
ημιμαθής -ής -ές [imimaθís] Ε10 : που οι γνώσεις του είναι ατελείς, ανεπαρκείς και συγκεχυμένες, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει. Άρα ημιμαθής είναι ο ξερόλας. Κι εσύ ενώ υπερασπίζεσαι τους ημιμαθείς καταδικάζεις τους ξερόλες. Ως ημιμαθής χαρακτηρίζεται συνήθως το άτομο που μιλάει για κάτι που δε γνωρίζει ή δε γνωρίζει πλήρως. Και το κείμενό σου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ημιμάθειας. Προφανώς ισχύει πως η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια γιατί τουλάχιστον ο αμαθής δε θα μιλήσει για κάτι πριν φροντίσει πρώτα να ενημερωθεί γι' αυτό, ενώ ο ημιμαθής θα μιλήσει γιατί νομίζει ότι ξέρει.