
Λοιπόν, ακούστε. Κάποτε πριν πολλά χρόνια βρέθηκα για ένα διάστημα σε κάποιο μέρος για δουλειά. Εκεί γνώρισα έναν άντρα ο οποίος ήταν πάμφτωχος. Έμενε μαζί με τη μάνα του ζούσανε πολύ φτωχικά και το παιδί (γύρω στα 20 θα ήταν τότε) δεν έβρισκε δουλειά παρά μόνο το καλοκαίρι. Δεν είχε τελειώσει σχολείο αλλά ήταν βιβλιοφάγος σαν κι εμένα και είχαμε πάρα πολλά να πούμε. Τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα, ήταν πολύ ήσυχος και πάντα κυκλοφορούσε μόνος του. Έτυχε λοιπόν να γνωριστούμε και κάναμε παρέα. Καθαρά φιλική παρέα. Ήξερα για την οικονομική του κατάσταση και πλήρωνα πάντα εγώ τους καφέδες ή τα σουβλάκια μας. Μια φορά μου είχε πει ότι το δέχεται γιατί με συμπαθεί πολύ και νοιώθει καλά μαζί μου, του είπα αμοιβαία τα αισθήματα και δεν το ξανασυζητήσαμε. Χάρηκα που το δεχόταν, φαινόταν ότι ήταν περήφανος άνθρωπος και δεν το συνήθιζε. Ήταν τιμή μου που το έβλεπε έτσι μαζί μου. Ήρθε που λέτε η ώρα να φύγω. Θα βρισκόμασταν τελευταία φορά, πήγαμε στο καφέ που συνηθίζαμε και μου είπε ότι θα κεράσει αυτός γιατί είχε σταθεί τυχερός και είχε βρει κάτι μεροκάματα. Μου είπε ότι θέλει να με καλέσει για φαγητό, έφερα κάποιες αντιρρήσεις γιατί σκεφτόμουν ποιός ξέρει πότε θα ξαναδουλέψει. Εκείνος όμως επέμενε, σχεδόν με παρακάλεσε είδα ότι το θέλει πολύ, κι έτσι δέχτηκα. Με πήγε σε ένα ακριβό φαγάδικο της περιοχής. Φάγαμε, ο άνθρωπος πλήρωσε και μετά όταν φύγαμε μου είπε να περιμένω. Όταν ήρθε κρατούσε ένα βιβλίο (ένα που είχαμε κουβεντιάσει και δεν το είχα διαβάσει) και μου το χάρισε. Αποχωριστήκαμε και κατά σύμπτωση έμαθα αργότερα ότι εκείνη την ημέρα είχε πάει με τα πόδια στο σπίτι του. Μιλάμε για χιλιόμετρα. Θέλω να πω,υπάρχουν άνθρωποι που είναι Άρχοντες ακόμη και στην μεγαλύτερη φτώχεια και πάντα συγκινούμαι όταν τον θυμάμαι. Όχι πως χρειαζόταν να μου αποδείξει κάτι. Θα τα ήξερα όλα αυτά και ας μην είχε χαλάσει ποτέ δεκάρα για μένα.