Ήμουν πολύ μαγκωμένος με το facebook, βασικά διότι είμαι μυγιάγγιχτος. Ή μάλλον ήμουν. Νόμιζα ότι ο ιδιωτικός χώρος είναι απαραβίαστος και τα κρυμμένα πράγματα γοητευτικά. Κολλήματα της γενιάς μου, που κάτω από το χαλάκι έσπρωχνε τις πομπές της.
Μετά, μια μέρα, διάβασα μια δήλωση του Ζούκερμπεργκ, που τον κατηγορούσαν για παραβίαση προσωπικών δεδομένων στο facebook. «Μπαίνουμε σε μια εποχή μεγαλύτερης διαφάνειας, όντως» είπε. «Αλλά γιατί αυτό είναι τόσο κακό; Μη έχοντας να κρύψουν πολλά πράγματα οι άνθρωποι, ίσως γίνουν γρηγορότερα ο εαυτός τους» (δεν τα είπε έτσι ακριβώς, αλλά, εν πάση περιπτώσει).
Έκανα λογαριασμό το 2007, κυρίως για να δω τι τρέχει, και ψιλοφρίκαρα. Να οι φωτογραφίες, να το check in, να το δικαίωμα του άλλου να σου τη λέει κατάμουτρα, να τα γούστα σου, διασυνδεδεμένα, όλα στο πιάτο. Ολοκληρωτισμός! Και το κυριότερο, σάλα-τραπεζαρία ένα. Όλοι ίσοι, όλοι ισοδύναμοι. Γύρισα στην καθέδρα μου και άφησα τον λογαριασμό σε νάρκη.
Πέρσι, όμως, που έπρεπε να αποκτήσω ένα κάποιο timeline για να μαθαίνω ειδήσεις και αντιδράσεις που τα παραδοσιακά μέσα ανακαλύπτουν άταφες, αναγκάστηκα να ακολουθήσω μερικά media. Kαι μετά ακολούθησα ανθρώπους. Και κατέληξα να ακολουθώ φίλους.
Σιγά-σιγά, σαν την παρθένα που δεν την έχει δει ο ήλιος, εδέησα να βάλω τη φωτογραφία μου. Να λέω κι ένα γεια. Να ανεβάζω φωτογραφίες του σπιτιού μου ή της ζωής μου. Διστακτικά, ακόμα. Σε τρουά-καρ, με σκιές. Όπως ο καρδιοπαθής βάζει το πόδι του στην παγωμένη θάλασσα. Άρχισα να γράφω καθημερινά πράγματα που τα αισθανόμουνα – αν και τα περισσότερα τα έσβηνα μετά, διότι δεν τα έβρισκα εξόχως συγκλονιστικά.
Όμως βαθμηδόν οι αντιστάσεις πέφτουν. Το καταληκτήριο αίσθημα είναι αυτό: ας μάθουν όλοι επιτέλους τι ύψος και τι βάρος έχω, πόσο νωθρός, χαζός ή έξυπνος είμαι, τι φόβοι, τι ποιήσεις, τι ανοησίες με ορίζουν, ότι έχω μια ελιά κάτω από τη μασχάλη και ούτω καθεξής – για να τελειώνουμε μια και καλή από αυτό το κόμπλεξ, κι ίσως στο φως της μέρας να διεκδικήσω αυτό που είμαι και τον χώρο που μου ανήκει.
Είναι ίσως παράδοξο να το λέω εγώ αυτό, που πριν από 30 χρόνια είχα μια στήλη στην «Ελευθεροτυπία» που ήταν προάγγελος του πιο ξεσαλωμένου προσωπικού μπλογκ – και όπου έγραφα, υποτίθεται, τα πιο μύχια, εξομολογητικά πράγματα, όπως περίπου εκθέτουν ξεδιάντροπα και αενάως την καρδιά τους και τον κώλο τους τα πιτσιρίκια σήμερα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνη η εξομολόγηση ήταν ορμητική μεν, αλλά υπολογισμένη στο έπακρον. «Για να μη νιώσει ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν». Και για να ψιμυθιωθεί όσο γίνεται καλύτερα η φτωχή, μικρή περσόνα μου. Λένε ότι είναι αγαθόν το εξομολογείσθαι. Αλλά δεν είναι λίγο ύποπτο να εξομολογείσαι από το πρωί ως το βράδυ;
Φοβάμαι ότι αναγνωρίζω την ίδια πεποιημένη «εξομολόγηση» στην άνετη εξωστρέφεια του facebook. Και μάλιστα, εξακοντισμένη στα επίπεδα μιας πολυπλοκότατης επικοινωνιακής επιστήμης. Που έχει αρχίσει κι αποκτάει αναγνωρίσιμα μοτίβα (με πρώτιστη την υπερχαρά και συνακόλουθα το υπεργαμεύσιμο του καθενός).
Κάθε προφίλ και μια ισορροπία τρόμου. Η δέουσα ποσόστωση επιδείξεων: ευφυΐας, κηρυγματολογικής θέρμης, καυλιάρικης υπεροχής, αποκαλυπτικής ευζωίας, ενός κάποιου ανακυκλωμένου χιούμορ, λίγο βιοτικό σινεμά-βεριτέ (από τη γωνία λήψης που κρύβει τον προγναθισμό μας), μεθυσμένοι σαρκασμοί που ο σκουπιδιάρης της αυγής σαρώνει με ένα σκυφτό, ενοχικό delete, μια υποψία σκιασμένου πέους, φράσεις που εξυπονοούν πολλά, ρήσεις που συντρίβουν κάθε καρδιά κλειστή σαν πέτρα. Ένα θέατρο της εσωτερικής ζωής.
Οπότε, μήπως είμαι λιγάκι αφελής να θέλω να ξεβρακωθώ μέσα σε αυτό το τσίρκο; Ιδίως τώρα που δεν είμαι και τρελό γκομενάκι;
Μήπως η περιώνυμη ειλικρίνεια του facebook είναι μια εξαιρετικά επιτυχημένη παρενδυσία ολκής; Όπου όλοι κάνουν τους ειλικρινείς και τους γυμνούς και τους φίλους, ενώ οι περισσότεροι παραμένουν μόνοι, προσχηματικοί και αισθησιακά ρακένδυτοι;
Θα ήθελα πολύ να απαντήσω, αλλά φυσικά δεν ξέρω. Διαισθάνομαι κάτι περίεργο (όποτε συνάντησα φάτσες του facebook, σπάνια τις ταυτοποίησα με την εικόνα τους). Όμως, ποιος ξέρει αν λένε ψέματα ή αλήθεια τόσα εκατομμύρια πριγκίπισσες!
Απλώς, εγώ που έπαιξα αυτό το έργο, σε πρώιμη εποχή, δεν θα ‘θελα να το επαναλάβω.
Αυλαία, χειροκροτήματα.
σχόλια