Βλέποντας Φραγκονάρ στο κινητό: η ινσταγκραμοποίηση της πραγματικότητας
Aφότου αγόρασα μια φωτογραφική (το κινητό δεν πιάνεται) άρχισα να παρατηρώ την υφή των νέων εικόνων. Πάντα την παρατηρούσα δηλαδή- κολλημένος με την ευκρίνεια. Το Νational Geopraphic που πρωτοπορούσε στην βαθύτητα των εκτυπώσεων, οι παλιές βαθυτυπίες, η υστερική ακρίβεια της Criterion με τα χρώματα και τον κινηματογραφικό κόκκο κ.λπ. ― the story of my life.
Xαρχαλεύοντας όμως τη δική μου Sony A7 III, ένα θηριάκι κανονικό, κι έχοντας ανοιχτή μποροστά μου μια αχανή βεντάλια δυνατοτήτων, είδα πόσο δύσκολα διαχειρίζεται τον πλούτο ένα χέρι φτωχό. Ειδικά, μετά την λαίλαπα των φίλτρων.
Έχει δίκιο ο Γιώργος Μαρίνος, ο καλύτερος εκτυπωτής φωτογραφιών στην Ελλάδα, ειδικά ασπρόμαυρων: όσο ευκρινής κι αν είναι η ψηφιακή φωτογραφία, δεν έχει την «εικαστικότητα» της αναλογικής ― υστερεί στην τονική απόδοση και στην υφή.
Ψιλά γράμματα. Αλλά η αισθητική είναι αυτό: λεπτομέρειες. Ίσως και η αλήθεια.
Παράδειγμα: Την περασμένη βδομάδα έτυχε να φωτογραφίσω αυτό το ωραίο ταμπλό του William Blake (σε μια ενδελεχή του έκθεση στην Τate). Eπειδή έχω μυγιαστεί, φρόντισα να την αφήσω ανεπεξέργαστη, χωρίς μπουστάρισμα στο φως και τα χρώματα.
Ψάχνοντας μετά στο ίντερνετ την ίδια εικόνα, σχεδόν όλες ήταν πιο φωτεινές. Σε βαθμό που τα χρώματα να αλλοιώνονται και το ημίφως του μαγεμένου δάσους όπου τα ξωτικά είναι μικρούλια όσο πέντε φύλλα κισσού ενωμένα, να έχει χαθεί.
Το καστανό ίχνος του ξύλου που εμπεριέχεται στον χαρτοπολτό και η βαθιά αυτοσυγκράτηση στα χρώματα έχουν ξετιναχτεί από μια αμνήμονα, φωνακλάδικη φωτοσοπιά - που στα κινητά θα φαντάζει «μεγαλειώδης».
Λίγο παρακάτω, βρίσκω μια άλλη, άσχετη εκδοχή, πολύ πρασινωπή και δυστυχώς δημοφιλέστατη, αφότου κάποιος την ανέβασε στη Wikipedia Commons.
Eίναι καμμιά από τις εκδοχές αυτές σωστή; Ποιό είναι τελικά, το πραγματικό έργο Τέχνης; Η Tate πάντως, που λογικά έχει την μεγαλύτερη ευαισθησία επί του θέματος, έχει μια τέταρτη απεικόνιση, πιο αχνή και ξεπλυμένη απ΄τη δική μου, που όταν την είδα, όντως, την ταύτισα με την ονειρώδη σκηνή από το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας - τυλιγμένη, λες, σε μια γάζα ύπνου.
Σε μια άλλη έκθεση (πάλι στο Λονδίνο), έβγαλα αυτό το αριστούργημα του Φραγκονάρ. Θυμάμαι ότι η αίθουσα ήταν κατάφωτη, υπερβολικά και άχαρα, αλλά ήταν όντως τόσο χτυπητή η ταπετσαρία; Ή είχα βάλει το μισητό auto στην κάμερα; Ή είχα καμμιά προτηγανισμένη ρύθμιση στο light;
Aν και τα χρώματα του πίνακα (όταν μεγεθύνω) μού φαίνονται πιστά, μια γενικότερη αμφιβολία τυλίγει πια το βλέμμα μου πάνω σε οτιδήποτε ψηφιακό κοιτάζω. Μη βγάλουμε ακόμη μεγάλα συμπεράσματα - αλλά εδώ πρόκειται για μια επιπόλαιη αναδιανομή του χρώματος, για μια αγράμματη διαταραχή της τονικής ισορροπίας που έχει με τόσο κόπο και μαστοριά κατακτηθεί. Και δεν μιλάμε για μια δημοσιογραφική εικόνα. Μιλάμε για ένα έργο Τέχνης.
Aργότερα, ψάχνω τον πίνακα στο έγκριτο Getty. Eίναι σαφώς με πιο πεσμένα χρώματα, διαχυμένα με μια χρυσή άλω, η σάρκα φωτίζεται από μέσα με μια υπόκωφη φλόγα (τη φλόγα του έρωτα προφανώς) κι υπάρχει μια ιλιγγιώδης ποικιλία τονισμών στον ουρανό με απειροελάχιστες διακυμάνσεις που το αγύμναστο μάτι δύσκολα πιάνει. Ποιός γάτος τα κατάφερε έτσι;!
Στοιχηματίζω ότι αυτό είναι αναλογική φωτογραφία.
Άλλο παράδειγμα: Στην έκθεση για την Τροία στο Bρετανικό Μουσείο εκτίθεται κι ένας έξοχος, διαολεμένος πίνακας του Κράναχ του πρεσβύτερου, από τη συλλογή της βασίλισσας: «Η κρίση του Πάρι». Τον έβγαλα χωρίς φίλτρα και τον δημοσιεύω χωρίς επεξεργασία, φοβούμενος προς στιγμήν ότι έχει λασπωμένα χρώματα και πεσμένο φως.
Έλα όμως που το επίσημο σάιτ της βασίλισσας δημοσιεύει το έργο στην πραγματική του ένταση που είναι χαμηλότερη, αλλά αφήνει τη «μουσική» να ακουστεί πιο καθαρά. (Δεν ακούς κλασική μουσική από τρανζίστορ -απλώς δεν γίνεται)... Το αλλόκοσμο φως πίσω απ' τις λόχμες (σα νά έρχεται από την αρχή του κόσμου και ταυτοχρόνως να σημαίνει το τέλος του), το ψυχρό άσπρο δέρμα των τριών θεαινών που ερίζουν αλλά έχουν φλογισμένους τους αυθάδικους γλουτούς και τα φιλόνικα μάγουλα, τα κίτρινα γένια του γερασμένου Ερμή, κυρίως όμως το εξαϋλωμένο, σχεδόν ανυπόστατο πέπλο που τυλίγεται στο ηδονικό κορμί τους― όλα αυτά εξαφανίζονται από τον ελαφρό κορεσμό της δικής μου φωτογραφίας: κάτι τόσο λίγο, αρκεί να καταστρέψει τη μαγεία ενός έργου τέχνης.
Φωτογραφίζοντας άλλα τρισδιάστατα έργα της ίδιας έκθεσης (που με εξόργισε και με πίκρανε με τον πακτωλό των υφαρπαγμένων θησαυρών μας και την αποικιοκρατική πίκα και θράσος που υπόρρητα διαπνέουν το σχολιασμό της), δεν παρατηρώ μεγάλα προβλήματα. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω.
Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι παύει η διάχυτη αμηχανία στο πώς η υπεράνετη ψηφιακή φωτογραφία προσεγγίζει πράγματα που ορίζονται από αντιδιαμετρικές αρετές: έλεγχο, μέτρο, logistics του ονείρου και της φαντασίας, χειρουργική μαστοριά.
Ακόμη και στη δημοσιογραφική φωτογραφία, οι σοβαροί έχουν αρχίσει και τσινάνε. Ο υπερφωτισμένος κορεσμός των χρωμάτων έχει ξεφύγει. Βλέπεις επεξεργασμένες φωτογραφίες μάχης ή πτωμάτων και λάμπουν σα νά κρέμονται σε γκαλερί.
Νομίζω δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις φωτογραφίες που δημοσιεύουν οι New York Times τους τελευταίους 2-3 μήνες, έχουν έναν προφανή υποφωτισμό. Και χαμηλά χρώματα. Όμως πάλι δεν ξεφεύγουν από την γκλαμουροποίηση της φρίκης ― ή έστω την αισθητικοποίηση της πεζότητας. Είναι σαν παλιά Λίμποβιτς. Ή arty σειρά του Νetflix.
Ένα καλαίσθητο instagram.
Θα μου πεις, προβλήματα πολυτελείας. Συμφωνώ. Αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Ασχολούμαι 40 χρόνια με την λεπτότητα μια γραμμής ή τα καπούλια του ωμέγα - σχεδόν εξίσου με τη δομή του κειμένου ή τι λέει τελικά. Αυτή είναι η ομορφιά της τέχνης μου.
Eπιπλέον, συχνότατα η αισθητική λέει πιο πολλά από την καθεαυτή είδηση...