
φλώρος αρσενικό 1. (ορνιθολογία) μικρό ωδικό πτηνό που επίσημα ανήκει στο είδος Chloris Chloris (από άλλους ταξινομείται ως Carduelis chloris και από τους Αμερικανούς αναφέρεται ως european greenfinch ενώ από τον Κάρολο Λινναίο είχε ταξινομηθεί ως Oriolus galbula) 2. (μεταφορικά) άνδρας μαλθακός στον χαρακτήρα 3. (μειωτικά) άνδρας πολύ λευκός στο δέρμα, ξανθός 4. (μειωτικά) ο ομοφυλόφιλος άνδραςΈτσι λέει το wiki για το φλώρος .Τώρα αν παρεξηγείται κάποιος είναι μάλλον γιατί δεν τον λές πουλί αλλά μάλλον κάτι από το 2 και το 4 (μειωτικά).