Το 1935 εισήχθη στην Ελλάδα μια λακ για τα μαλλιά από την Αργεντινή, που ονομαζόταν “gomina”. Η ισπανική λέξη προέρχεται από το gomma, δηλαδή γόμα, από το αρωματικό κόμμι, που χρησιμοποιείται στα καλλυντικά. Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας από αυτή τη λακ, που προτιμούσαν οι ηθοποιοί, άνδρες και γυναίκες, προήλθε μια από τις πιο διαδεδομένες ελληνικές λέξεις, η “γκόμενα”, και βέβαια ο “γκόμενος”, δηλαδή η ερωμένη, ή η όμορφη, ερωτεύσιμη γυναίκα, και αντιστοίχως ο άντρας με τον οποίο έχει μια γυναίκα ερωτική σχέση.Ειδικά ο “γκόμενος”, λέει το Λεξικό, προέρχεται από το ιταλικό “gommeno”, από το γαλλικό “gommeux”, δηλαδή ο νεαρός που περιποιείται τα μαλλιά του με κόμμι, ο αρωματισμένος και ωραίος νέος. Τώρα, υπάρχουν και άλλες ετυμολογικές προσεγγίσεις: από την αγγλική λέξη woman, ή από το ιταλικό gomena, που στην ναυτική ελληνική ιδιόλεκτο έχει μεταφερθεί ως γούμενα, δηλαδή το σκοινί, η θηλιά που βάζει ο εραστής στο λαιμό του...
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon