Ζηστο όσο το εχεις. Γιατι τιποτα δεν είναι δεδομένο και κανεις μας δεν γνωρίζει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Ξυπνάω και την βλέπω να έχει τυλιχτεί πάνω μου. Πόσο ευτυχισμένος και ερωτευμένος είμαι μαζί σου. Ευτυχία. Θεέ μου, πόση ευτυχία.Την φιλάω ξανά. Και ξανά. Με διώχνει γλυκά. Φεύγοντας παίρνω το κράνος και τα κλειδιά για την μηχανή.Πόσο ευτυχισμένος είμαι; "Αυτός έχει τόσο μαύρη ψυχή, όπως και τα τατουάζ στο σώμα του" της είχε πει ο πατέρας της. "Αν επιλέξεις αυτόν, φεύγεις από εδώ μέσα και θέλω να δω ποιος θα σε συντηρήσει." Της είχε πει επίσης. Από εκείνη την μέρα παλεύω να μη την ξανά δω με δάκρυα. Δουλεύω για να της παρέχω ότι δεν έχει καμία. Για να είμαι μαζί της. Να της δίνω για όσο ζω, ότι δε θα πάρει ποτέ. Για να ζω, βλέποντας την να χαμογελάει. Φτάνω στην δουλειά.Κατεβαίνω και μπαίνω μέσα. Ξεκινάει μια κουραστική μέρα μα ξέρω πως όταν σχολάσω θα είμαι σαν να γεννήθηκα μόλις, για να της προσφέρω όσα δε μάντεψε ποτέ. Εκείνη. Όλα για εκείνη.Σχολαω. Βάζω μπροστά και ξεκινάω. Σε λίγα λεπτά είμαι σπίτι. Κλειστά πατζούρια. Σπάνιο φαινόμενο. Μπαίνω μέσα. Μωρό μου, γύρισα. Φωνάζω γλυκά. Καμία απάντηση. Πλησιάζω. Κοιτάζω το κρεβάτι μας. Σημείωμα. Όχι. Δε μπορεί. Κάτι σοβαρό θα έχει γίνει. "Δε θα μπορούσα να το κάνω ενώ σε κοιτάζω στα μάτια. Δε γίνεται. Ήθελα να είμαι ξεκάθαρη απέναντι σου. Υπάρχει άλλος. Κάποιος που τις ώρες που έλειπες δε με άφηνε μόνη λεπτό. Τέλος οι λεπτομέρειες. Ίσως δεν έπρεπε από την αρχή. Ίσως τελικά ήταν λάθος. Φταίω ή φταίς ας το κρίνει ο χρόνος. Λυπάμαι. Να περνάς καλά. "Δάκρυα κυλάνε στο πρόσωπο μου. Ένας κόμπος στο στομάχι μου δε με αφήνει να πάρω ανάσα. Ήταν λάθος; Δεν έπρεπε από την αρχή τι; Υπάρχει άλλος; Εγώ πότε σε άφησα μόνη; Είναι πλάκα. Είναι σίγουρα κάποια πλάκα. παίρνω τα κλειδιά από την μηχανή και βγαίνω έξω. Φτανω σπίτι της. Έξω ο παιδικός της φίλος. Ανοίγει η πόρτα. Εκείνη. Χαμογελάει. Όπως χαμογελούσε σε εμένα. Τον φιλάει. Τον φιλάει. Ανάθεμα με τον φιλάει. Βγαίνει ο πατέρας της. Θα γίνει χαμός ελπίζω. Αλλά όχι. Τον αγκαλιάζει και τον βαράει φιλικά στον ώμο. Σκύβω το κεφάλι και περιμένω να βγούν. Βγαίνουν. Περνάνε δίπλα μου και εκείνη με κοιτάζει όπως και εκείνος. Χαμογελάνε σαν να είμαι άγνωστος και προχωράνε. "Σου θυμίζει κάτι; Ναι αλλά δε δίνω και πολλή σημασία τώρα" η συζήτηση που έπιασα. Της θυμίζω κάτι; Εγώ; Δε θυμάται εμένα; Ή ζωή μου, ο λόγος που υπήρχα, δε με αναγνωρίζει; Φεύγω. Γυρίζω σπίτι. Τα σπάω όλα. Ξανά αίματα παντού. Πετάω δύο ρούχα σε μια τσάντα και φεύγω. Ποιος είμαι και που πάω, δε ξέρω. Μα.. Μου αρκεί που χαμογελούσε εκείνη. Το πόσο έσπασα που χαμογελάει σε άλλον όπως τότε σε εμένα, το αφήνω. Λογικά χάνω το μέτρημα. Θα περιπλανιέμαι στα στενά χωρίς ζωή, θα είμαι ο παράξενος. Ο μαλάκας που ίσως σου αναφέρει μια φίλη σου μετά. Γιατί για εκείνη ήμουν όσα μου έβγαζε, και για άλλες θα είμαι αυτό που επίσης μου έβγαλε εκείνη στο τέλος.Εκείνη με έκανε έτσι. Εκείνη μου πήρε την ζωή.
Σχολιάζει ο/η
Scroll to top icon