Η κουβέντα με τη Thalia Mavros –Θάλεια Μαύρου για την οικογένειά της και τους Έλληνες φίλους της– έχει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον. Συναντηθήκαμε με αφορμή μια ταινία μεγάλου μήκους που ετοιμάζει στην Ελλάδα και αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο της έρευνας, με την ευκαιρία της συμμετοχής της στο WOW Athens Festival που την έφερε στην Αθήνα από το Λος Άντζελες, όπου ζει μόνιμα. Η Θάλεια είναι παραγωγός, σκηνοθέτις και ιδρύτρια του The Front και του Bilili Creative Lab, έχει βραβευτεί διεθνώς για τα ντοκιμαντέρ και τα immersive έργα της, ενώ σήμερα ετοιμάζει την είσοδό της στον χώρο της μυθοπλασίας με νέα ταινία. Παράλληλα, συνεργάζεται στρατηγικά με start-ups και οργανισμούς που χτίζουν δημιουργικές και κοινωνικές υποδομές. Μιλάει με ενθουσιασμό για τα επόμενα βήματά της που κινούνται μεταξύ κινηματογράφου, ακτιβισμού και τεχνολογίας –με στραμμένο το βλέμμα ξανά στην Ελλάδα– και για σχέδια που δεν μπορεί ακόμα να αποκαλύψει.
«Bρίσκομαι στην Αθήνα για να μιλήσω στο WOW Athens Festival που πραγματοποιείται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFCC) και νιώθω πως ήρθα την κατάλληλη στιγμή», λέει. «Όχι μόνο γιατί είναι κρίσιμο να δυναμώσουμε τις φωνές των γυναικών στην Ελλάδα αλλά και γιατί η εποχή απαιτεί ξεκάθαρες τοποθετήσεις, ιδέες με ουσία και ανθρώπους που τολμάνε να μιλήσουν για τα δύσκολα. Όταν γύρισα στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τις γιορτές, ήταν σαν να μπήκα κατευθείαν σε επεισόδιο του “Black Mirror” και, απ’ ό,τι φαίνεται, είμαστε δεσμευμένοι για τέσσερις σεζόν, είτε μας αρέσει είτε όχι – όχι βέβαια. Ο Τραμπ έχει επιστρέψει στο προσκήνιο, οι ελευθερίες στενεύουν και μια νέα κανονικότητα έχει επιβληθεί. Υπάρχει μια στροφή του πολιτισμού προς το σκοτάδι: φόβος, λογοκρισία, ηθικός πανικός και μια επικίνδυνη κανονικοποίηση της οπισθοδρόμησης. Οι αντιφάσεις που κάποτε υπήρχαν στο περιθώριο έχουν γίνει καθημερινότητα. Και όταν η πρόοδος αρχίζει να φοριέται ως trend και να απορρίπτεται ως κάτι ξεπερασμένο έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Ειδικά όταν τα δικαιώματα εξαφανίζονται σαν τους όρους χρήσης που κανείς δεν διαβάζει».
«Ο Τραμπ δεν είναι απλώς μια αμερικανική υπόθεση, είναι εξαγώγιμο προϊόν. Η πολιτική του και η στάση του απέναντι στη σκέψη, στην τέχνη και στα δικαιώματα διαμορφώνει διεθνές κλίμα γιατί όταν βλέπεις μια υπερδύναμη να στρέφεται εναντίον της ίδιας της δημοκρατικής της βάσης δίνεις σήμα σε όλο τον κόσμο ότι αυτό επιτρέπεται. Ή, χειρότερα, ότι είναι trend».
Τη ρωτάω πόσο μεγάλη είναι η οπισθοδρόμηση που έχει συμβεί σε βασικά δικαιώματα. «Δεν είναι μεγάλη, είναι δραματική», λέει. «Και το πιο τρομακτικό είναι ότι γίνεται με χαμόγελο. Το κάνουν μέσα από δικαστικές αποφάσεις, αλλαγές στη νομοθεσία, funding cuts και έναν δημόσιο λόγο που ντύνεται με “αξιοπρέπεια”, ενώ στην ουσία καλλιεργεί φόβο και ντροπή. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι επιθέσεις στην αναπαραγωγική ελευθερία. Η ανατροπή της απόφασης Roe v. Wade δεν ήταν απλώς μια νομική απόφαση, ήταν προειδοποίηση. Και ακολούθησαν κι άλλα: απαγορεύσεις βιβλίων, περιορισμοί στην queer εκπαίδευση, επιθέσεις στην trans κοινότητα. Επιτίθενται μεθοδικά και στοχευμένα σε κάθε ευάλωτο κομμάτι της κοινωνίας, στις γυναίκες, σε LGBTQ+ άτομα, σε μετανάστες, σε φοιτητές, στην εργατική τάξη. Αλλά αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι η μετατόπιση του mainstream. Δηλαδή το πώς απόψεις που πριν από πέντε χρόνια θεωρούνταν ακραίες τώρα ακούγονται σε talk shows σαν απλή, κοινή λογική. Δεν έχει να κάνει μόνο με πολιτικά στρατόπεδα. Είναι κάτι διάχυτο. Ακόμα και το “White Lotus” έκοψε storyline για ένα non-binary παιδί. Ο Mike White το απέδωσε σε ένα vibe shift, σε μια μετατόπιση του πολιτικού κλίματος. Δεν αποφεύγεται απλώς η πρόοδος αλλά η “συντήρηση” φοράει πια μοντέρνα ρούχα και χαρακτηρίζεται ως “ισορροπία” ή “αποφυγή πολιτικοποίησης”.

Ο Τραμπ δεν είναι απλώς μια αμερικανική υπόθεση, είναι εξαγώγιμο προϊόν. Η πολιτική του και η στάση του απέναντι στη σκέψη, στην τέχνη και στα δικαιώματα διαμορφώνει διεθνές κλίμα γιατί όταν βλέπεις μια υπερδύναμη να στρέφεται εναντίον της ίδιας της δημοκρατικής της βάσης δίνεις σήμα σε όλο τον κόσμο ότι αυτό επιτρέπεται. Ή, χειρότερα, ότι είναι trend.
Η περικοπή κονδυλίων για πανεπιστήμια και πολιτιστικά ιδρύματα είναι μόνο η αρχή. Το πραγματικό πλήγμα είναι η ιδεολογική κατεύθυνση που υπαγορεύεται: αποπολιτικοποιημένη γνώση, «ακίνδυνη» τέχνη, υπακοή αντί για κριτική σκέψη. Κι αυτό δημιουργεί ένα ντόμινο. Αν συνεχιστεί, δεν θα μιλάμε πια για περιορισμό ελευθεριών αλλά για ένα παγκόσμιο rebranding του αυταρχισμού, πιο κομψό, πιο τεχνοκρατικό, και απολύτως διαχειρίσιμο».
Όλο αυτό που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτήν τη στιγμή την επηρεάζει όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και ως γυναίκα, η τόση αστάθεια – οικονομική, πολιτική, θεσμική. «Το να ξεκινήσεις κάτι φιλόδοξο γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Η αβεβαιότητα διαβρώνει τη δημιουργικότητα με έναν ύπουλο τρόπο: σε βάζει σε κατάσταση επιβίωσης. Και όταν προσπαθείς απλώς να κρατήσεις τα πάντα όρθια, το “χτίζω κάτι νέο” μπαίνει στον πάγο. Ως γυναίκα, ως άνθρωπος, είναι ψυχικά εξαντλητικό να βλέπεις να ξηλώνονται δικαιώματα που θεωρούσες κεκτημένα. Κι αυτό δεν είναι κάτι θεωρητικό, συμβαίνει καθημερινά, το βιώνεις, όταν πρέπει να εξηγείς ξανά και ξανά γιατί το σώμα σου δεν είναι δημόσιο πεδίο διαπραγμάτευσης, γιατί δεν χρειάζεσαι προστασία αλλά ελευθερία.
Ο κοινωνικός μου κύκλος είναι ακόμα σχετικά ασφαλής. Αλλά λίγο πιο έξω από αυτόν αρχίζουν να εμφανίζονται οι ρωγμές. Όταν είπα ότι θα μιλήσω σε ένα συνέδριο για γυναίκες, είδα βλέμματα, μορφασμούς, ίσως και κάποιο γελάκι. Κάτι στο ύφος που έλεγε “σιγά τώρα”. Υπονοούμενα που όμως είναι αρκετά για να καταλάβεις ότι κάποιοι περιμένουν με ανυπομονησία να γυρίσει το κλίμα».
Η πολιτική του Τραμπ επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτό δεν το θεωρεί απλό ρεβιζιονισμό. «Είναι επιχείρηση ανασύστασης του κόσμου μέσα από φίλτρα φόβου, παραπληροφόρησης και νοσταλγίας για μια τάξη πραγμάτων που ευνοεί πάντα τους ίδιους λίγους. Ο Τραμπ δεν πιστεύω πως έχει κάποιο ιδεολογικό σχέδιο. Θέλει να είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος στον κόσμο και, δυστυχώς, το έχει πετύχει. Δεν τον ενδιαφέρει η θεωρία, τον ενδιαφέρει ο έλεγχος. Όμως έχει γίνει πλατφόρμα για ανθρώπους που έχουν πολύ συγκεκριμένη ατζέντα. Λευκοί χριστιανοί εθνικιστές, θρησκευτικά λόμπι, αντι-φεμινιστικά και αντι-LGBTQΙ+ δίκτυα – όλοι βρίσκουν χώρο στην “παράστασή” του. Δεν χρειάζεται να πιστεύει αυτά που λέει, αρκεί να του προσφέρουν δύναμη, επιρροή και ένα πιο φανατικό κοινό. Λειτουργεί ως κεντρική φιγούρα σε ένα reality που μοιάζει όλο και περισσότερο μοιάζει με εφιάλτη.
Το να επικαλείσαι την παράδοση για να περιορίσεις την ελευθερία δεν κάτι καινούργιο, είναι μια παλιά ιστορία. Και πάντα συνοδεύεται από μια βασική ερώτηση που κανείς δεν κάνει: ποια παράδοση; Ποιανού η ιστορία προστατεύεται; Και ποια σώματα, φωνές και ταυτότητες πρέπει να εξαφανιστούν για να ακουστεί η “καθαρή” εκδοχή της; Αυτή η αφήγηση για “παραδοσιακές αξίες” δεν είναι αθώα, είναι πολιτικό όπλο. Είναι η δικαιολογία για να σβήσεις τη μνήμη των περιθωριακών, των queer, των γυναικών, των μεταναστών, των μειονοτήτων, όλων όσοι δεν εξυπηρετούν το αφήγημα της εθνικής ή ηθικής καθαρότητας. Δεν υπάρχει μία παράδοση, υπάρχουν πολλές. Και η προσπάθεια να προστατευτεί μόνο μία –η πιο λευκή, η πιο straight, η πιο ανδρική– είναι αυτό που κάνει την “προστασία της παράδοσης” τόσο επικίνδυνη. Δεν είναι άμυνα. Είναι επίθεση μεταμφιεσμένη σε φόβο».

Επιστρέφοντας στο θέμα της συζήτησής της στο WOW και στην ενδυνάμωση της φωνής των γυναικών, τη ρωτάω πόσο πλασματική είναι η εντύπωση που έχουμε ότι δίνουμε παντού βήμα στις γυναίκες με τους ίδιους όρους. «Πιο πλασματική και από influencer με φίλτρο στο TikTok. Η “φωνή” που δίνεται στις γυναίκες δεν είναι ούτε ίδια, ούτε ισότιμη, ούτε παγκόσμια. Είναι συχνά προϊόν στρατηγικής – να τσεκάρουμε το κουτάκι της ένταξης, χωρίς να πειραχτεί η δομή της εξουσίας. Και η αλήθεια είναι ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που δίνεται στις γυναίκες δεν είναι φωνή, είναι μικρόφωνο χωρίς ήχο.
Ας πούμε και το προφανές: η ίδια η φράση “δίνουμε φωνή στις γυναίκες” είναι προβληματική. Οι γυναίκες έχουν φωνή. Δεν είναι αόρατες υπάρξεις που περιμένουν κάποιον να τους βάλει μπαταρίες. Το θέμα είναι ποιος τις ακούει, και με ποιους όρους. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, έχουμε φτάσει στο σημείο να μετράμε γυναικοκτονίες και ακόμα συζητάμε αν πρέπει να τις ονομάζουμε έτσι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τον φεμινισμό τον μετατρέπουν σε branding. Η πραγματική ισότητα δεν είναι να ανεβάζεις ένα post στις 8 Μαρτίου. Είναι να έχεις λόγο και χώρο, να παίρνεις ρίσκο. Και αυτά δεν δίνονται, κατακτιούνται, και ακόμα είμαστε πολύ μακριά από το να τα θεωρούμε δεδομένα».
Σε σχέση με το Λος Άντζελες, βλέπει πως στην Ελλάδα έχει σημειωθεί πρόοδος π.χ. σε σχέση με αυτό που συνέβαινε πριν από τρία χρόνια ας πούμε στα θέματα που διαπραγματευόταν το «The Principles of Pleasure», αλλά είναι άνιση, αποσπασματική και κάπως αμήχανη. «Μοιάζει περισσότερο με επιλεκτική αφύπνιση παρά με οργανωμένο ξύπνημα. Στην Ελλάδα βλέπω όλο και περισσότερες γυναίκες –και άντρες– που θέλουν να μιλήσουν για το σώμα, τη σεξουαλικότητα και την επιθυμία χωρίς ντροπή. Αυτό είναι τεράστια πρόοδος. Αλλά το πολιτισμικό υπόβαθρο παραμένει συντηρητικό, γεμάτο σιωπές και ενοχές. Έχουμε αρχίσει να κάνουμε τις ερωτήσεις, αλλά ακόμα φοβόμαστε τις απαντήσεις.
«Ζούμε σε μια εποχή όπου αν δεν μοιραστεί κάτι είναι σαν να μη συνέβη, αν δεν χωράει στον αλγόριθμο, δεν αξίζει. Έτσι χάνονται η εσωτερικότητα, η σιωπή, η αναζήτηση, ό,τι χρειάζεται για να υπάρξει αληθινή σύνδεση. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ακόμα το underground όχι ως ρομαντική ιδέα αλλά ως πραγματική πολιτισμική ανάγκη».
Στο Λος Άντζελες, από την άλλη, υπάρχει μεγαλύτερη εξοικείωση με αυτά τα θέματα, αλλά και εκεί συχνά μένουμε στην επιφάνεια. Το sex positivity έχει γίνει lifestyle, αλλά πολλές φορές χωρίς βάθος. Μιλάμε περισσότερο, όμως καταλαβαίνουμε λιγότερο. Και όσο πιο πολύ εκτίθεται το σώμα, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να σταθεί με ειλικρίνεια.
Το “The Principles of Pleasure” άνοιξε μια πόρτα για συζήτηση. Αλλά δεν είμαστε ακόμα στο σημείο που αυτές οι συζητήσεις φέρνουν πραγματική ελευθερία. Είμαστε στο μεταίχμιο: μεταξύ της διάθεσης για αλλαγή και των μηχανισμών και του προγραμματισμού που μας τραβάνε πίσω».
Όσον αφορά την υπερέκθεση και την κανονικοποίηση γενικά, όχι μόνο στο θέμα της σεξουαλικότητας, πιστεύει ότι μπορούν να σου ανοίξουν πόρτες, να φέρουν στο φως ό,τι ήταν ταμπού, να προσφέρουν ανακούφιση, αναγνώριση, ακόμα και αίσθηση ασφάλειας. «Μπορεί να σε κάνουν να νιώσεις ότι σε βλέπουν, ότι υπάρχεις, ότι έχεις χώρο. Αλλά η υπερέκθεση και η κανονικοποίηση γίνονται τοξικό δίδυμο. Η υπερέκθεση σε εξαντλεί, η κανονικοποίηση σε ευνουχίζει. Αντί να απελευθερώνεσαι, χάνεις τον εαυτό σου μέσα σε πρότυπα που παρουσιάζονται ως πρόοδος, αλλά είναι απλώς άλλη μια μορφή συμμόρφωσης.
Ζούμε σε μια εποχή όπου αν δεν μοιραστεί κάτι είναι σαν να μη συνέβη, αν δεν χωράει στον αλγόριθμο, δεν αξίζει. Έτσι χάνονται η εσωτερικότητα, η σιωπή, η αναζήτηση, ό,τι χρειάζεται για να υπάρξει αληθινή σύνδεση. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ακόμα το underground όχι ως ρομαντική ιδέα αλλά ως πραγματική πολιτισμική ανάγκη. Εκεί υπήρχε χώρος για πειραματισμό χωρίς την πίεση του κοινού, χωρίς followers, χωρίς likes. Η γενιά μου στάθηκε τυχερή. Μεγαλώσαμε πριν από τα social media, πριν από την 24/7 τεκμηρίωση της ζωής. Είχαμε χώρο να εξερευνήσουμε, να αποτύχουμε, να δοκιμάσουμε, να ξεφύγουμε χωρίς να μας περιμένει κάθε φορά ένα κοινό ή μια τιμωρία. Η μουσική, η τέχνη, οι ιδέες, είχαν χρόνο να ζυμωθούν υπόγεια, να καλλιεργηθούν, να μας διαμορφώσουν, προτού γίνουν προϊόν. Κι εμείς διαμορφωνόμασταν μαζί τους, όχι απέναντί τους».
Στην υπερξουαλικοποίηση των πάντων, στην πανεύκολη πρόσβαση στο σεξ, στο γυμνό από πολύ μικρές ηλικίες και στην κατανάλωσή του με κάθε τρόπο βλέπει μια οξεία αντίφαση. «Ζούμε μέσα σε εικόνες σεξουαλικότητας και ταυτόχρονα νιώθουμε όλο και πιο άβολα με την ίδια τη σεξουαλικότητα. Η υπερξουαλικοποίηση έχει δημιουργήσει υπερκορεσμό, όχι απελευθέρωση. Η εικόνα έχει αντικαταστήσει τη σχέση. Το performance έχει καταπιεί την επιθυμία. Το πρόβλημα δεν είναι η πρόσβαση αλλά η απουσία πλαισίου. Παιδιά βλέπουν τα πάντα, χωρίς κανένα εργαλείο που θα τα βοηθούσε να το επεξεργαστούν. Και όταν η σεξουαλικότητα παρουσιάζεται μόνο ως θέαμα και όχι ως σχέση, επαφή, ανακάλυψη, το αποτέλεσμα είναι φόβος. Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώνει εκτεθειμένη στο σεξ, αλλά αποκομμένη από την επιθυμία της.

Ο ηθικός πανικός είναι συχνά αντίδραση σε αυτή την αποσύνδεση, και όχι μόνο από συντηρητικούς. Όταν η σεξουαλικότητα μετατρέπεται σε εμπόρευμα χάνει το ανθρώπινο βάθος της. Και τότε ακόμα και προοδευτικοί άνθρωποι αρχίζουν να μιλούν για “όρια”, όχι με τον τρόπο που θα βοηθούσε αλλά με τον τρόπο που απλώς τραβάει χειρόφρενο. Η σεξουαλική ελευθερία δεν είναι το ίδιο με την έκθεση. Είναι η δυνατότητα να γνωρίσεις, να επιλέξεις, να πεις “ναι” και “όχι” με επίγνωση. Κι αυτό θέλει χώρο, παιδεία και χρόνο, όχι απλώς Wi-Fi.
Ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται για την ελευθερία, ενδιαφέρεται για το engagement. Ό,τι φέρνει clicks, views και monetization ενισχύεται. Ό,τι δεν πουλάει καλά ή δημιουργεί πολιτικό ρίσκο λογοκρίνεται. Είναι τόσο απλό, και τόσο επικίνδυνο. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ένα παιδί μπορεί με δύο clicks να βρεθεί μπροστά σε βίαιο πορνογραφικό περιεχόμενο, αλλά δεν μπορεί να δει μια φωτογραφία με ρώγα από έκθεση σύγχρονης τέχνης. Γιατί; Επειδή η μία εικόνα εξυπηρετεί την οικονομία της επιθυμίας και η άλλη την αμφισβητεί.
Ο καπιταλισμός δεν έχει πρόβλημα με το γυμνό, έχει πρόβλημα με το μη εμπορεύσιμο γυμνό. Δεν τον ενοχλεί η σεξουαλικότητα, τον ενοχλεί η σεξουαλική αυτονομία. Θέλει να ελέγχει πώς εμφανίζεται, ποιος τη βλέπει και ποιος κερδίζει από αυτήν. Γι’ αυτό και βλέπουμε να ενισχύονται τα πιο “καταναλώσιμα” πρότυπα, ενώ τα πιο σύνθετα, τα πιο ανθρώπινα, εξαφανίζονται από τις πλατφόρμες. Δεν είναι πουριτανισμός. Είναι business plan».
H Τhalia πιστεύει πως ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το γυναικείο σώμα είναι ταξικός. «Η τάξη καθορίζει όχι μόνο πώς σε βλέπουν αλλά και τι επιτρέπεται να κάνεις με το σώμα σου· ποια σώματα προστατεύονται και ποια εκτίθενται· ποια έχουν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και ποια θεωρούνται αναλώσιμα· ποια κρίνονται ως ελεύθερα και ποια ως προβληματικά. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση υπάρχει θεωρητικά για όλες, αλλά στην πράξη κρίνεται ανάλογα με το ποια είσαι. Αν έχεις χρήματα και κινείσαι μέσα σε “ασφαλή” κοινωνικά πλαίσια, η σεξουαλικότητά σου μπορεί να αντιμετωπίζεται ως “χειραφέτηση”. Αν ανήκεις σε πιο περιθωριοποιημένη τάξη ή κοινότητα, η ίδια έκφραση μπορεί να θεωρηθεί πρόβλημα, πρόκληση ή απειλή. Η τάξη λειτουργεί σαν φίλτρο: επηρεάζει πώς βλέπουν το σώμα σου, το αν το σέβονται, αν το ελέγχουν ή αν το αγνοούν εντελώς. Ακόμα περισσότερο, καθορίζει ποιο σώμα έχει το δικαίωμα να θεωρείται γυναικείο, ποια σώματα χωράνε στη δημόσια εικόνα της θηλυκότητας και ποια διαγράφονται, στιγματίζονται ή στοχοποιούνται».
Γιατί εκείνη το γυναικείο σώμα εξακολουθεί να παραμένει πεδίο σύγκρουσης, γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί χωρίς αντίσταση, δεν μπορεί να είναι ουδέτερο. «Είναι ταυτόχρονα έδαφος, σύμβολο και απειλή. Είναι το πρώτο πράγμα που προσπαθεί να ελέγξει κάθε εξουσία, είτε μέσω νόμων, είτε μέσω αφήγησης, είτε μέσω βίας. Συμβολίζει τη δημιουργία, όχι μόνο από τη βιολογική πλευρά αλλά και αυτή του ενστίκτου, ως δύναμη, ως πράξη. Κι αυτό από μόνο του είναι ριζοσπαστικό, γιατί η δημιουργικότητα σημαίνει ανεξαρτησία, φαντασία, παραγωγή νέων κόσμων, ελευθερία να υπάρχεις τον έλεγχο.
Το σώμα παραμένει πεδίο σύγκρουσης επειδή βρίσκεται εκεί όπου συναντιούνται όλες οι αντιφάσεις: ελευθερία και εξουσία, επιθυμία και φόβος, παρουσία και εξαφάνιση. Επειδή το σώμα μιας γυναίκας δεν είναι ποτέ μόνο σώμα, είναι και σχόλιο, μήνυμα, στόχος ή εργαλείο. Και όσο περισσότερο οι γυναίκες το επαναδιεκδικούν στη γλώσσα, στην τέχνη, στο σεξ, στην πολιτική, τόσο πιο έντονα αντιδρά το σύστημα που χτίστηκε πάνω στην πειθάρχησή του».
Ωστόσο, όσον αφορά πλατφόρμες όπως το OnlyFans και τον ρόλο που παίζουν στη χειραφέτηση του γυναικείου σώματος η απάντηση δεν είναι εύκολη. «Υπάρχουν γυναίκες που έχουν βρει δύναμη, οικονομική ανεξαρτησία και έλεγχο μέσα από αυτές τις πλατφόρμες. Και υπάρχουν άλλες που νιώθουν ότι απλώς παίζουν το ίδιο παιχνίδι με άλλους κανόνες. Και οι δύο εμπειρίες είναι αληθινές.
«Το OnlyFans δεν τρομάζει τον κόσμο επειδή “πουλιέται το σεξ”. Τρομάζει επειδή πουλιέται από τις γυναίκες, με όρους που ελέγχουν οι ίδιες. Δεν είναι το γυμνό που προκαλεί πανικό, είναι η απροκάλυπτη συναλλαγή, το ότι αποκαλύπτει αυτό που όλοι ξέρουμε: πως ο καπιταλισμός δεν σε δικάζει όταν εκτίθεσαι, σε δικάζει όταν βγάζεις λεφτά από αυτόν».
Το πρόβλημα δεν έγκειται στην επιλογή να δείξεις το σώμα σου αλλά στο ότι είναι ένα σύστημα που σε αναγκάζει να το πουλήσεις για να πληρώσεις το νοίκι σου και, σε πολλές περιπτώσεις, το κάνει να μοιάζει και ως η ευκολότερη επιλογή. Όταν η σεξουαλικότητα γίνεται η πιο γρήγορη, πιο “ανταποδοτική” οδός για να αποκτήσεις εισόδημα ή ορατότητα, πολλοί την επιλέγουν όχι από απελευθέρωση αλλά γιατί όλα τα άλλα μοιάζουν ανέφικτα, κουραστικά, ή αργά. Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και η αυξανόμενη εμμονή με τη “σωστή εμφάνιση”: το “σωστό” πρόσωπο, το “σωστό” σώμα, τη “σωστή” τσάντα. Το γυναικείο σώμα έχει γίνει project διαχείρισης με πλαστικές, φίλτρα, χειρουργεία. Και όλα αυτά όχι για να το ζήσεις αλλά για να το πουλήσεις.
Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε και ποιος πληρώνει. Οι περισσότερες από αυτές τις πλατφόρμες βασίζονται σε άντρες, συχνά παντρεμένους, μοναχικούς ή απλώς πρόθυμους να πληρώνουν για πρόσβαση χωρίς συνέπειες. Δεν είναι μόνο η προβολή που σοκάρει την κοινωνία. Είναι και το ότι βλέπουμε ξεκάθαρα ποιου η φαντασίωση χρηματοδοτεί την αγορά – και αυτό είναι άβολο. Το OnlyFans δεν τρομάζει τον κόσμο επειδή “πουλιέται το σεξ”. Τρομάζει επειδή πουλιέται από τις γυναίκες, με όρους που ελέγχουν οι ίδιες. Δεν είναι το γυμνό που προκαλεί πανικό, είναι η απροκάλυπτη συναλλαγή, το ότι αποκαλύπτει αυτό που όλοι ξέρουμε: πως ο καπιταλισμός δεν σε δικάζει όταν εκτίθεσαι, σε δικάζει όταν βγάζεις λεφτά από αυτόν.
Η χειραφέτηση δεν είναι ποτέ απόλυτη μέσα σε ένα σύστημα που συνεχίζει να σε αξιολογεί, να σε ταξινομεί και να σε πουλάει. Αλλά η δυνατότητα να θέτεις τους δικούς σου όρους, έστω μέσα σε ένα ελαττωματικό πλαίσιο, είναι κάτι που αξίζει να προστατευτεί. Το ερώτημα είναι πώς μοιάζει η πραγματική ελευθερία, όταν δεν χρειάζεται να τη διαπραγματευτείς με το σώμα σου;».
Είδαμε μια έκρηξη ταινιών και σίριαλ με τρανς γυναίκες και άνδρες τα προηγούμενα χρόνια, αλλά πιστεύει πως αυτό είναι μάλλον μια εξέλιξη περισσότερο συγκυριακή. «Οι ιστορίες με cis άνδρες εξακολουθούν να θεωρούνται πιο εμπορικές, λιγότερο ριψοκίνδυνες. Όλα τα άλλα θεωρούνται “ειδικό κοινό”. Ακόμα και τώρα. Η έκρηξη εκπροσώπησης που είδαμε τα προηγούμενα χρόνια ήταν σημαντική, αλλά φοβάμαι πως ήταν περισσότερο αποτέλεσμα πολιτιστικού momentum και λιγότερο ουσιαστικής αλλαγής δομής.

Αυτό που θα δούμε τα επόμενα ένα-δύο χρόνια είναι μια στροφή σε πιο ανδροκεντρικές, πιο “παραδοσιακές” ιστορίες, πιο συντηρητικές. Η μετατόπιση έχει ξεκινήσει ήδη, και μάλιστα απότομα. Έχω γνωστή showrunner και σκηνοθέτιδα μιας πασίγνωστης, πολυβραβευμένης τηλεοπτικής σειράς με διεθνή φήμη που έγραψε ταινία, αλλά δεν μπορεί να τη χρηματοδοτήσει επειδή θεωρείται γυναικεία ιστορία. Τώρα θα δούμε πόσο θα οπισθοχωρήσουμε ή αν μπορούμε να διατηρήσουμε το έδαφος που κερδίσαμε».
«Πού βρίσκεται η αμερικάνικη αριστερά αυτήν τη στιγμή;». «Σε ένα δικομματικό σύστημα όπως των Ηνωμένων Πολιτειών, η αριστερά δεν εκπροσωπείται θεσμικά. Υπάρχει η Δεξιά και Κέντρο-Δεξιά. Υπάρχουν λίγες, μεμονωμένες πολιτικές φωνές με ουσία, όπως αυτή του Bernie Sanders, αλλά συνολικά η αριστερά είναι περιθωριοποιημένη. Αυτήν τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ, είναι ξεκάθαρο ότι η δεξιά πουλάει όραμα, η αριστερά κάνει damage control. Αυτό δεν αρκεί. Τα τελευταία χρόνια η αριστερά παρασύρθηκε σε ένα πεδίο που δεν της ανήκει: στα culture wars, στα clickbait debates, στην υπεραπλούστευση των πάντων μέσα από τα φίλτρα της ταυτότητας. Δεν ήταν επιλογή της, ήταν παγίδα του αλγόριθμου. Αντί να εστιάσει στην τάξη, την εργασία και την επιβίωση, έχασε την αφήγηση μέσα στη σύγκρουση συμβόλων και έτσι απομακρύνθηκε από τη βάση.
Η πραγματική δουλειά γίνεται στο πεδίο: στα σωματεία, στις κοινότητες μεταναστών, σε grassroots δομές που λειτουργούν χωρίς προβολή. Εκεί κρατιέται ζωντανή η ιδέα της συλλογικότητας. Αλλά, χωρίς στήριξη και συντονισμό, παραμένει διάσπαρτη. Γι’ αυτό δουλεύω πάνω σε μια σειρά ντοκιμαντέρ για το Occupy Wall Street, γιατί ήταν η τελευταία φορά που ένα αριστερό κίνημα έσπασε το φράγμα του mainstream. Δεν είχε ηγέτη, δεν είχε κόμμα, αλλά είχε ορμή, οργή, ιδέες και πίστη ότι μπορούμε να αλλάξουμε το αφήγημα. Και κάπου εκεί χάθηκε, ακριβώς γιατί το αφήγημα δεν άλλαξε. Γι’ αυτό συγκινούμαι βαθιά κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους να φροντίζουν ο ένας τον άλλον χωρίς κάμερες, χωρίς ανταλλάγματα, όταν επιμένουμε να ακούμε, να δημιουργούμε, να φανταζόμαστε αλλιώς, ακόμα και όταν όλα μας σπρώχνουν προς την παραίτηση. Αυτό είναι επαναστατικό. Η ελπίδα δεν είναι συναίσθημα για μένα. Είναι πράξη. Είναι το πείσμα να συνεχίζεις να χτίζεις, να γράφεις, να μιλάς, να ενώνεις κουκκίδες, ακόμα κι αν δεν ξέρεις πού οδηγούν. Είναι το να λες “όχι” στον κυνισμό, όχι γιατί είσαι αφελής, αλλά γιατί έχεις δει τι καταφέρνουν η πίστη και η κοινότητα όταν συναντιούνται. Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι ότι, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να ψάχνουμε νόημα. Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα ψάχνουν, δεν έχει τελειώσει τίποτα.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ξεκινήσαμε το Bilili Creative Lab, μια πρωτοβουλία στην Γκάνα με στόχο να δώσουμε χώρο και εργαλεία σε γυναίκες και περιθωριοποιημένες κοινότητες για να μάθουν πώς να λένε τις δικές τους ιστορίες μέσα από τον κινηματογράφο, την τεχνολογία και τη συλλογική δημιουργία. Γιατί η ελπίδα δεν ανήκει σε γεωγραφικά ή γεωπολιτικά κέντρα· γεννιέται εκεί όπου οι άνθρωποι δημιουργούν με τα λίγα, ενώνουν δυνάμεις και αρνούνται να σβήσουν. Κι εκεί ακριβώς φυτεύουμε σπόρους».
Για το άμεσο μέλλον έχει πολλά σχέδια. «Πολλά από αυτά συμβαίνουν ακόμα στις σκιές, εκεί όπου χτίζονται τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Υπάρχουν νέα πρότζεκτ σε ταινίες, σειρές, μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες, αλλά και στον χώρο των start-ups που συνεργάζομαι στρατηγικά με ομάδες οι οποίες προσπαθούν να χτίσουν κάτι διαφορετικό. Θα τα πούμε όλα στην ώρα τους. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι θέλω να δουλέψω για να επενδύσω στην Ελλάδα δημιουργικά, πολιτισμικά και συλλογικά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.