Ντινγκ-Ντονγκ, ο κόπανος έφυγε. Αλλά διαβάστε αυτό προτού τραγουδήσετε το Αλληλούια.
Thomas Frank
The Guardian, 07.11.2020
Είναι η ώρα να γιορτάσουμε την ήττα του Τραμπ - δόξα τω Θεώ. Αλλά ας φανούμε επίσης και κάπως ταπεινοί στον θρίαμβό μας, για να αναλογιστούμε πώς φτάσαμε ως εδώ.
*
Ντινγκ-Ντονγκ, ο κόπανος έφυγε. Φτάσαμε εν τέλει στο τέλος της περιόδου της ολέθριας διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Οι ψηφοφόροι απέρριψαν αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως η πιο άθλια, μάταιη, ανόητη, δυσλειτουργική ηγεσία που έχει υποστεί ποτέ αυτή η χώρα.
Συγχαρητήρια στον Τζο Μπάιντεν που έκανε αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει η Χίλαρι Κλίντον, και κατά κάποιον τρόπο κατάφερε να το κάνει χωρίς δύναμη, χωρίς άλματα, χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς κατεύθυνση και χωρίς πραγματική αιτία.
Είναι η ώρα να γιορτάσουμε. Ας δοξάσουμε τον Θεό για τη νίκη, όσο πενιχρή και θαμπή κι αν είναι. Αλλά ας φανούμε επίσης και κάπως ταπεινοί στον θρίαμβό μας. Πριν αρχίσουμε να τραγουδάμε το εθνικό μας χορωδιακό Αλληλούια, σας καλώ να σκεφτείτε λίγο πώς φτάσαμε ως εδώ και πού πρέπει να πάμε στη συνέχεια.
Ξέρουμε ότι το 2020 υπήρξε μία χρονιά που σημαδεύτηκε από την αναγνώριση του ρατσιστικού παρελθόντος, την καταστροφή των εικόνων και το γκρέμισμα των παλιών ηρώων. Επίσης μας έφερε αντιμέτωπους με τις ιστορικές αυταπάτες που μας δημιούργησε το άσχημο αυτό παρόν.
Συμβαδίζοντας με το εικονοκλαστικό πνεύμα που κυριαρχεί σήμερα, επιτρέψτε μου να κάνω μία δική μου πρόταση για το τι θα έπρεπε να ακολουθήσει από εδώ και πέρα, πριν ακόμη, όπως ελπίζω, επιλέξει ο Μπάιντεν το υπουργικό του συμβούλιο και ετοιμάσει τις βαλίτσες του για την Pennsylvania Avenue: οι Δημοκράτες πρέπει να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους και να παραδεχτούν πώς οι δικές τους αποφάσεις συνέβαλαν στο να αποκτήσει δύναμη ο Τραμπισμός.
Ξέρω: σ' αυτήν την εκλογή έπαιξε κύριο ρόλο η άρνηση, καθώς απορρίφθηκε η τρέλα του Maga [Make America Great Again -σ.σ.]. Οι Δημοκρατικοί είναι αυτοί που κέρδισαν. Ωστόσο, ο ίδιος ο Joe Biden πρέπει να σχεδιάσει στο εξής την πορεία μας, αλλά και να εξετάσει την κατάστασή μας ψύχραιμα και να βρει την απάντηση στο καίριο ερώτημα του σήμερα: πώς μπορεί να αποτραπεί η επανεμφάνιση του Τραμπισμού;
Με το δικό του ένστικτο, ο Μπάιντεν θα κυβερνούσε φυσικά όπως νομοθετούσε πάντα: ως ένας πολιτικός του κέντρου που συνεργάζεται με τους Ρεπουμπλικανούς για τη λήψη μικρόπνοων μέτρων που ευνοούν τις επιχειρήσεις. Σε τελική ανάλυση, το όνομα του Μπάιντεν είναι ουσιαστικά συνώνυμο με τη "συναίνεση της Ουάσιγκτον". Τα χρόνια της θητείας του στη Γερουσία των ΗΠΑ συμπίπτουν σχεδόν επακριβώς με την περίφημη στροφή του κόμματός του προς την δεξιά του "τρίτου δρόμου", και ο Μπάιντεν προσωπικά έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλές από τις πρωτοβουλίες που υπογράφτηκαν εκείνη την εποχή: εμπορικές συμφωνίες τύπου Nafta, απλόχερες ευεγερσίες προς τις τράπεζες, σκληρά μέτρα κατά της εγκληματικότητας, ακόμη και περικοπές που προτάθηκαν για την κοινωνική ασφάλιση.
Αυτό που πρέπει τώρα να καταλάβει ο Μπάιντεν, είναι ότι ακριβώς αυτή η στροφή, αυτή η μετατόπιση προς τα δεξιά στις δεκαετίες του '80 και του '90, άνοιξε τον δρόμο στον Τραμπισμό.
Ας θυμηθούμε λίγο πως προέκυψε η στροφή αυτή. Οι Δημοκρατικοί δεν θα ήταν πλέον το κόμμα των εργαζομένων, όπως μας είπαν τότε. Θα ήταν τώρα "νέοι Δημοκράτες", δίνοντας βάση στις ικανότητητες παρά στην ιδεολογία, και τείνοντας το χέρι σε νέα εκλογικά στρώματα: τους "φωτισμένους αστούς των προαστίων", τους "καλωδιωμένους εργαζομένους", τη "μορφωμένη τάξη", τους νικητές στη νέα μεταβιομηχανική κοινωνία μας.
Για κάποια χρόνια, η στροφή αυτή θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία. Ο Μπιλ Κλίντον μας έφερε μεταρρυθμίσεις, όλες φιλικές προς την αγορά, στον κανονισμό των τραπεζών, τις εμπορικές συναλλαγές και το ασφαλιστικό σύστημα. Αυτός και ο διάδοχός του Μπαράκ Ομπάμα διαπραγματεύτηκαν μεγάλες συμφωνίες και κομψούς "τριγωνισμούς" [triangulations: ιδεολογικές μετατοπίσεις ανάμεσα και πάνω από την αριστερά και την δεξιά -σ.σ.]· παροχές με εισοδηματικά κριτήρια και στοχευμένες εκπτώσεις φόρου· σκληρά μέτρα κατά της εγκληματικότητας και κοινωνικά προγράμματα τόσο περίπλοκα που μερικές φορές ούτε οι εμπνευστές τους δεν θα ήταν σε θέση να μας τα εξηγήσουν.
Στη θέση του παλιού εφέστιου θεού του Δημοκρατικού κόμματος - τη "μεσαία τάξη" - αυτοί οι νέοι φιλελεύθεροι καθιέρωσαν την αξιοκρατία, κάτι που περιλαμβάνει όχι μόνο τους λαμπρούς οικονομολόγους που σχεδίασαν τις πολιτικές τους, αλλά και τους χρηματιστές και τους τεχνολόγους που προσπάθησε να εξυπηρετήσει ο νέος φιλελευθερισμός μαζί με τους επαγγελματίες υψηλού μορφωτικού επιπέδου που ήταν πλέον οι πιο πολύτιμοι ψηφοφόροι του. Το 2016, η Χίλαρι Κλίντον έχασε τις παλιές βιομηχανικές περιοχές της χώρας αλλά μπόρεσε να καυχηθεί αργότερα ότι κέρδισε "τις περιοχές που αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Αμερικής... τις περιοχές που είναι αισιόδοξες, ποικιλόμορφες, δυναμικές, που προχωρούν μπροστά."
Ωστόσο, υφίστανται συνέπειες όταν το αριστερό κόμμα σε ένα δικομματικό σύστημα επιλέγει να αυτοκαθοριστεί με αυτόν τον τρόπο. Όπως μάθαμε από το πείραμα των Δημοκρατικών, ένα τέτοιο κόμμα δεν θα δείξει πολλή κατανόηση για τα παράπονα των εργατών, άτομα που - εξ ορισμού - δεν έχουν ανέβει ψηλά στην κλίμακα της αξιοκρατίας. Και σκεφτείτε μόνο όλα τα σοκαριστικά δεδομένα που είδαμε να περνούν από τις οθόνες μας τα τελευταία δώδεκα χρόνια - πώς τα κέρδη της οικονομίας μας μονοπωλούνται από το 1%· πώς οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά την αγορά ενός νέου αυτοκινήτου· πώς οι νέοι φορτώνονται με υπέρογκα χρέη μόλις αφήσουν το πανεπιστήμιο· και χιλιάδες άλλα τρομερά πράγματα. Όλα αυτά ήταν άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα του πολιτικού πειράματος που περιγράφω.
Ο Μπάιντεν δεν μπορεί να μας φέρει πίσω στις ευτυχείς θεωρήσεις της κεντρώας εποχής, ακόμη κι αν το θέλει, γιατί είναι άπειρα τα περίφημα επιτεύγματα της πολιτικής αυτής που έγιναν συντρίμμια. Ούτε τον Πολ Κρούγκμαν ενθουσιάζουν πλέον οι εμπορικές συμφωνίες τύπου Nafta. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που ήθελε να προωθήσει ο Μπιλ Κλίντον ήταν στην πραγματικότητα μία συνθηκολόγηση απέναντι στα ρατσιστικά τροπάρια και προκάλεσαν μία έκρηξη της ακραίας φτώχειας. Η μεγάλη καταστολή των φυλακών του 1994 ήταν ένα ακόμη βήμα στην εδραίωση του New Jim Crow. Και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του νόμου Affordable Care Act του Ομπάμα - που εξαρτούσε την υγειονομική ασφάλιση των ανθρώπων από τον εργοδότη τους - έγινε οδυνηρά αισθητό σε αυτήν την εποχή της μαζικής ανεργίας και της πανδημίας.
Η μεγαλύτερη όμως επίπτωση του ολέθριου πειράματος των Δημοκρατικών είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμη εκτιμήσει πλήρως: συνέπεσε με μια περίοδο ολοένα και πιο συντηρητικής διακυβέρνησης. Αποδεικνύεται ότι όταν το κόμμα της Αριστεράς εγκαταλείπει τις λαϊκιστικές του παραδόσεις για μία ορθότητα προσανατολισμένη στα "λευκά κολάρα" με υψηλή μόρφωση, ο δρόμος ανοίγει για ένα ιδιαίτερα τοξικό είδος δεξιάς δημαγωγίας. Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς οι Δημοκρατικοί ακολουθούσαν τον "τρίτο δρόμο" της επαγγελματικής τάξης, οι Ρεπουμπλικανοί γίνονταν όλο και πιο τολμηροί προβάλλοντας τον παράλογο ισχυρισμό τους ότι αποτελούν το "κόμμα των εργαζομένων" που αντιπροσωπεύει τις προσδοκίες των απλών ανθρώπων.
Όταν, με άλλα λόγια, οι Δημοκρατικοί εγκατέλειψαν την πλειοψηφική τους παράδοση, οι Ρεπουμπλικανοί έσπευσαν να προβάλλουν τη δική τους αξίωση. Τα τελευταία 30 χρόνια βλέπουμε τη δεξιά, και όχι την αριστερά να στρέφεται κατά των "ελίτ" και να υπερασπίζεται τις αξίες μας απέναντι στις διασημότητες που τις κοροϊδεύουν. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, οι συντηρητικοί ξεκίνησαν ένα κίνημα διαμαρτυρίας για τη δύσκολη κατάσταση από τις αίθουσες του εμπορικού επιμελητηρίου του Σικάγου· στην εκλογική εκστρατεία του 2016 παρουσίασαν τον αθυρόστομο πρωταθλητή τους, τον Τραμπ, ως έναν "δισεκατομμυριούχο με μπλε-κολάρο", συγγενή και προστάτη των αδυνάμων - των αδυνάμων και των λευκών, δηλαδή.
Η απίστευτη ανικανότητα που επέδειξε ο Τραμπ με την πανδημία του Covid του στοίχισε τη θέση του και διέκοψε την μακρά πορεία του έθνους προς τα δεξιά. Ας πούμε ακόμη μια φορά ευχαριστώ. Αλλά ας θυμηθούμε επίσης ότι οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν μόνιμα ηττηθεί. Ο ξιπασμένος τους ηγέτης έπεσε, αλλά το τοξικό σήμα κατατεθέν του "εργατισμού" θα επιστρέψει σύντομα, στρατολογώντας τους απόκληρους και τους αδυνάμους στα σχέδια των ισχυρών. Το ίδιο θα συμβεί με τους ανόητους πολιτιστικούς μας πολέμους, με τις ατελείωτες δόσεις δηλητηριασμένης αυτοδικαίωσης, που θα ενσταλάξουν στις φλέβες του έθνους τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή το Fox News.
Αφηγoύμαι εδώ την ολισθηρή κάθοδο στην κόλαση της χώρα μας κατά ένα μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής μου και μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ο θρίαμβος του Μπάιντεν δεν αρκεί από μόνος του για να την ανακόψει. Δεν θα σταματήσει ποτέ έως ότου ένας Δημοκρατικός πρόεδρος αντιμετωπίσει τα λάθη του κόμματός του και σταματήσει το επαίσχυντο πείραμα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.
Αν ο Τζο Μπάιντεν το κάνει αυτό, θα μπορούσε να δει ότι έχει μπροστά του ένα momentum μεγάλης Δημοκρατικής δυνατότητας. Αυτή η χώρα έχει σιχαθεί την πλουτοκρατία. Δεν μας αρέσει να πηγαίνουν όσα κερδίζουμε στους τραπεζικούς λογαριασμούς μερικών δωδεκάδων δισεκατομμυριούχων. Θέλουμε ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που να λειτουργεί και μια οικονομία στην οποία να ευημερούν οι απλοί άνθρωποι, ακόμη και αυτοί που δεν πήγαν σε σοφιστικέ πανεπιστήμια. Εάν ο Μπάιντεν ανοίξει τα μάτια του και ξεπεράσει το παρελθόν του, μπορεί να ανακαλύψει ότι έχει τη δύναμη να αναβιώσει την αίσθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, να ξανακάνει και πάλι πραγματική την υπόσχεση της μεσαίας τάξης, και να αποκρούσει την δεξιά. Όλα αυτά ταυτόχρονα.
Thomas Frank
Ο Thomas Frank είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The People, No: A Brief History of Anti-Populism. Είναι επίσης columnist στην αμερικανική έκδοση του Guardian.
Μτφ. Σ.Σ.
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ:
Susan George : "Ο Τραμπ δεν είναι δημοκρατικός, σκοτίστηκε για το Σύνταγμα"