Πέντε περίπου χρόνια από την ημέρα που το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, το γεφύρι της Πλάκας, έπεσε μετά από μια μεγάλη κακοκαιρία, στέκεται ξανά περήφανο, ενώνοντας τα Τζουμέρκα με τα Κατσανοχώρια.
Το γεφύρι, που τη δεκαετία του 1880 υπήρξε συνοριακό πέρασμα προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ το 1944 υπογράφηκε κοντά του η ειρηνευτική συμφωνία Πλάκας-Μυρόφυλλου μεταξύ των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ, αναστηλώθηκε με τη συμβολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και των αρχιτεκτόνων Αλέκου Παπακωστόπουλου και Χρήστου Ηλιόπουλου.
Ο εκπρόσωπος της Νήρικος Τεχνική, επικεφαλής και εργοταξιάρχης, κ. Αλέκος Παπακωστόπουλος, μίλησε στο LIFO.gr από τα Τζουμέρκα, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται, μέχρι να τοποθετηθεί στο γεφύρι και η τελευταία πέτρα.
«Το έργο έχει ολοκληρωθεί κατά 98-99%, απομένει μόνο το μισό καλντερίμι και τα μισά στηθαία» μας λέει. Στην ερώτηση γιατί εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί, εξηγεί ότι σε τόσο δύσκολα έργα χρειάζεται κεντρική κατεύθυνση και συντονισμός, αλλιώς υπάρχουν οξύνσεις. «Όταν πρόκειται για μνημεία, κάθε λάθος είναι μη αναστρέψιμο» τονίζει.
Η δυσκολία του έργου, που δεν έχει προηγούμενο στον ελλαδικό και όχι μόνο χώρο και αποτελούσε πρόκληση, ήταν ο λόγος που η εταιρεία, η οποία έχει μεγάλη εμπειρία αναστηλωτικών έργων, πήρε μέρος στον διαγωνισμό.
Tο νέο γεφύρι όχι μόνο έχει τη μορφή του παλιού αλλά και τα υλικά του είναι παρόμοια με τα φυσικά υλικά που χρησιμοποίησε ο αρχιμάστορας Κώστας Μπέκας και το «μπουλούκι» του, το 1866.
«Το έργο ήταν δύσκολο εξαιτίας του νερού, καθώς ο Άραχθος είναι ορμητικός. Ψηλότερα υπάρχει υδροηλεκτρικό φράγμα αυτοματοποιημένο, που ανοίγει ανάλογα με τις ανάγκες για ρεύμα. Το μόνο που μπορούσε να γίνει είναι να ενημερώνεται 8 ώρες πριν το συνεργείο ότι το φράγμα πρόκειται να ανοίξει. Οι ποσότητες νερού ποικίλλουν. Ξαφνικά, μπορεί να ανέβει η στάθμη μισό μέτρο ή 80 εκατοστά μέσα σε δέκα λεπτά, σαν παλίρροια» εξηγεί ο κ. Παπακωστόπουλος. Εκ των πραγμάτων, το συνεργείο βρισκόταν εκεί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Η σύμβαση, αν και έπρεπε να υπογραφεί τον Μάιο του 2018, ώστε να εκμεταλλευτεί το συνεργείο όλο το καλοκαίρι, καθυστέρησε λόγω γραφειοκρατίας. «Η αναστήλωση του γεφυριού, τελικά, υπήρξε άθλος λόγω της γραφειοκρατίας. Το γεφύρι υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο έχει την υψηλή εποπτεία, επειδή πρόκειται για διατηρητέο μνημείο από το 1972. Εμπλέκεται, επίσης, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και την επίβλεψη έχει αναλάβει η ΕΥΔΕ Πάτρας. Στο έργο συνέβαλε ουσιαστικά η επιστημονική ομάδα του ΕΜΠ, ενώ συμμετείχαν η Διεύθυνση Νεότερων Μνημείων Ιωαννίνων, το Τεχνικό Επιμελητήριο και ο Δήμος Τζουμέρκων».
Η σύμβαση εν τέλει υπογράφηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2018 και η ομάδα, που απαρτιζόταν από τα συνεργεία των εταιρειών και μάστορες της περιοχής, δεν γνώριζε αν θα μπορέσει να δουλέψει ή αν θα τους προλάβει ο χειμώνας.
Βασικό στάδιο ήταν η κατασκευή σταθερού καλουπιού πάνω στο οποίο θα στερεωνόταν η λιθοδομή. Η δυσκολία ήταν ότι θα έπρεπε να παραμείνει και τον χειμώνα, αντιμετωπίζοντας αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Η πιο ουσιαστική δουλειά έγινε μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 2018. Μέσα σε τρεις μήνες τοποθετήθηκαν 70 πάσσαλοι μέσα στην κοίτη του ποταμού, σε βάθος 12 μέτρων. Για να επιτευχθεί αυτό έγινε δυο φορές εκτροπή της κοίτης με μπαζώματα. Δένοντας μεταξύ τους τους πασσάλους έφτιαξαν τρία κουτιά από μπετόν, πάνω στα οποία τοποθετήθηκε σταθερή σιδηροκατασκευή μήκους 9 μέτρων και βάρους 350 τόνων, η οποία θα άντεχε οποιαδήποτε στάθμη του νερού και πάνω της θα καθόταν το καλούπι.
Οι εργασίες ξεκίνησαν και πάλι στις 15 Μαΐου 2019, όταν έπεσαν τα νερά του ποταμού, οπότε και άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες πέτρες στη βάση του ανατολικού μεσόβαθρου. Στην ερώτηση αν χρησιμοποιήθηκε το αυθεντικό υλικό, ο αρχιτέκτονας απαντά πως αυτό συνέβη με ένα μικρό μέρος του, ενώ διατηρήθηκε το δυτικό βάθρο ως είχε, καθώς κι ένα μικρό κομμάτι από το ανατολικό. Μεγάλα λιθοσυντρίμματα που ανασύρθηκαν από την Περιφέρεια, υπάρχει η σκέψη να εκτεθούν στο μέλλον.
Για την αναστύλωση επιλέχθηκε ψαμμίτης από τη γειτονική Δαφνούλα, μια σκληρή και βαριά πέτρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που υπήρξαν δυσκολίες στην επεξεργασία της, αφού το πελέκημα έγινε με τον πατροπαράδοτο τρόπο και χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά εργαλεία – βαριά, καλέμι, ματρακάς, τσόκια, χτένια, κόφτες κ.λπ.
Εκτός από τη χρήση μηχανικών μέσων η οποία απαγορευόταν, το κονίαμα δεν περιείχε χημικά αλλά αποτελούνταν από υδραυλική άσβεστο, χαλαζιακή άμμο και πουζολάνη (τριμμένη ελαφρόπετρα σε μορφή πούδρας).
Το αποτέλεσμα είναι το νέο γεφύρι να μην έχει μόνο τη μορφή του παλιού αλλά και τα υλικά του να είναι παρόμοια με τα φυσικά υλικά που χρησιμοποίησε ο αρχιμάστορας Κώστας Μπέκας και το «μπουλούκι» του, το 1866. Κύριος χορηγός του έργου τότε ήταν ο τραπεζίτης των Ιωαννίνων Ιωάννης Ζ. Λούλης, που καταγόταν από την Αετορράχη (Κοτόρτσι) των Κατσανοχωρίων. Ο απόγονός του, επιχειρηματίας Νίκος Λούλης, ήταν εκείνος που χρηματοδότησε τις μελέτες του ΕΜΠ για την αναστήλωση του ιστορικού γεφυριού.
Το ξεκαλούπωμα του έργου υπολογίζεται να γίνει κατά τη διάρκεια των Αλκυονίδων του Γενάρη, καθώς χρειάζονται δέκα μέρες καλοκαιρίας. Η σιδηροκατασκευή θα βγει τον Ιούνιο, όταν θα πέσει η στάθμη του ποταμού, ενώ τα συνεργεία έχουν τοποθετήσει αισθητήρες κάτω από το καλντερίμι που για 5-10 χρόνια θα δείχνουν οποιαδήποτε μικρομετακίνηση υπάρχει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάρρευση του γεφυριού θα είχε αποφευχθεί αν είχαν γίνει εγκαίρως οι απαραίτητες επεμβάσεις, καθώς ο όγκος του νερού δεν ήταν η μόνη αιτία που έπεσε. Το ανατολικό βάθρο ήταν σαθρό, μια και δεν προστατευόταν από πτερυγότοιχο όπως το δυτικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι με τα χρόνια άλλαξε η πορεία του νερού λόγω μικροκατολισθήσεων και το ανατολικό βάθρο άρχισε να δέχεται μεγαλύτερα φορτία νερού απ΄ό,τι όταν σχεδιάστηκε. Επιπλέον, στη βάση του δυτικού βάθρου είχε φυτρώσει ένας πλάτανος.
Ας ελπίσουμε ότι το γεφύρι της Πλάκας και οι περιπέτειές του θα γίνει η αφορμή να συντηρηθούν τα υπόλοιπα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου, που είναι όχι μόνο μνημεία της λαϊκής ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής αλλά πραγματικά έργα τέχνης.
σχόλια