Επισυνάπτω εδώ από σχόλια μου στο πρόσφατο άρθρο του Ανδρέα Λουκάκου "Τα παιδικά μας καλοκαίρια":Ξενοιασιά. Κάμπινγκ και μουντιάλ '82. Σόκρατες και Φαλκάο στην παραλία παρέα με πιτσιρίκια όλων των εθνών που συνεννοούνται με νοήματα και body language. Η αποθέωση του topless και ξελιγωμένοι οικογενειάρχες σε καρεκλάκια κάτω από τις ομπρέλλες με τις συζύγους - ντόμπερμαν από δίπλα να στραβοκοιτάνε τις ξετσίπωτες. Βιντεάκια που τραβάει ο μπαμπάς με δήθεν θέμα τα παιδιά και φόντο τις γυμνόστηθες Γερμανίδες με τις τριχωτές μασχάλες. Βουτιές ξυστά από τον μεγάλο βράχο. Επιστροφή. Η πλουσία τα ελέη χήρα του πυροσβέστη που μας άφηνε χαμογελώντας να παίρνουμε μάτι από το παράθυρό της όταν έκανε μπάνιο, κρεμασμένοι σαν μαϊμούδες από την μεγάλη ελιά, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον για καλύτερη θέα. Μπάλα ολημερίς με λιωμένα σπορτέξ και σκισμένα γόνατα. Επιγονατίδες, επικαλαμίδες, επικάρπια και ποδοσφαιρικά με τάπες στην άσφαλτο. Δύο όρθια κλεμμένα δοκάρια οικοδομής για τέρμα. Κουκουναροπόλεμος πάνω γειτονιά - κάτω γειτονιά στα πεύκα του γηροκομείου, πίσω από αυτοσχέδια φρούρια με καφάσια της αγοράς και πευκοβελόνες. Κράνη από μεταλλικά σουρωτήρια δεμένα στον λαιμό με σπάγγο. Ένας είχε και γερμανικό, ορίτζιναλ, του το 'χε δώσει ο παππούς του. Φρέσκα, κλειστά κουκουνάρια στο δόξα πατρί και ράμματα στο κούτελο για παράσημο. Απειλές της μάνας του κλαμμένου αλλά περήφανου τραυματία. "Εσύ δεν είσαι του Τάκη του μπογιατζή; Θα το πω εγώ του πατέρα σου και θα σε κάνει μπλε μαρέν κακομοίρη μου!" Τοξοβολίες με αυτοσχέδια τόξα και βέλη που τα ξύναμε ώρες με μαχαίρι για να γίνουν μυτερά. Σφεντόνες από παλιές σαμπρέλλες ποδηλάτου. Παίρναμε τα ποδήλατα κι εξαφανιζόμασταν. Προσπεράσεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε φορτηγά που κατέβαιναν την κατηφόρα, ακούγοντας χριστοπαναγίες από τους οδηγούς που κορνάρανε τρομοκρατημένοι. Ταρζανιές με Velamos και τα πρώτα BMX. Ράμπες από χοντρές τάβλες οικοδομής. Φόρα μεγάλη και για εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουμε στον αέρα, τεντωμένο συρματόπλεγμα. Ακόμα έχω το σημάδι στο γόνατο. Ξύλο ανελέητο από τις μανάδες μας. Σκέψου να ξέρανε κιόλας. Θα μας κλειδώνανε και θα καταπίνανε το κλειδί. Το μεσημέρι όλοι στο σπίτι. Φαγητό, πολύ φαγητό και η γιαγιά με το κατοχικό σύνδρομο να σε στουμπώνει κεφτέδες. "Φάτηνε, μην την αφήσεις την κιοφτέδα σου!" Καρπουζόφλουδες και μύγες. Τρεις με πέντε ώρα κοινής ησυχίας και "μην ακούσω κιχ!" Τζιτζίκια και ύπνος στην αυλή, στο μεταλλικό ντιβάνι κάτω από την κληματαριά. Πολλά τζιτζίκια. Ο παππούς με το απογευματινό τούρκικο καφεδάκι του σε γυάλινο χαμηλό κρασοπότηρο να σιγοτραγουδάει την Παλόμα και την Ραμόνα. Ραδιόφωνο. Χιώτης, Μοσχολιού, Ζαμπέτας και Μαρινέλλα. Να παίζει το τρανζίστορ. Πέντε η ώρα πάλι όλοι έξω μέχρι αργά στην πλατεία. Οι μεγάλοι να τσακώνονται για τα πολιτικά. Η ένδοξη πασοκαρία στο φόρτε της. Φωνές, πιτσιρίκια, πολλά πιτσιρίκια που αγνοούν τις μανάδες που ωρύονται. "Είπα τέλος! Γρήγορα μέσα! Ρε Τάσο, πες τους κι εσύ καμιά κουβέντα. Άντε μπράβο!" Πατεράδες που αναλαμβάνουν δήθεν απρόθυμα τον ρόλο τους. "Ντάξει ρε Καίτη, εντάξει. 'Ωχου λέμε... Ρε σεις, γιατί δεν ακούτε τη μάνα σας; Θέλετε να νευριάσω;" Όλοι ξανά μέσα για το βραδινό τσιμπούσι, τηλεόραση και ύπνο. "Μη μπείτε ακόμα στο δωμάτιο. Έχω φλιτάρει." Αύριο πάλι τα ίδια. Ξενοιασιά… Δυστυχώς, καταλαβαίνεις τώρα πόσο πολύτιμα ήταν αυτά τα χρόνια, πόσο μεγάλο ρόλο παίξανε στο να γίνεις άνθρωπος, πόσο καλό σου έκανε τότε αυτή η αδιανόητη για τα σημερινά δεδομένα αίσθηση χαράς και ελευθερίας, αυτή η απέραντη, βαθιά ευτυχία της παιδικής και εφηβικής αλητείας της οποίας δεν είχες τότε καμία συνείδηση, έτσι ήταν η ζωή, it was only natural, και πόσο καθοριστικά συνέβαλλε στην μετέπειτα ανεξαρτητοποίηση και κοινωνικοποίησή σου, στην διαμόρφωση του χαρακτήρα σου, στις σχέσεις, στις παρέες και τις αποφάσεις σου. Τώρα το καταλαβαίνεις. Τώρα που γυρνάς στα ίδια μέρη και βλέπεις πόσο έχουν αλλάξει. Όχι επειδή δεν υπάρχει πια η πάνω και η κάτω γειτονιά, ακόμα εκεί στέκονται τα φτωχόσπιτα, όσα τουλάχιστον δεν γίνανε ακαλαίσθητες νεοπλουτέ βίλλες με μαντρότοιχους. Όχι επειδή δεν υπάρχουν οι αλάνες και οι πλατείες, έχει ακόμα ελεύθερους χώρους, αλλά επειδή δεν υπάρχουν παιδιά. Κι αν υπάρχουν, δεν τα βλέπεις. Τα ακούς βέβαια καμιά φορά, πίσω από τους μαντρότοιχους. Ξέρω πως οι εποχές αλλάζουν και πως όλα αυτά ακούγονται σαν τετριμμένες συντηρητικές γκρίνιες συνταξιούχου, μα είναι λίγο λυπηρό να ξέρεις πως όλη εκείνη η ευτυχία ήταν τόσο κοντά, μόνο 30-35 χρόνια πίσω. Και πως είναι δύσκολο να ξανάρθει, ακόμα και στην επαρχία. Όχι για σένα. Για τα σημερινά πιτσιρίκια. Για να γευτούν κι εκείνα έστω και λίγη από εκείνη την υπέροχη ανεμελιά, που την βλέπεις πια σπανίως. Και πως τα μόνα ενθύμια εκείνης της ευτυχίας έρχονται στα δικά σου τα μάτια όταν χτυπάς το κουδούνι του τότε και έκτοτε κολλητού σου και βλέπεις την χαμογελαστή του φάτσα να σε καλωσορίζει. Που μπορεί να τον βλέπεις πια δυο-τρεις φορές τον χρόνο με το ζόρι, μα ξέρεις πως είναι πάντα εκεί. Και πως μπορείτε να αράξετε στην γνωστή αυλή και να πιείτε ένα καφάσι μπύρες και να πείτε τα δικά σας. Ή και να μην πείτε και τίποτα. Χωρίς να χρειαστεί να πείτε κάτι. Και να είναι τέλεια... Πηγή: www.lifo.gr
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon