H κυρία Σόνια Τσιτήλου έστειλε την ακόλουθη επιστολή προς τη LIFO:
"Σας στέλνω αυτό το γράμμα για το πρόσφατο βιβλίο της κ. Μάρως Δούκα στο οποίο πιστεύω ότι προσβάλλεται η μνήμη του πατέρα μου και σας παρακαλώ να το δημοσιεύσετε."
Το δημοσιεύουμε αυτούσιο:
Κύριε Διευθυντά
Η κ. Μάρω Δούκα στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο «Έλα να πούμε ψέματα» αναφέρεται σε υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα του εμφυλίου πολέμου στον νομό Χανίων Κρήτης, όπου μεταξύ άλλων κάνει εκτενή αναφορά στον πατέρα μου, Γιώργο Τσιτήλο μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και γραμματέα Κρήτης. Η εποχή ήταν ούτως ή άλλως ταραγμένη και γνωρίζουμε ότι για τα πρόσωπα και τις ερμηνείες των γεγονότων υπάρχουν αρκετές εκδοχές που εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης.
Η συγγραφέας, αν και αναφέρει τις πηγές της, κάνει επιλεκτική χρήση τους γεγονός που είναι παραπλανητικό για τον αναγνώστη, ο οποίος διαβάζει μεν ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα όμως, στο μέτρο που τα πρόσωπα αναφέρονται με όνομα και επώνυμο, διαμορφώνει ορισμένη αντίληψη για τα ίδια και το ρόλο τους. Η αντίληψη όμως αυτή λογικά θα πρέπει να προκύπτει από την «πολλαπλότητα» των πηγών που η συγγραφέας αναφέρει .
Ωστόσο η κ. Δούκα υιοθετεί αποκλειστικά την άποψη του Γ. Μανούσακα όπως αυτή εκφράζεται στο βιβλίο του « Ο εμφύλιος στη σκιά της Ακροναυπλίας» Αθήνα 1977, το οποίο έγινε αντικείμενο έντονης κριτικής, μεταξύ άλλων, σε περιοδικά (π.χ. «Αντί» 17/2/79) και βιβλία (π.χ. Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» Αθήνα 2002). Είναι προφανές ότι είναι δικαίωμα της κ. Δούκα να υιοθετήσει όποια εκδοχή θέλει, πιστεύω όμως ότι εφόσον στην μυθοπλασία της εμπλέκει και υπαρκτά πρόσωπα, ονοματίζοντας τα, είναι ηθικό και πρέπον να ενημερώσει το αναγνωστικό κοινό της για τις επιλογές και προτιμήσεις της.
Ως κόρη του Γιώργου Τσιτήλου δεν με ενδιαφέρει κανενός είδους αγιογραφία του πατέρα μου, αντιτίθεμαι όμως στην όποια παραποίηση και μάλιστα με τις δήθεν ευλογίες των γραπτών μαρτυριών. Στο συγκεκριμένο βιβλίο θεωρώ ότι πολλές αναφορές στις δραστηριότητες και στην προσωπικότητα του πατέρα μου προσβάλλουν, χωρίς τεκμηρίωση, τη μνήμη του.
Με εκτίμηση
Σόνια Γ. Τσιτήλου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μοριακής Βιολογίας
***
Γνωστοποιήσαμε την επιστολή στην κυρία Μάρω Δούκα και της ζητήσαμε, εάν ήθελε, να απαντήσει.
Την ευχαριστούμε για την απαντητική επιστολή της, την οποία δημοσιεύουμε αυτούσια.
Αγαπητή Lifο
Την απάντησή μου στην κ. Σόνια Τσιτήλου θα μπορούσαν να την πλαισιώνουν πάμπολλα αποσπάσματα από το βιβλίο Έλα να πούμε ψέματα, προκειμένου να υποστηρίξω «τεκμηριωμένα» ότι η χρήση των αναφερόμενων πηγών κάθε άλλο παρά επιλεκτική ή μονόπλευρη είναι. Δεν θα το κάνω. Όχι μόνο διότι θα ήταν βαρετό, και ίσως εγωιστικό, από μεριάς μου, αλλά και γιατί σέβομαι τον χώρο που μου παραχωρείτε.
Πράγματι, όπως αναφέρει η κ. Τσιτήλου, η περίοδος 1946-1949, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σε όλη την Ελλάδα, ήταν ταραγμένη. Στην Κρήτη όμως ήταν και πολλαπλώς απαξιωμένη, συκοφαντημένη, διαστρεβλωμένη, και ποικιλοτρόπως συσκοτισμένη.
Με αυτήν τη συσκότιση και τις βαθύτερες αιτίες της θέλησα να ασχοληθώ, εγκιβωτίζοντας στο Έλα να πούμε ψέματα τη «μαρτυρία-χρονικό» του επινοημένου ήρωα Μανόλη Αποστολάκη με τον εύγλωττο τίτλο Κοιμήθηκα παιδί και ξύπνησα άντρας.
Γίνεται απολύτως σαφές από τις πρώτες σελίδες της αφήγησης ότι ο φανταστικός αυτοαμυνίτης ήρωάς μου, που καλείται να συνομιλήσει και να συνυπάρξει με τα υπαρκτά πρόσωπα της εποχής του, υιοθετεί ως alter ego, λόγω συγκυριών αλλά και του νεαρού της ηλικίας, τη ματιά του Γιάννη Μανούσακα. Χωρίς όμως να τυφλώνεται, να ωραιοποιεί, να στρογγυλεύει, να κουκουλώνει, να αποσιωπά.
Εκτεθειμένος στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της εποχής του, έχει από τη μια τον Μανούσακα, υπεύθυνο για την Αυτοάμυνα (ΟΜΛΑ) και τον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος στην Κρήτη, που προετοιμάζει την ένοπλη πάλη, και τον οποίο «οφείλει» τυφλά να υπακούει, και από την άλλη τον Τσιτήλο, γραμματέα του Κόμματος στην περιοχή Κρήτης, που προσβλέπει σε δημοκρατικές διαδικασίες, και τον οποίο επίσης «υποχρεούται» τυφλά να σέβεται.
Και οι δυο, Τσιτήλος-Μανούσακας, είχαν κληθεί να «υπηρετήσουν» και να «ερμηνεύσουν», ο καθένας με τον θεωρητικό οπλισμό και την ιδιοσυγκρασία του, την αδιέξοδη ασάφεια και την εγκληματική ανακολουθία του ΚΚΕ εκείνα τα χρόνια.
Η προσωπικότητα, επομένως, του υπαρκτού και τραγικού Τσιτήλου μέσα από την οπτική του φανταστικού και ανυπεράσπιστου αυτοαμυνίτη Μανόλη Αποστολάκη κάθε άλλο παρά μειώνεται. Ούτε και προσβάλλεται η μνήμη του. Τουναντίον, θα έλεγα, δικαιώνεται. Εκτός κι αν διαβάζουμε επιλεκτικά, αποστερώντας λέξεις και φράσεις από τη συγκίνηση και το πάθος τους, αποκόβοντας νοήματα και απόψεις από τον ζωτικό χώρο τους, εμμένοντας σε εικόνες, αντιλήψεις και φήμες, οι οποίες λίγο παρακάτω σχολιάζονται, ελέγχονται, ανατρέπονται, αμφισβητούνται.
Ωστόσο αντιλαμβάνομαι το πνεύμα και την ενόχληση της κ. Σόνιας Τσιτήλου. Εφόσον ναι, δυστυχώς για όλους μας, στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας, έρχονται στιγμές που λημεριάζουν αντικριστά το δίκιο με το άδικο...
Αντιγράφω, και γι' αυτήν, το «κλείσιμο» της μαρτυρίας του φανταστικού ήρωά μου:
«Κι εδώ σε χαιρετώ, Ιδομενέα, παιδί μου. Όχι με το επίβουλο ευτυχώς που χάσαμε τότε τον πόλεμο αλλά με το ανυστερόβουλο δυστυχώς που συρθήκαμε και τον αρχίσαμε. Κι αυτό το δυστυχώς, το δικό μου, να το θυμάσαι, δεν θα μπορούσε να ισούται παρά μόνο μ' ένα μεγάλο κρίμα και πάλι κρίμα τα νιάτα μας. Αλλά ποιος νοιάστηκε ποτέ για μας, ποιος μας υπολόγισε;» (σελ. 637)
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Μάρω Δούκα
σχόλια