TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Πώς να γράφετε απλά. Συμβουλές προς συγγραφικά κοκοράκια με μεγάλη αυτοπεποίθηση


Πώς να γράφετε απλά

 

Συμβουλές προς συγγραφικά κοκοράκια με μεγάλη αυτοπεποίθηση
 

Ο Φλωμπέρ για το οξυδερκές, απρόσωπο γράψιμο. Αποσπάσματα από επιστολές του διστακτικού πατέρα του ρεαλισμού.


Πώς να γράφετε απλά. Συμβουλές προς συγγραφικά κοκοράκια με μεγάλη αυτοπεποίθηση Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Yann Le Bec


 

ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΒΑΛΕΙ έστω και πέντε λέξεις δίπλα-δίπλα, έχει δοκιμάσει το δίλημμα της γραφής. Γιατί να βάλω αυτή τη λέξη κι όχι την άλλη; Να το πω στο πρώτο πρόσωπο ή στο τρίτο; Να το γράψω πάνω στη τσατίλα μου ή να περιμένω το πάθος να κουλάρει; 

Αν μάλιστα τύχει να γράφει επί σειρά ετών, έχει κι άλλο βάσανο: διαβάζει ορισμένα παλιά του άρθρα και νοιώθει άβολα. Αν υποθέσουμε ότι στο μεταξύ διάβασε πέντε βιβλία και ξεστραβώθηκε, οι εμπειρίες τού όξυναν την παρατηρητικότητα, ή απλώς ήρθε στα κυβικά του, κοιτάζει τα αφελή και περισπούδαστα άρθρα της νιότης του και διακρίνει έναν εαυτό ψευτράκο και αντιπαθητικό.

Πλην της φορτωμένης (σχεδόν κιτς) γλώσσας με τις παρομοιώσεις, τα κοσμητικά επίθετα και τα επιδεικτικά κοκοράκια γνώσεων και λεκτικών σχημάτων (ναρκισσισμός μετ΄ανασφαλείας), κυρίως δεν αντέχει τον πανταχού παρόντα εαυτό του. Σπανίως περιγράφεται ένα γεγονός ως έχει, «αντικειμενικά», «ρεαλιστικά»― παντού το νεαρό κοκοράκι μας υπενθυμίζει τι ένιωσε αυτό, τι αισθάνθηκε, πώς το ερμηνεύει, τι θά 'θελε να έχει συμβεί. Εννοείται σε πρώτο πρόσωπο.

Ο συγγραφέας που προσωπικώς (άντε πάλι!) με έκανε να ντραπώ για το παρελθόν μου, είναι ο Φλωμπέρ. «Ο κάπως διστακτικός αρχηγός της σχολής του ρεαλισμού στη Γαλλία». H αυστηρότητα κι ο κόπος με τα οποία κατασκεύασε το αραχνοΰφαντο γλωσσικό του πλέγμα για να μιλήσει αόρατος από πίσω, χωρίς φλυαρίες και ρομαντισμούς, στάθηκαν ένα παράδειγμα για το πώς να γράφεις στην τωρινή εποχή, με «οξυδέρκεια παρά με τη διαίσθηση ... με μια γλώσσα αξιοθαύμαστη και νέα, ακριβή, νηφάλια και πλούσια, μια μελέτη της ανθρώπινης ζωής βαθιά, εντυπωσιακή και πλήρη.»

Δε βαριέσαι· ζούμε για να βελτιωνόμαστε!

Το μπουκέτο που ακολουθεί με αποσπάσματα από επιστολές του, θα έπρεπε να διδάσκεται (και) στις σχολές της δημοσιογραφίας. Δημοσιεύτηκε από το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου, και σας συστήνω θερμά να το διαβάσετε.

  


 

Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από σειρά επιστολών του Φλωμπέρ, οι οποίες αναφέρονται στον νέο τρόπο γραφής που εγκαινίασε με τη Μαντάμ Μποβαρύ. Στο κείμενο αναγνωρίζουμε πολλές από τις απόψεις περί αντικειμενικότητας που επηρέασαν καθοριστικά τη θεωρητική σκέψη και τη συγγραφική πρακτική του Μωπασσάν: το "αντικειμενικό"ταυτίζεται εδώ με το "βλέμμα" του καλλιτέχνη, τη "βαθιά ματιά" και την "οξυδερκή παρατήρηση" της πραγματικότητας, και ταυτόχρονα με το απρόσωπο ύφος, την πλήρη απουσία του συγγραφέα από το θέμα. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι ο Μωπασσάν δεν μπόρεσε να συμμεριστεί απόλυτα και να εφαρμόσει την εμμονή του δασκάλου του στις λεπτομέρειες της γλώσσας και την εξαντλητική επεξεργασία -τη "χειροτεχνική" σύμφωνα με τον Ρολάν Μπάρτ- του απρόσωπου αυτού ύφους.

Για τον ρεαλισμό

"Χθες το βράδυ άρχισα το μυθιστόρημά μου. Προβλέπω υφολογικές δυσκολίες που με τρομάζουν θανάσιμα. Το να είναι κανείς απλός δεν είναι και τόσο εύκολο. Φοβάμαι μήπως καταλήξω στο ύφος του Paul de Kock ή αρχίσω να γράφω ένα είδος σατωμπριανίζοντα Balzac"

(ΙΙ, 316, στη Louise Colet, Σεπτέμβριος 1851).

"Στριφογυρίζω· ξύνομαι. Το μυθιστόρημά μου δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο του. Υποφέρω από αποστήματα ύφους και οι φράσεις με τρώνε χωρίς να μπορούν να βγουν. Τι βαρύ κουπί που είναι το μολύβι και τι βαρύ ρεύμα γίνεται μια ιδέα, όταν πρέπει να σκάψει κανείς για να τη βρει! Πάω να σκάσω τόσο πολύ απ' το κακό μου, που το διασκεδάζω αφάνταστα. Σήμερα πέρασα όλη τη μέρα με τα παράθυρα ανοιχτά και τον ήλιο πάνω στο ποτάμι απίστευτα γαλήνιο. Σε μια-δυο εβδομάδες ελπίζω να έχω βρει τον ρυθμό μου· τα χρώματα στα οποία βυθίζω το πινέλο μου είναι τόσο καινούργια, που ανοίγω τα μάτια μου κατάπληκτος"

(ΙΙ, 326, στη Louise Colet, τέλος Οκτωβρίου 1851).

 

 

"Αυτό που μου φαίνεται ωραίο, αυτό που θα 'θελα να κάνω είναι ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρούσε τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του… ένα βιβλίο που δεν θα είχε ουσιαστικά θέμα ή που το θέμα του θα ήταν σχεδόν αόρατο, αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει"

(ΙΙ, 345, στη Louise Colet, 16 Ιανουαρίου 1852).

"…. Νομίζω πως δεν μπορείς να φανταστείς τι είδους βιβλίο γράφω. Στα άλλα μου βιβλία ήμουν τσαπατσούλης· σ' αυτό προσπαθώ να είμαι άμεμπτος και να ακολουθώ μια γεωμετρικά ευθεία γραμμή. Ούτε λυρισμός, ούτε σχόλια, η προσωπικότητα του συγγραφέα απούσα. Σκοτεινή θα είναι η ανάγνωσή του· θα περιέχει φρικαλέα πράγματα δυστυχίας και αθλιότητας"

(ΙΙ, 361, στη Louise Colet, 1 Φεβρουαρίου 1852).

"Βρίσκομαι σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο τώρα, εκείνον της προσεκτικής παρατήρησης των πιο ανιαρών λεπτομερειών. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στους σπόρους της μούχλας που φυτρώνουν στην ψυχή. Μακρύς είναι ο δρόμος από κει μέχρι τα μυθολογικά και θεολογικά πυροτεχνήματα του Αγίου Αντωνίου. Και καθώς το θέμα είναι διαφορετικό, γράφω με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στο βιβλίο μου δεν θέλω να υπάρχει ούτε μία κίνηση, ούτε μία σκέψη του συγγραφέα"

(ΙΙ, 365, στη Louise Colet, 8 Φεβρουαρίου 1852).

"…. Όλη η αξία του βιβλίου μου, αν έχει κάποια αξία, θα βρίσκεται στην ικανότητά μου να βαδίζω ολόισια μπροστά πάνω σε μια τρίχα που κρέμεται ανάμεσα στις δύο αβύσσους του λυρισμού και της χυδαιότητας (τα οποία θέλω να συγχωνεύσω σε μια αναλυτική αφήγηση)"

(ΙΙ, 372, στη Louise Colet, 21 Μαρτίου 1852).

"…. Αν η Bovary αξίζει κάτι, δεν θα της λείπει η ψυχή. Η ειρωνεία, ωστόσο, μου φαίνεται πως κυβερνά τη ζωή. Μήπως γι' αυτό, όταν έκλαιγα, πήγαινα συχνά και κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη; Αυτή η τάση να κοιτάζει κανείς τον εαυτό του από ψηλά είναι ίσως η πηγή κάθε αρετής"

(ΙΙ, 407, στη Louise Colet, 9 Μαίου 1852).

 

"Το ίδιο ισχύει και στην τέχνη. Το πάθος δεν δημιουργεί ποίηση και όσο πιο προσωπικός είναι κανείς, τόσο πιο αδύναμος είναι. Κι εγώ ο ίδιος πάντα έσφαλλα προς αυτή την κατεύθυνση· ο λόγος είναι ότι πάντα έβαζα τον εαυτό μου μέσα σε καθετί που έγραφα. Για παράδειγμα, εγώ ήμουν στη θέση του Αγίου Αντωνίου· ο Πειρασμός ήταν για μένα και όχι για τον αναγνώστη. Όσο λιγότερο νιώθει κανείς ένα πράγμα τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να το εκφράσει όπως είναι(όπως είναι πάντα καθεαυτό, στην ουσία του, απαλλαγμένο από όλα τα εφήμερα, τυχαία στοιχεία). Πρέπει, όμως, να έχει κανείς την ικανότητα να κάνει τον εαυτό του να το νιώσει. Η ικανότητα αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ευφυία: να έχει κανείς διαρκώς το μοντέλο του να ποζάρει μπροστά του"

(ΙΙ, 461-462, στη Louise Colet, 6 Ιουλίου 1852).

"…. Τα βιβλία που φιλοδοξώ περισσότερο να γράψω είναι ακριβώς εκείνα για τα οποία διαθέτω τη μικρότερη ικανότητα. Με αυτή την έννοια, η Bovary θα αποτελεί το πιο ανήκουστο tour de force, που εγώ ο ίδιος θα γνωρίσω ποτέ: θέμα, χαρακτήρες, αποτέλεσμα, κ.λπ., τα πάντα έρχονται απ' έξω. Αυτό θα πρέπει να με κάνει αργότερα να τολμήσω ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Γράφοντας αυτό το βιβλίο μοιάζω με έναν άνθρωπο που προσπαθεί να παίξει πιάνο έχοντας μολυβένιες μπάλες σε κάθε δάχτυλο. Όταν, όμως, θα έχω μάθει τις κινήσεις των δαχτύλων μου, αν πετύχω έναν τόνο του γούστου μου και μπορώ να παίξω με τα χέρια ανασηκωμένα, ίσως τότε καταφέρω κάτι καλό. Νομίζω, μάλιστα, πως απ' αυτή την άποψη είμαι σε καλό δρόμο. Αυτό που κάνεις δεν είναι για σένα, αλλά για τους άλλους. Η τέχνη δεν έχει διαφορές με τον καλλιτέχνη. Τόσο το χειρότερο αν δεν του αρέσει το κόκκινο, το πράσινο ή το κίτρινο· όλα τα χρώματα είναι όμορφα· το θέμα είναι πώς ζωγραφίζει κανείς με αυτά"

(ΙΙΙ, 3-4, στη Louise Colet, 27 Ιουλίου 1852).

"Γράφει κανείς με το κεφάλι. Αν η καρδιά το ζεσταίνει, τόσο το καλύτερο, δεν κάνει, όμως, αυτό να λέγεται. Οφείλει να είναι μια αόρατη φωτιά και, γι' αυτό, αποφεύγουμε να διασκεδάζουμε το κοινό με τους εαυτούς μας, πράγμα το οποίο βρίσκω τρομερό ή υπερβολικά αφελές, καθώς και με την προσωπικότητα του συγγραφέα, γεγονός που μειώνει πάντα ένα έργο"

(ΙΙ, 50, στη Louise Colet, 16 Νοεμβρίου 1852).

"…. Πιστεύω πως η Bovary μου θα τα πάει μια χαρά, με ενοχλεί, ωστόσο, η τάση μου για μεταφορά, η οποία σίγουρα με κυβερνά υπερβολικά. Με τρώνε οι παρομοιώσεις, όπως άλλους οι ψείρες, και ξοδεύω τον χρόνο μου προσπαθώντας να τις καταπνίξω· οι προτάσεις μου βρίθουν από δαύτες"

(ΙΙΙ, 79, στη Louise Colet, 27 Δεκεμβρίου 1852).

"…. Ας προσπαθήσουμε τότε να δούμε τα πράγματα όπως είναι κι ας μη θέλουμε να είμαστε περισσότερο ευφυείς κι από τον ίδιο τον Θεό. Σε καιρούς περασμένους οι άνθρωποι πίστευαν ότι ζάχαρη δίνουν μόνο τα ζαχαροκάλαμα. Σήμερα την παίρνουν σχεδόν από παντού· το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση. Ας την εξαγάγουμε από οτιδήποτε, αφού λανθάνει παντού και μέσα στο καθετί· δεν υπάρχει ούτε ένα μόριο ενός ζητήματος που να μην εμπεριέχει σκέψη. Ας συνηθίσουμε, λοιπόν, στην ιδέα ότι ο κόσμος είναι ένα έργο τέχνης, την τεχνοτροπία του οποίου πρέπει να αναπαράγουμε στα έργα μας"

(ΙΙΙ, 138, στη Louise Colet, 27 Μαρτίου 1853).

 

"…. Να ποιο είναι το καλό με τις φυσικές επιστήμες: δεν ζητούν να αποδείξουν τίποτα. Τι εύρος γεγονότων, όμως, διαθέτουν ακριβώς γι' αυτό τον λόγο και τι τεράστιο χώρο για σκέψη! Πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους σαν μαστόδοντες και κροκόδειλους. Υπάρχει κανείς που να παθιάζεται για τα κέρατα των πρώτων ή για τα σαγόνια των δεύτερων; Μπορείς να τα εκθέσεις, να τα ταριχεύσεις, να τα βάλεις μέσα σε διάλυμα, όχι όμως και να τα εκτιμήσεις. Κι εσείς, βατραχάκια, τι είστε πάλι;"

(ΙΙΙ, 154, στη Louise Colet, 31 Μαρτίου 1853).

"Αν το βιβλίο που γράφω με τόσο κόπο τα καταφέρει και βγει, και μόνο λόγω της ύπαρξής του θα έχω αποδείξει αυτές τις δύο αλήθειες, που για μένα τουλάχιστον είναι αξιωματικές· πρώτον, ότι η ποίηση είναι καθαρά υποκειμενική, ότι στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν τέλεια καλλιτεχνικά θέματα, ότι, επομένως, η Yvetot αξίζει όσο και η Κωνσταντινούπολη· και ότι, κατά συνέπεια, όλα τα θέματα είναι εξίσου καλά. Από τον καλλιτέχνη εξαρτάται αν θα εξυψώσει το θέμα του· ο καλλιτέχνης είναι σαν μια αντλία, έχει μέσα του ένα μεγάλο σωλήνα που φτάνει στα ζωτικά όργανα των πραγμάτων ως τα βαθύτερα στρώματα"

(ΙΙΙ, 249, στη Louise Colet, 26 Ιουνίου 1853).

"…. Δεν βλέπει [ο Leconte de Lisle] το ηθικό βάθος που έχουν μερικά άσχημα πράγματα. Το αποτέλεσμα είναι η γραφή του να στερείται ζωής και έντασης, αν και διαθέτει χρώμα. Η ένταση προέρχεται από τη βαθιά ματιά, από την οξυδερκή παρατήρηση, από το αντικειμενικό. Γιατί η εξωτερική πραγματικότητα πρέπει να εισχωρήσει μέσα μας και να μας κάνει σχεδόν να φωνάξουμε, αν θέλουμε να την αναπαραγάγουμε καλά. Όταν έχουμε το πρότυπό μας καθαρό μπροστά μας, γράφουμε πάντα καλά, και πού διακρίνεται, στ' αλήθεια, το αληθινό πιο καθαρά απ' ό,τι σ' αυτές τις λεπτές περιγραφές της ανθρώπινης δυστυχίας;"

(ΙΙΙ, 269, στη Louise Colet, 8 Ιουλίου 1853).

"Σήμερα είχα μια μεγάλη επιτυχία. Ξέρεις ότι χθες είχαμε την τύχη να έχουμε μαζί μας τον κύριο Saint-Arnaud. Ε λοιπόν, σήμερα το πρωί στη Journal de Rouen βρήκα στον λόγο του δημάρχου προς αυτόν μια φράση που είχα γράψει εγώ το προηγούμενο βράδυ στο κείμενοτης Bovary (στον λόγο του νομάρχη σε ένα γεωργικό πανηγύρι). Δεν βρήκα εκεί μόνο την ίδια ιδέα και τις ίδιες λέξεις, μα και τις ίδιες παρηχήσεις του ύφους. Δεν αρνούμαι πως τέτοια πράγματα μου δίνουν ευχαρίστηση. Όταν η λογοτεχνία έχει την ακρίβεια αποτελέσματος μιας συγκεκριμένης επιστήμης, αυτό είναι κάτι"

(ΙΙΙ, 285-286, στη Louise Colet, 22 Ιουλίου 1853).

 

"…. Ας μην ξεχνάμε ότι το απρόσωπο ύφος είναι σημάδι δύναμης. Ας απορροφήσουμε το αντικειμενικό· ας το αφήσουμε να κυκλοφορήσει μέσα μας, ώσπου να εξωτερικευτεί με τέτοιο τρόπο, που κανείς να μην καταλάβει αυτή την εξαίσια χημεία. Οι καρδιές μας θα πρέπει να χρησιμεύουν μόνο στο να καταλαβαίνουμε τις καρδιές των άλλων. Ας μεγεθύνουμε τους καθρέφτες της εξωτερικής αλήθειας"

(ΙΙΙ, 383-384, στη Louise Colet, 6 Νοεμβρίου 1853).

"…. Πόσο ανόητα και ψεύτικα κάνει όλα τα έργα της φαντασίας η μέριμνα για την ηθική! Ασχολούμαι πολύ με την κριτική. Το μυθιστόρημα που γράφω οξύνει αυτήν την ικανότητα μέσα μου, γιατί πάνω απ' όλα είναι ένα έργο κριτικής ή, πιο σωστά, ανατομίας. Ο αναγνώστης δεν θα αντιληφθεί, ελπίζω, όλη την ψυχολογική διεργασία που κρύβεται κάτω από τη μορφή, θα νιώσει όμως το αποτέλεσμά της"

(ΙV, 3, στη Louise Colet, Ιανουάριος 1854).

"…στο βιβλίο αυτό δεν υπάρχει ούτε μία κίνηση εν ονόματί μου και η προσωπικότητα του συγγραφέα απουσιάζει εντελώς"

(IV, 36, στη Louise Colet, 19 Μαρτίου 1854).

"Δεν πιστεύεις πως αυτή η ποταπή πραγματικότητα, η απεικόνιση της οποίας σου προκαλεί αηδία, αρρωσταίνει εξίσου και την ψυχή μου; Αν με γνώριζες καλύτερα, θα ήξερες ότι απεχθάνομαι την κοινή ζωή. Κρατιόμουν πάντα μακριά της όσο περισσότερο μπορούσα. Από αισθητικής πλευράς, όμως, ήθελα αυτή τη φορά και μόνον αυτή να τη θέσω υπό την κατοχή μου μέχρι τέλους. Έτσι, το επιχείρησα με έναν ηρωικό τρόπο -εννοώ λεπτολόγο, σχολαστικό- αποδεχόμενος τα πάντα, λέγοντας τα πάντα, απεικονίζοντας τα πάντα -φιλόδοξη δήλωση, στ' αλήθεια"

(IV, 125, στον Laurent-Pichat, 2 Οκτωβρίου 1856).

"Πρέπει να σου ομολογήσω ότι όλα αυτά μου είναι εντελώς αδιάφορα. Η ηθική της τέχνης βρίσκεται στην ίδια της την ομορφιά. Για μένα, πρώτα και πάνω απ' όλα έρχεται το ύφος και μετά η Αλήθεια. Πιστεύω ότι έβαλα όση περισσότερη λογοτεχνία και decorum μπορούσα -δεδομένου, φυσικά, του θέματος- σ' αυτό το πορτρέτο μεσοαστικών τρόπων και στην απεικόνιση του χαρακτήρα μιας από τη φύση της διεφθαρμένης γυναίκας"

(IV, 136, στον Louis Bonenfant, 12 Δεκεμβρίου 1856).

"…. Η Madame Bovary δεν περιέχει τίποτα από τη ζωή. Πρόκειται για μια εξολοκλήρου επινοημένη ιστορία. Δεν έβαλα μέσα τίποτα από τα συναισθήματα ή την εμπειρία μου. Η ψευδαίσθηση (αν υπάρχει) προέρχεται, αντίθετα, από τον απρόσωπο χαρακτήρα του έργου. Μία από τις αρχές μου είναι ότι δεν πρέπει να γράφεις για τον εαυτό σου. Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι στο έργο του όπως ο Θεός στη δημιουργία, αόρατος και παντοδύναμος. Θα πρέπει να είναι αισθητός παντού, αλλά να μη φαίνεται πουθενά .

Η τέχνη, επιπλέον, οφείλει να είναι υπεράνω προσωπικών αισθημάτων και ευαίσθητων σημείων! Είναι καιρός να της δοθεί η ακρίβεια των φυσικών επιστημών μέσω μιας ανήλεης μεθόδου! Όπως και να 'ναι, για μένα η μεγαλύτερη δυσκολία εξακολουθεί να είναι το ύφος, η μορφή, το ακαθόριστο Ωραίο όπως προκύπτει από την ίδια τη σύλληψη· αυτό είναι το μεγαλείο της Αλήθειας, όπως είπε ο Πλάτων"

(IV, 165-165, στη δεσποινίδα Leroyer de Chantepie, 18 Μαρτίου 1857).

"….Το μυθιστόρημα δεν υπήρξε τίποτε άλλο από την έκθεση της προσωπικότητας του συγγραφέα, θα έλεγα μάλιστα πως αυτό ισχύει γενικά για όλη τη λογοτεχνία, με εξαίρεση, ίσως, δύο ή τρεις ανθρώπους. Ωστόσο, οι ηθικές επιστήμες πρέπει να ακολουθήσουν έναν νέο δρόμο και να προχωρήσουν όπως οι φυσικές επιστήμες, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αμεροληψίας"

(IV, 43, στη δεσποινίδα Leroyer de Chantepie, 12 Δεκεμβρίου 1857).

"Δεν πιστεύω (αντίθετα από σένα) ότι θα μπορούσε να βγει τίποτα καλό από τον χαρακτήρα του ιδανικού Καλλιτέχνη. Θα ήταν ένα τέρας. Η τέχνη δεν γίνεται για την απεικόνιση των εξαιρέσεων, ακόμη και τότε όμως απεχθάνομαι απόλυτα το να καταθέτω στο χαρτί κάτι από τα συναισθήματά μου. Πιστεύω, μάλιστα, ότι ένας μυθιστοριογράφος δεν έχει το δικαίωμα να εκφράζει τη γνώμη του σχετικά με οτιδήποτε"

(V, 253, στην George Sand, 5-6 Δεκεμβρίου 1866).

"Δεν εκφράστηκα σωστά όταν είπα ότι 'δεν πρέπει κανείς να γράφει με την καρδιά'. Αυτό που εννοούσα είναι ότι: δεν πρέπει να αφήνει κανείς την προσωπικότητά του να παρεισφρέει. Πιστεύω πως η Μεγάλη Τέχνη είναι επιστημονική και απρόσωπη. Μέσω μιας διανοητικής προσπάθειας πρέπει να εισχωρείς μέσα στους χαρακτήρες σου και όχι να τους έλκεις προς το μέρος σου. Αυτή τουλάχιστον είναι η μέθοδος…."

(V, 257, στην George Sand, 16 Δεκεμβρίου 1866).

"Δεν είναι καιρός να εισαγάγουμε τη Δικαιοσύνη στην Τέχνη; Η αμεροληψία της ζωγραφικής θα έφτανε τότε το μεγαλείο του νόμου -και την ακρίβεια της επιστήμης!"

(V, 397, στην George Sand, 10 Αυγούστου 1868).

"Μόλις τελείωσα το τρομακτικό και πανέμορφο βιβλίο σου! [La Fortune des Rougon] Παραμένω κατάπληκτος. Έχει τόση δύναμη! Τόση δύναμη!

Μόνη εξαίρεση ο πρόλογός σου. Έχω την αίσθηση ότι χαλάει το έργο σου, που είναι τόσο αμερόληπτο και υψηλό. Σ' αυτόν λες το μυστικό σου με υπερβολική ειλικρίνεια και εκφράζεις τη γνώμη σου, κάτι που δεν έχει το δικαίωμα να κάνει ένας μυθιστοριογράφος, σύμφωνα με τη δική μου (προσωπική) θεωρία περί λογοτεχνίας.

Ως εδώ φτάνουν οι ενστάσεις μου.

Διαθέτεις, όμως, ισχυρό ταλέντο και είσαι ωραίος τύπος"

(VI, 314-315, στον Emile Zola, 1 Δεκεμβρίου 1871).

 

 

"Όσο για το αν θ' αποκαλύψω την προσωπική μου άποψη για τους ανθρώπους που εισάγω στη σκηνή, όχι, όχι, χίλιες φορές όχι! Αισθάνομαι πως δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Αν ο αναγνώστης δεν μπορεί να εξαγάγει μέσα από ένα βιβλίο την ηθική που υπάρχει σ' αυτό, είναι είτε γιατί ο αναγνώστης είναι ηλίθιος είτε γιατί το βιβλίο σφάλλει όσον αφορά την ακρίβεια. Γιατί, αν ένα πράγμα είναι αληθινό, είναι καλό. Τα αισχρά βιβλία δεν καταφέρνουν να είναι ούτε ανήθικα, αφού τους λείπει η αλήθεια. Τα πράγματα δεν συμβαίνουν 'έτσι' στη ζωή.

Έχε υπόψη σου, όμως, ότι μισώ αυτό που συμβατικά ονομάζεται ρεαλισμός, παρόλο που ο κόσμος με θεωρεί έναν από τους ύψιστους ιεράρχες του. Προσπάθησε να το καταλάβεις αυτό!"

(VII, 285, στη George Sand, 6 Φεβρουαρίου 1876).

"….Η πραγματικότητα, όπως τη βλέπω εγώ, θα έπρεπε να είναι απλώς το εφαλτήριο. Οι φίλοι μας [Daudet και Zola] είναι πεπεισμένοι ότι αποτελεί από μόνη της τα πάντα. Αυτός ο υλισμός με κάνει έξαλλο και σχεδόν κάθε Δευτέρα με κυριεύει οργή, καθώς διαβάζω τη στήλη του παλιού καλού Zola. Μετά τους Ρεαλιστές έχουμε τους Νατουραλιστές και τους Ιμπρεσιονιστές. Τι πρόοδος!"

(VII, 359, στον Turgenev, 8 Νοεμβρίου 1877).

"Η τέχνη δεν είναι πραγματικότητα. Ό,τι άλλο κι αν κάνεις, πρέπει να διαλέγεις ανάμεσα στα στοιχεία που παρέχει η τελευταία"

(VIII, 224, στον J.-K. Huysmans, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1879).

____________

Gustave Flaubert, "On Realism" Documents of Literary Realism, edited by George J. Becker, Princeton University Press, 1963, σσ. 89-96.

Μετάφραση για το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου (Πύλη για την ελληνική γλώσσα) Αθηνά Βαλδραμίδου. 

 


 

φΟ Gustave Flaubert (1821-1880) υπήρξε ο κάπως διστακτικός αρχηγός της σχολής του ρεαλισμού στη Γαλλία. Όπως γράφει ο μαθητής του Guy de Maupassant μια γενιά αργότερα: "Η εμφάνιση της Madame Bovary [σε συνέχειες στο περιοδικό Revue de Paris από την πρώτη Οκτωβρίου 1856· σε μορφή βιβλίου στα 1857] ήταν επανάσταση στη λογοτεχνία… Ο Gustave Flaubert, αντίθετα [σε σύγκριση με τον Balzac], προχωρώντας πολύ περισσότερο με την οξυδέρκεια παρά με τη διαίσθηση, εισήγαγε, σε μια γλώσσα αξιοθαύμαστη και νέα, ακριβή, νηφάλια και πλούσια, μια μελέτη της ανθρώπινης ζωής βαθιά, εντυπωσιακή και πλήρη.

Δεν επρόκειτο πια για ένα μυθιστόρημα σαν εκείνα των μεγάλων συγγραφέων, ένα μυθιστόρημα όπου είναι αισθητή η παρουσία του συγγραφέα και της φαντασίας του, ένα μυθιστόρημα ικανό να ταξινομηθεί ως τραγικό, αισθηματικό, ερωτικό ή οικογενειακό, ένα μυθιστόρημα στο οποίο είναι φανερές οι προθέσεις και οι απόψεις του συγγραφέα, ο τρόπος σκέψης του. Ήταν η ίδια η ζωή που έκανε την εμφάνισή της…".

Είναι αλήθεια ότι σήμερα θεωρούμε τον Flaubert εισηγητή τόσο των συμβολικών όσο και των ρεαλιστικών πρακτικών λόγω των εικονικών και συμβολικών σχημάτων του, της εξωφρενικής εμμονής του στις λεπτομέρειες της γλώσσας και της γενικότερης μέριμνάς του να παράγει ένα όμορφο, μη χρηστικό αντικείμενο. Η ρήξη του με το παρελθόν δεν είναι λιγότερο βαθιά: αισθανόταν πως η σύγχρονη λογοτεχνία πνιγόταν μέσα στο συναίσθημα και τη γοτθική ατμόσφαιρα· όπως ο Ibsen, ήθελε να ανοίξει κι αυτός τα παράθυρα, για να μπει μέσα καθαρός αέρας. Εξάλλου, το ίδιο το περιεχόμενο της Madame Bovary την καθιστά από μια άποψη ένα είδος πολεμικής ενάντια στη ρομαντική φιλοσοφία και συμπεριφορά. Από τη στιγμή που ο Flaubert ξεκίνησε να γράφει αυτό το έργο είχε πλήρη συνείδηση των καινοτομιών που επιχειρούσε και της δυσκολίας που συνεπαγόταν η απομάκρυνση από τους συμβατικούς τρόπους μυθοποίησης. Έτσι, στις επιστολές του αυτής της περιόδου (κυρίως στη Louise Colet, ερωμένη του και συγγραφέα που έπασχε από ρομαντική φλυαρία) εκθέτει με τρόπο όχι συστηματικό δηλώσεις σχετικά με το πώς θα έπρεπε να είναι ο νέος τρόπος γραφής. Τα σχόλια αυτά, μαζί με μεταγενέστερες παρατηρήσεις στην αλληλογραφία του, αποτέλεσαν έναν από τους σημαντικότερους loci critici της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Τρία είναι τα βασικά δόγματα που διατυπώνει ο Flaubert: πρώτον, το θέμα δεν είναι σημαντικό· όπως λέει ο ίδιος "Υvevot donc vaut Constantinople". Δεύτερον, ο συγγραφέας πρέπει να αποτραβιέται από το έργο του, τηρώντας αυστηρή αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Τρίτον, η λογοτεχνία δεν κηρύσσει, δείχνει. Υπάρχει κι ένα τέταρτο δόγμα, η δημιουργία ενός όμορφου έργου από το τίποτα ή από ό,τι τέλος πάντων πλησιάζει περισσότερο στο τίποτα, πράγμα που σίγουρα δεν αποτελεί ρεαλιστική ιδέα και οδήγησε, μάλιστα, κάποιους συγγραφείς στην αντίθετη κατεύθυνση.

Εκτός από τη Madame Bovary ο Flaubert έγραψε και το L' Education sentimentale(1869), την περιγραφή μιας εκπαίδευσης χωρίς ψευδαισθήσεις, που αποτελεί, επίσης, ένα είδος αρχέτυπου έργου. Η Salammbô του (1862) μπορεί να θεωρηθεί ότι άνοιξε τις πόρτες του ιστορικού μυθιστορήματος στον ρεαλισμό, αν και ο Flaubert σε επιστολή του στους αδελφούς Goncourt ομολογούσε ότι λόγω έλλειψης ντοκουμέντων "Η πραγματικότητα είναι σχεδόν ανέφικτη σε ένα τέτοιο θέμα". Ωστόσο, όταν δέχτηκε επί του θέματος την επίθεση του Sainte-Beuve, υπερασπίστηκε τον εαυτό του αποφασιστικά και σε έκταση. H νουβέλα "Un coeur simple" (1877), που διηγείται το σύντομο και απλό χρονικό μιας φτωχής υπηρέτριας, προβάλλει άλλο ένα αγαπημένο ρεαλιστικό θέμα. Το ανολοκλήρωτο και εκδομένο μετά θάνατον Bouvard et Pécuchet είναι μια μυθιστορηματική εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης βλακείας και μετριότητας.

 

 ΚΑΤΙ ΑΠΛΟ ΕΠΙΣΗΣ: F. Chopin - Etude Op.25 No.1 "Aeolian Harp" - Vladimir Horowitz

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ