ολο το κατεβατο ενας αχταρμας θυμου,το τερας ειναι κ μεσα σου καλε μου Γιοζεφ Κ που η δικη περασε κ προφανως δν σ'ακουμπησε,το τερας ειναι κ μεσα σου οταν οι ανθρωποι γινονται υποκειμενα,οταν τα ειδωλα γινονται παρωπιδες για την πνευματικη οξυνοια κ κριτικη σκεψη (τι θα απογινουμε χωρις βαρβαρους?τι θα απογινουμε χωρις ειδωλα?) οταν με τη βαρια λεξη "συντροφε" καταστρεφεις,εξευτελιζεις,λοιδωρεις και προπυλακιζεις χωρίς τελειωμο σαν κομματι κ εσυ μεσα στο ολον.Κ ολο αυτο το θυμικο μανιφεστο καταληγει στην υπουργοποιηση ενος βουλευτη μερους της συγκυβερνησης (το προφανες) σε μελλοντικες προφητειες για τη βουληση των πολιτων (τιποτα δν σου εμαθε η δικη?) καθως αιωρειτε μια αρνηση διχως κανενα εναλλακτικο επιχειρημα.Πολυτιμο βαλσαμο η ποιηση που μαθαμε να την λεμε τσιτατα:Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ' εγώ κι ο κτίστης,ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτηςτου μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτηςκαι με το καριοφίλι μου και με τ' απελατίκιτην πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ' αγρίμιαξανάρχεται. Καλώς να 'ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.Είμ' ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το 'χειτο δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχιδεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένειτο λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει.Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,και το τσεκούρι μου ψυχή μ' ένα θυμό περίσσο.Τάχα ποιος μάγος, ποιο στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλικαι νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν' ανοίξω,και μ' ένα Ναι να τιναχτώ, μ' ένα Οχι να βροντήξω;Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστεγκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!