Α ήμουν κι εγώ κούριερ στην Άνω Γλυφάδα. Πήγαινα σε κάτι ξυλουργούς – όχι τίποτα μεγάλους – και μου δίναν εικοσάευρο πουρμπουάρ. Και οι πλούσιοι και οι διάσημοι δεν δίναν ούτε ευρώ, μα την Παναγία! Ένας διάσημος μπασκετμπολίστας – όνομα ας μην αναφέρω – με τράβηξε σπίτι του με έβαλε να γράψω το παραστατικό και μόλις του είπα 5,5 ευρώ είναι – για μέσα Αθήνα – μου είπε θα το πάει αυτός και δεν έδωσε ούτε ευρώ για την ταλαιπωρία. Και σαν μην έφτανε αυτό, είχαν και τις ιδιοτροπίες τους. Ένας μεγιστάνας με 12 γράμματα ήθελε λέει όταν βγαίνει από το σπίτι να μην βλέπει ούτε τον κηπουρό κανέναν και μια φόρα που έλαχε να βγαίνει τη στιγμή που έφτανα εγώ οι μπράβοι σχεδόν κόντεψαν να με πυροβολήσουν. Σε μια άλλη κυρία πάλι, μπήκα στην αυλή χωρίς να προσέξω την προειδοποιητική πινακίδα: σκύλος, και με το που πάω να χτυπήσω το κουδούνι πετάγεται πάνω μου ένα ροντβάιλερ και με χτυπά με τα πόδια στο στήθος. Για πέντε λεπτά κοιταζόμαστε με το ροντβάιλερ στα μάτια παραμένοντας και οι δυο ακούνητοι. Βγαίνει επιτέλους η κυρία στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και μου λέγει: Καλα δεν είδες τη πινακίδα; και συνεχίζει την πάρλα. Ελάτε τώρα να το μαζέψτε, της λέω χωρίς να σηκώσω ούτε τα ματιά μου, και συζητάμε μετά. Τίποτα εκείνη, από πού είναι (ο φάκελος); Θα κατέβηκε έπειτα από συν ένα πεντάλεπτο. Σε ένα άλλο σπίτι είχαν ένα, με το συμπάθειο, κόπρο. Αυτοί δεν είχαν πινακίδα. Μπαίνω μέσα στην αυλή και αρχίζει να με δαγκώνει στον κώλο. Βγαίνει ένας πιτσιρίκος στο παράθυρο. Άνοιξε την πόρτα, του έλεγα, να μπω μέσα. Κι αυτό καθόταν και γέλαγε.