Μια και θα 'ταν νομίζω βαρετό να ξαναγράψω για το πόσο υπέροχοι είμαστε τώρα που κλείνουμε τα 8 (στην εποχή μας, άλλωστε, όποιος ζει, είναι αυταπόδεικτα σούπερμαν), ας πω δυο λόγια για την Grande Bellezza.
Μικρομέγαλη ταινία. Με μπέρδεψε. Στην αρχή με ενόχλησαν οι εμμονικές αναφορες στον Φελίνι. Γιατί δεν ήταν ακριβώς αναφορές – ήταν απομιμήσεις. Και, ως απομιμήσεις, ήταν κατώτερες.
Αυτό που διαπνέει τον Φελίνι δεν επαναπροσδιορίζεται εύκολα: είναι ένα βίωμα που μοιάζει μετεωρισμός. Κάτι μεταξύ ονειροπόλησης και διάλειψης. Μαγεία, μεγάλη ομορφιά και υποδόρια ο ίδιος πάντα εφιάλτης: το ανυπόφορο πέρασμα του χρόνου -- η πέτρα της νοσταλγίας πάνω στην καρδιά. Μία από τις καλύτερες στιγμές του, ας πούμε, είναι σκηνή στο 8 ½, όπου ο Μαστρογιάνι συνομιλεί με τον νεκρό πατέρα του μέσα από ψιθύρους, ανάερα συρσίματα -- όλα καμένα κάτω από το αγγελικό και μαύρο φως μιας δεύτερης παρουσίας. Μια ενορχήστρωση λεπτοτήτων, που δεν ξανάγινε στο σινεμά.
Αυτός ο μετεωρισμός, το μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, νοσταλγίας και δράσης, θανάτου και ζωής – γίνεται με την επικινδυνότατη λεπταισθησία ακροβάτη, που ένα χιλιοστό λάθους θα του κοστίσει τη ζωή. Διότι τα όνειρα, ή είναι έκπαγλα ή είναι πατσαβούρες. Μια λάθος λέξη, μια λάθος κάλτσα, σε ξυπνάει. Όπως τον υπνοβάτη, κάτι που πάτησε.
Όχι ότι θα 'ταν κι εύκολο να τα βάλει κανείς με τον Φελίνι. Ούτε υπήρχε τέτοια πρόθεση. Όμως, και μόνο η συμπαραδήλωση, σε ξενερώνει. Αν μη τι άλλο, γιατί σου θυμίζει το real thing.
Eίναι εύκολο να αναφέρεσαι, να σαμπλάρεις, να αναδιανέμεις, να μιξάρεις. Αλλά είναι δύσκολο να κάνεις μουσική. Κυρίως, είναι δύσκολο να μιλάς με τη γλώσσα των ονείρων.
Καθείς εφ' ω ετάχθη. Τώρα που πέρασαν οι μέρες, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι η ταινία αυτή ήταν σχεδόν κακόγουστη -κι ας ήταν καλοντυμένη.
Ήταν ποιητικότροπη, αλλά ποίηση δεν είχε.
σχόλια