρομοκρατημένοι. Ταρζανιές με Velamos και τα πρώτα BMX. Ράμπες από χοντρές τάβλες οικοδομής. Φόρα μεγάλη και για εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουμε στον αέρα, τεντωμένο συρματόπλεγμα. Ακόμα έχω το σημάδι στο γόνατο. Ξύλο ανελέητο από τις μανάδες μας. Σκέψου να ξέρανε κιόλας. Θα μας κλειδώνανε και θα καταπίνανε το κλειδί. Το μεσημέρι όλοι στο σπίτι. Φαγητό, πολύ φαγητό και η γιαγιά με το κατοχικό σύνδρομο να σε στουμπώνει κεφτέδες. "Φάτηνε, μην την αφήσεις την κιοφτέδα σου!" Καρπουζόφλουδες και μύγες. Τρεις με πέντε ώρα κοινής ησυχίας και "μην ακούσω κιχ!" Τζιτζίκια και ύπνος στην αυλή, στο μεταλλικό ντιβάνι κάτω από την κληματαριά. Πολλά τζιτζίκια. Ο παππούς με το απογευματινό τούρκικο καφεδάκι του σε γυάλινο χαμηλό κρασοπότηρο να σιγοτραγουδάει την Παλόμα και την Ραμόνα. Ραδιόφωνο. Χιώτης, Μοσχολιού, Ζαμπέτας και Μαρινέλλα. Να παίζει το τρανζίστορ. Πέντε η ώρα πάλι όλοι έξω μέχρι αργά στην πλατεία. Οι μεγάλοι να τσακώνονται για τα πολιτικά. Η ένδοξη πασοκαρία στο φόρτε της. Φωνές, πιτσιρίκια, πολλά πιτσιρίκια που αγνοούν τις μανάδες που ωρύονται. "Είπα τέλος! Γρήγορα μέσα! Ρε Τάσο, πες τους κι εσύ καμιά κουβέντα. Άντε μπράβο!" Πατεράδες που αναλαμβάνουν δήθεν απρόθυμα τον ρόλο τους. "Ντάξει ρε Καίτη, εντάξει. 'Ωχου λέμε... Ρε σεις, γιατί δεν ακούτε τη μάνα σας; Θέλετε να νευριάσω;" Όλοι ξανά μέσα για το βραδινό τσιμπούσι, τηλεόραση και ύπνο. "Μη μπείτε ακόμα στο δωμάτιο. Έχω φλιτάρει." Αύριο πάλι τα ίδια. Ξενοιασιά…
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon