Κριτική για το «Πριν την αποχώρηση» του Μπέρνχαρντ: Μπορούμε να γελάσουμε με τον ναζισμό;

Κριτική για το «Πριν την αποχώρηση» του Μπέρνχαρντ: Μπορούμε να γελάσουμε με τον ναζισμό; Facebook Twitter
Ο Νίκος Μαστοράκης αφουγκράστηκε και συνέλαβε τη διττή υπόσταση του έργου
0

Ο Μπέρνχαρντ ξεγυμνώνει το κτήνος και το παρουσιάζει σε όλη την τρομακτική γελοιότητά του. Το γεγονός ότι υπερισχύει η γελοιότητα δεν αναιρεί τον τρόμο.


Έτσι δεν ορίζεται, άλλωστε, το γκροτέσκο;


Εγκλωβισμένοι στο πατρικό τους, ένα παλιό γκρίζο σπίτι γεμάτο ρωγμές, τα τρία αδέλφια του έργου, η Βέρα, η Κλάρα και ο Ρούντολφ, ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα γενέθλια του Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγού των SS.


Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνουν αυτό. Βρισκόμαστε στη Γερμανία, στα τέλη του 1970. Έχουν περάσει δεκαετίες από το τέλος του πολέμου, στο μυαλό των ηρώων όμως, ειδικά της Βέρας και του Ρούντολφ, ο χρόνος έχει παγώσει. Για την ακρίβεια, έχουν επινοήσει αυτή την αρρωστημένη ετήσια τελετή ακριβώς επειδή επιθυμούν να διατηρήσουν το παρελθόν άσβεστο στο παρόν. Κάθε 7η Οκτωβρίου –τότε ήταν τα γενέθλια του Χίμλερ– επαναλαμβάνουν την ίδια τελετουργία, τις ίδιες χειρονομίες, τις ίδιες συμβολικές πράξεις. Κακόγουστη φάρσα ή θέατρο τρομολάγνου φετιχισμού; Ο Ρούντολφ φοράει τη στολή των SS, η Βέρα βάζει τις βουκολικές πλεξούδες και το μάξι μπροκάρ φόρεμά της, ενώ η δύσμοιρη Κλάρα, η ανάπηρη αδελφή που συμμετέχει ενάντια στη θέλησή της σε αυτή την τερατωδία, αναγκάζεται να ενδυθεί τη στολή των αιχμαλώτων του Άουσβιτς με το κίτρινο αστέρι.

Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πυκνή και απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία καλεί τον θεατή να γελάσει αβίαστα με αυτή την «κωμωδία της γερμανικής ψυχής» που προφανώς δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην εν λόγω χώρα αλλά απλώνει τα πλοκάμια της παντού.


Θα ετοιμάσουν το επίσημο δείπνο, θα δοξάσουν τον Χίμλερ, θα θαυμάσουν την εικόνα του, θα ανασύρουν όλες τις αναμνήσεις του πολέμου ξεφυλλίζοντας με περισσή νοσταλγία και πολλή σαμπάνια το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ.


Έτσι, θα μάθουμε για τη θητεία του Ρούντολφ ως υποδιευθυντή σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης (όχι στο Άουσβιτς, δεν ήταν τόσο τυχερός), τα χαρτιά με το ψεύτικο όνομα που του έδωσε ο Χίμλερ το 1945, τα χρόνια που έμεινε κρυμμένος στο υπόγειο, την επανεμφάνισή του στην κοινωνία δέκα χρόνια μετά καθώς και την αβίαστη επανένταξή του στο δικαστικό σύστημα, όπου κατέκτησε το ανώτατο αξίωμα του Προέδρου του Δικαστηρίου, το οποίο διατηρεί ως σήμερα, λίγους μήνες προτού βγει στη σύνταξη.

Κριτική για το «Πριν την αποχώρηση» του Μπέρνχαρντ: Μπορούμε να γελάσουμε με τον ναζισμό; Facebook Twitter
Ιδανική ενσάρκωση του μπερνχαρντικού πνεύματος αποδεικνύεται η Μπέττυ Αρβανίτη ως Βέρα.


Από τη μια, όλες αυτές οι ιστορικά πιστευτές λεπτομέρειες προσδίδουν στο έργο μια αναγνωρίσιμη διάσταση «ρεαλισμού», με την οποία το κοινό μπορεί να συνδεθεί, τότε όπως και τώρα, χάρη στη δική του γνώση της Ιστορίας. Από την άλλη, η παράδοξη τελετή επιχειρεί να μεταδώσει μια αίσθηση εξω-ιστορική, να επιστρέψει στον μυθικό χρόνο της απαρχής των πραγμάτων για τους ήρωες, δηλαδή τότε που δημιουργήθηκε το ναζιστικό σύμπαν, τα σύμβολα, η ιδεολογία, και οι πρωτεργάτες του.¹

Αφενός η Ιστορία, αφετέρου ο μύθος: πώς μπορούν να συνυπάρξουν αυτά τα δύο; Είναι η ειρωνεία αυτή που καλείται να ενώσει τα ασυμβίβαστα και να εκθέσει τη βαθιά παράνοια της εν λόγω μείξης. Έχουμε μια τελετή η οποία αποτίει φόρο τιμής όχι σε κάτι ιερό και αξιομνημόνευτο αλλά σε κάτι εγκληματικό και διεστραμμένο, ενώ αυτοί που τη φέρουν εις πέρας συμπεριφέρονται λες και επιτελούν την πιο φυσιολογική πράξη στον κόσμο.


Αυτός ο «διπλός προσανατολισμός» –για να δανειστούμε έναν όρο από την ψυχιατρική– συνιστά τον πυρήνα του έργου. Οι ήρωες είναι αιμομίκτες, σαδιστές, αντισημίτες και ταυτόχρονα είναι κανονικοί άνθρωποι που σιδερώνουν, μαγειρεύουν, τσακώνονται, μιλούν για τους γονείς τους, αγαπούν την τέχνη, τη μουσική και τη φύση, ονειρεύονται ταξίδια στην Αίγυπτο και βόλτες στο πάρκο. Καμία υφολογική προσέγγιση δεν θα μπορούσε να αποδώσει το μέγεθος αυτής της παράνοιας εκτός από την ειρωνεία, και ο συγγραφέας αγγίζει, από αυτή την άποψη, την τελειότητα. Αλλάζει οπτικές διαρκώς, στέκεται «ταυτόχρονα από μέσα και απέξω», επιτυγχάνοντας «περιφρονητική αποστασιοποίηση και απελπιστική εγγύτητα».²

Κριτική για το «Πριν την αποχώρηση» του Μπέρνχαρντ: Μπορούμε να γελάσουμε με τον ναζισμό; Facebook Twitter
Η ερμηνεία του Περικλή Μουστάκη είναι σαφώς απολαυστική, αλλά ενίοτε ο ηθοποιός ανεβάζει υπερβολικά την ένταση, προσδίδοντας στον ήρωα μια αίσθηση καρικατούρας.


Δολοφόνοι που έχουν γίνει ευυπόληπτοι πολίτες, διοικητές ναζιστικών στρατοπέδων που έχουν καταλάβει τα ανώτατα αξιώματα της χώρας, πανταχού παρόν αντισημιτικό μένος που ποτέ δεν θα κοπάσει («ακόμα και μετά από χίλια χρόνια οι Εβραίοι θα είναι μισητοί στη Γερμανία»), ένα έθνος υποκριτών, φασίστες που κρύβουν τις ενοχές τους στο υπόγειο, αλλά ταυτόχρονα οραματίζονται ένα «καλύτερο» αύριο, όταν θα είναι πάλι «στα πράγματα» και θα μπορούν ανενόχλητοι να δείχνουν στον κόσμο το αληθινό τους πρόσωπο.

Ο Νίκος Μαστοράκης αφουγκράστηκε και συνέλαβε τη διττή υπόσταση του έργου: διατήρησε το ρεαλιστικό περίβλημα (το σπίτι, τα αντικείμενα-φετίχ, τη σιδερώστρα, το άλμπουμ κ.ά.), ενώ φρόντισε να αποδώσει τη ζωτική διαμάχη της παράνοιας με την κανονικότητα μέσα από τις ερμηνείες, τις επίμονα δουλεμένες εναλλαγές του ρυθμού και του λόγου. Οι συνειρμικοί μονόλογοι των ηρώων μετατρέπονται σε δίνες εμμονών, απωθημένων και αναμνήσεων που ρουφούν τον θεατή σε αέναους κύκλους επανάληψης – κι αυτή είναι και η βασική αρχή που διέπει τη ζωή τους. Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πυκνή και απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία καλεί τον θεατή να γελάσει αβίαστα με αυτή την «κωμωδία της γερμανικής ψυχής» που προφανώς δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην εν λόγω χώρα αλλά απλώνει τα πλοκάμια της παντού. Μας έδειξε, όπως υποστηρίζει ο Κλάους Πάιμαν, κορυφαίος συνομιλητής του Αυστριακού συγγραφέα, «ότι ο Μπέρνχαρντ δεν είναι ούτε τραγωδός ούτε κωμωδός, είναι πάντα και τα δύο μαζί».

Ιδανική ενσάρκωση του μπερνχαρντικού πνεύματος αποδεικνύεται η Μπέττυ Αρβανίτη ως Βέρα. Σε αυτή την εξαιρετική και υποδειγματική ειρωνική ερμηνεία, η ηθοποιός βρίσκεται «μέσα» και «έξω» ανά πάσα στιγμή, ενορχηστρώνοντας άγρυπνη τη ζοφερή τελετή τόσο σε θεατρικό όσο και σε μεταθεατρικό επίπεδο. Με πείσμα και μπρίο «σκηνοθετεί» τα αδέλφια της, η δύναμη της δικής της θέλησης συντηρεί όλη αυτή την ανατριχιαστική φάρσα ζωντανή, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να έχει πλήρη συναίσθηση ότι παίζει έναν ρόλο, ότι όλοι παίζουν έναν ρόλο, και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μείνουν πιστοί στο «σενάριο». Μια θαυμαστή ισορροπία που απαιτεί τεράστια δεξιοτεχνία και θάρρος, όταν το πιο μικρό παραπάτημα απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Κριτική για το «Πριν την αποχώρηση» του Μπέρνχαρντ: Μπορούμε να γελάσουμε με τον ναζισμό; Facebook Twitter
Η Κλάρα είμαστε εμείς, οι «παράλυτοι» θεατές που παρακολουθούμε ανήμποροι τη φρίκη να εκτυλίσσεται μπροστά μας, χωρίς να μπορούμε να την εμποδίσουμε, παρά μόνο να την καταδικάσουμε μέσα από το βλέμμα μας.


Ο Περικλής Μουστάκης ως δικαστής Ρούντολφ επιδίδεται με πάθος στην περιπέτεια του ρόλου του, συλλαμβάνει τον τρικυμιώδη ψυχισμό του, την αδυναμία της φαύλης συνείδησης να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της. Οι τονισμοί του διαρκώς αυξομειώνονται, το σώμα του βιώνει την υπερένταση, τα χέρια του τρέμουν. Η ερμηνεία του είναι σαφώς απολαυστική, αλλά ενίοτε ο ηθοποιός ανεβάζει υπερβολικά την ένταση, προσδίδοντας στον ήρωα μια αίσθηση καρικατούρας και κατά συνέπεια μειώνοντας μοιραία την αναγκαία «αληθοφάνεια» που θα καθιστούσε το πρόσωπο αυτό αληθινά ανατριχιαστικό.


Τέλος, η Σμαράγδα Σμυρναίου ως Κλάρα τα λέει όλα μέσα από τη βλοσυρή, οργισμένη σιωπή της. Η Κλάρα είμαστε εμείς, οι «παράλυτοι» θεατές που παρακολουθούμε ανήμποροι τη φρίκη να εκτυλίσσεται μπροστά μας, χωρίς να μπορούμε να την εμποδίσουμε, παρά μόνο να την καταδικάσουμε μέσα από το βλέμμα μας.


Η μόνη διαφορά είναι πως, ενώ εκείνη δεν μπορεί ούτε καν να μειδιάσει, εμείς έχουμε την πολυτέλεια ενός απελευθερωτικού γέλιου που μόνον η απόσταση από τα πράγματα μπορεί να εξασφαλίσει. Μια απόσταση πλασματική, φυσικά, εφόσον κατά βάθος ξέρουμε πως όλα αυτά τα τέρατα ζουν πράγματι ανάμεσά μας, ενδεχομένως ακόμα και στη διπλανή μας πόρτα.

1. Jeanette R. Malkin

2. Benjamin Heinrichs

Info

Τόμας Μπέρνχαρντ

Πριν την αποχώρηση

Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη

Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης

Μετάφραση: Βασίλης Πουλαντζάς

Σκηνικά : Eλένη Μανωλοπούλου

Kοστούμια : Eλένη Μανωλοπούλου

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Παίζουν: Μπέττυ Αρβανίτη, Περικλής Μουστάκης, Σμαράγδα Σμυρναίου

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Μαστοράκης: «Αν δεν είχα το θέατρο, θα ήμουν ερημίτης»

Θέατρο / Νίκος Μαστοράκης: «Αν δεν είχα το θέατρο, θα ήμουν ερημίτης»

Μια συζήτηση με έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου για τον Μπέρνχαρντ, το σκληρό πρόσωπο και τις αντιφάσεις της Αυστρίας, και τις δυσκολίες του θεάτρου σήμερα.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ