Χαζεύω στο Instagram. Μια φίλη βρίσκεται στη Φινλανδία, σύμφωνα με το προφίλ της. Ανεβάζει αυτές τις φωτογραφίες της υπέρ-ζεν ελευθερίας των πρώτων ημερών σε μια ξένη χώρα. Παρατηρώ τους εντελώς άδειους δρόμους και το σκοτάδι που σπάει ελάχιστα από ένα θαμπό φως χαμηλής έντασης.
Αγκαλιάζω την κούπα με τον καυτό καφέ μου και σκρολάρω. Στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη όπου βρίσκεται όλοι φαίνεται να έχουν πάει με το ποδήλατο. Οι θέσεις ασφαλούς πρόσδεσης είναι πιασμένες. Το μεγάλο πρόβλημα της ημέρας φαίνεται να είναι αυτή η έλλειψη χώρου για να στριμώξεις το ποδήλατό σου.
Εύκολα ανακαλώ αυτόν τον αρμονικό ήχο που αναδίδουν χειμωνιάτικα οι πόλεις χωρίς αυτοκίνητο, το γρα-γρου απ' τις ποδηλατικές ακτίνες, τα κουδουνάκια που καλούν τους πεζούς να παραμερίσουν, τις κλειδαριές που κουμπώνουν δύσκολα λόγω πάγου, την απαλή πλοήγηση κάποιου τελευταίας τεχνολογίας λεωφορείου ή τραμ που σχεδόν επιπλέει στον άδειο δρόμο, αφήνοντας πίσω του ελάχιστο θόρυβο: τη φωνή που λέει τις στάσεις.
Ο αέρας είναι παγωμένος και όλοι κουκουλώνονται καθώς ποδηλατούν, άρα ακούγονται αυτές οι αγωνιώδεις πεταλιές που δεν ξέρεις αν είναι επειδή καθυστέρησαν να φτάσουν κάπου ή επειδή πάγωσε το αίμα στις γάμπες τους. Διοχετεύουν την ένταση στο ποδήλατο και η όλη σωματική προσπάθεια λειτουργεί ως ηρεμιστικό.
Ο δημόσιος χώρος στην Αθήνα είναι χώρος αποκλεισμού. Απευθύνεται σε αρτιμελείς που μπορούν να κάνουν σάλτο από τη μία τρύπα του δρόμου στην άλλη. Καταδικάζει όσους κινούνται με αμαξίδιο να μένουν σπίτι τους. Μοιάζει υπερβολικά με ιδιοκτησία όσων έχουν αμαξάρα και σπουδαίο «εγώ» να επιδείξουν, καταλαμβάνοντας όσο πιο πολύ χώρο γίνεται.
Και, ναι, μου 'ρχεται εύκολα η σκέψη τι ωραία που θα 'ταν η Αθήνα με ποδήλατα, αν δεν ήταν τόσο... Αθήνα. Πολύ αμφιβάλλω αν οι άνθρωποι της πόλης είναι πραγματικά τόσο απρόθυμοι ν' αλλάξουν τον τρόπο που μετακινούνται. Θα τους κακόπεφτε τόσο πολύ κάτι φθηνότερο και ασφαλέστερο; Αλλά, ταυτόχρονα, αμφιβάλλω αν συνειδητοποιούμε πόσο εγωιστικά μετακινούμαστε στην Αθήνα και πόσο μικρόψυχα αποκλείουμε απ' τον δημόσιο χώρο. Απεχθέστερο χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αποκλεισμός ποδηλάτων και αμαξιδίων, λόγω έλλειψης κοινού δικτύου, όπου θα μπορούσαν να τσουλάνε αμφότερα.
Κάθε φορά που επιστρέφω αεροπορικώς στην Αθήνα, σκέφτομαι πάνω-κάτω αυτά που σκέφτονται κι άλλοι, καθώς προσγειώνονται στο «Βενιζέλος». Σοκάρομαι με το φως. Η Αθήνα είναι αδιανόητα φωτεινή. Κοιτάζω σαν χαζή τον ουρανό, είναι πάντα τόσο μπλε και τόσο ψηλά. Πάντα ενθουσιάζομαι που είμαστε τόσο ζωηροί και ζεστοί, οι επιβάτες μιλάνε δυνατά, ακουμπιούνται, στέλνουν ηχητικά μηνύματα στους φίλους τους ήδη από το λεωφορειάκι που σε πάει απ' το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο, κανονίζουν ήδη ποτά. Προφανώς, όλο αυτό είναι τέλειο. Αλλά το άλλο που παρατηρεί κανείς φτάνοντας είναι τα αυτοκίνητα. Ο θόρυβος από πόρτες που κοπανιούνται, τα φρένα, τα ουρλιαχτά των οδηγών. Τα αμάξια είναι, φοβάμαι, ο ήχος της πόλης.
Είναι παντού. Όσο πιο θηριώδες το αυτοκίνητο, τόσο το καλύτερο. Αν μπορεί να σκαρφαλώνει στη μέση της πεζοδρομημένης έκτασης, ακόμα καλύτερα. Τα πεζοδρόμια ως πιθανά πάρκινγκ. Οι δρόμοι ως ευκαιρία να εκδηλώσεις την κακή σχέση με το «εγώ» σου: ουρλιάζεις που σε καθυστερούν άλλοι άνθρωποι (τι γυρεύουν στον δρόμο σου;), ενώ περνάς με την τζιπάρα.
Ο δημόσιος χώρος στην Αθήνα είναι χώρος αποκλεισμού. Απευθύνεται σε αρτιμελείς που μπορούν να κάνουν σάλτο από τη μία τρύπα του δρόμου στην άλλη. Καταδικάζει όσους κινούνται με αμαξίδιο να μένουν σπίτι τους. Μοιάζει υπερβολικά με ιδιοκτησία όσων έχουν αμαξάρα και σπουδαίο «εγώ» να επιδείξουν, καταλαμβάνοντας όσο πιο πολύ χώρο γίνεται.
Αυτή η φτηνή ευτυχία τού να βάζεις ακουστικά και να τρέχεις έξω δεν θα 'πρεπε να είναι καθόλου δυσεύρετη σε μια πόλη τόσο ζεστή όσο η Αθήνα, αλλά έλα που πρέπει να χοροπηδάς γύρω από παρκαρισμένους εγωισμούς. Η ηρεμία μιας βόλτας στον πεζόδρομο, όπου απλώς χαζεύεις νεραντζιές, δεν θα έπρεπε να είναι κάτι δύσκολο, αλλά έλα που άμα είσαι σε αμαξίδιο ακόμα κι αυτό σού το στερούν.
Οι πόλεις που αγαπάνε το αμάξι είναι απροκάλυπτα εγωιστικές. Πολιτισμένες είναι αυτές που αγαπούν το αμαξίδιο και ό,τι δεν επιβαρύνει τους άλλους όταν κυκλοφορεί. Ένας άνθρωπος με ποδήλατο, για παράδειγμα, δεν κάνει θόρυβο, δεν μπορεί να αναδειχτεί επιδειξίας του μήνα, παρκάροντας παράνομα την αμαξάρα μπροστά στο μαγαζί, κολλητά πάνω στα τραπεζοκαθίσματα, αποκλείοντας την πρόσβαση σε άλλους. Είναι πιο ταπεινοί οι ποδηλάτες; Αδιάφορο. Σίγουρα, πάντως, ο δημόσιος χώρος δεν υποφέρει από την ύπαρξή τους, δεν χάνει την ανοιχτότητά του.
Η Αθήνα έγινε κουλ αλλά για ποιους; Παραμένει μια πόλη όπου δεν βλέπεις στα μπαρ ανθρώπους με αμαξίδια, γιατί πώς να φτάσουν στο κουλ μέρος; Περηφανευόμαστε όταν μπαίνει κάπου μια επικλινής μπάρα. Νομίζουμε ότι εξιλεωνόμαστε όταν δεν παρκάρουμε στις θέσεις ΑμεΑ, αλλά διατηρούμε τα ανεπεξέργαστα ένστικτα ανωτερότητας που έχουμε προς όσους ονομάζουμε έτσι ‒ ανθρώπους που δεν μας νοιάζει καθόλου αν θα τους πάνε τα πράγματα καλά, αρκεί να μην τους βλέπουμε.
Συνειδητά και ανομολόγητα έχουμε διαλέξει σε ποιον ανήκει ο δημόσιος χώρος. Είναι ένας χώρος αποκλεισμού. Μήπως να ξανασυζητήσουμε αν είναι πολίτες της Αθήνας κι αυτοί που αποκλείονται; Λύσεις υπάρχουν. Κοινά δίκτυα κίνησης ποδηλάτων και αμαξιδίων. Αυστηρές τιμωρίες στις αυθαιρεσίες των οδηγών. Καλύτερα μέσα μαζικής μεταφοράς και άλλες λύσεις, πιο ευφάνταστες. Όλες έχουν αναπτυχθεί σε άλλες πόλεις, σε μέρη που έχουν κάτι πιο δημοκρατικό από εμάς, κι ας είναι χωρίς Παρθενώνα στη μέση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια