Πατέρες και γιοί
Ας αφήσουμε να συμφιλιωθούν η μοναξιά με τη μοναξιά...
Σήμερα, που ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου (για κάποιον ορισμένο λόγο), ένα πρόσωπο που σχεδόν ποτέ δεν σκέφτομαι, εμφανίστηκε από το πουθενά (κυριολεκτικά). Ο πατέρας μου.
«Θα χαιρόταν κι αυτός αν ζούσε» σκέφτηκα. «Θα ήταν ένας από τους λίγους που θα χαιρόταν αληθινά. Κι ας είχαμε αποξενωθεί...».
Τον θυμήθηκα (για την ακρίβεια κατέλαβε το μυαλό μου) με την ενάργεια που έχουν ορισμένα όνειρα, που είναι σα να τα ζούμε αληθινά. Χαμογελαστός, κομψός, ταπεινός, κι όπως πάντα λίγο φευγάτος. Ο πατέρας μου. Ο καλός αυτός άνθρωπος, ο επιπόλαιος αυτός άνθρωπος.
«Κρίμα που πέθανε πριν... » σκέφτηκα... «πριν του εξηγήσω, πριν εξηγηθούμε...». Κι εκεί, στα σκαλιά της Βουκουρεστίου, κάτω από τη δάφνη, στάθηκα λίγο έκπληκτος που μου συνέβαινε αυτό, και στην αιχμή της μεγάλης μου χαράς, ένιωσα κάτι καλύτερο: Τον κατάλαβα λιγάκι, επιτέλους.
Πάρε στο χέρι σου την γκρίζα όστια
της μέρας
γιατί έχει φτάσει η στιγμή της συμφιλίωσης
Ας αφήσουμε να συμφιλιωθούν
Το μήλο και το μαχαίρι
Το δέντρο με τη φωτιά
Το γέλιο με το αναφιλητό
η ανυπαρξία με το σώμα
Ας αφήσουμε να συμφιλιωθούν
η μοναξιά με τη μοναξιά
―Άννα Καμιένσκα, Η στιγμή της συμφιλίωσης, Μετφρ. Βασίλης Καραβίτης, εκδ. Μελάνι
Είμαι λοιπόν ο γιός του πατέρα μου;
Τόσο μόνοι, δίπλα- δίπλα;
Έτσι λέει... έτσι δείχνει...
Τέλος πάντων, αφού χάθηκε η ευκαιρία να τα πούμε όσο ζούσε, κι εφόσον καλύτερα συνεννοούμαι με τοίχους παρά με πνεύματα (φρικάρω και με τον πρώτο ενικό προς τους πεθαμένους...) ας ακούσω εις ανάμνησιν, το τραγούδι που του άρεσε ν΄ακούει μισοκλείνοντας τα μάτια, όταν έπινε.
Ό,τι έγινε, έγινε... κι άλλο δεν έχει...