Πύλη Ε2, Πειραιάς. Το πλοίο «Αριάδνη» θα αναχωρήσει σε λίγο για Χίο-Μυτιλήνη. Έχει βραδιάσει και οι εικόνες που αντικρίζεις γύρω σου είναι μερικοί διασκορπισμένοι πρόσφυγες και δύο κλούβες ΜΑΤ. «Έλληνας είσαι;» είναι η πρώτη ερώτηση που ακούω πριν μπω στο πλοίο. Μια πρώτη γεύση για να μπεις στο κλίμα και να προσγειωθείς στην πραγματικότητα του προσφυγικού προβλήματος. Όσο απομακρύνεται ο Πειραιάς, τα φώτα χάνονται στο βάθος και το σκοτάδι πυκνώνει. Μόνη αχτίδα φωτός κάποια ψαροκάικα που πλέουν μεσοπέλαγα. Παρά το κρύο, κάποιοι έχουν παραμείνει έξω να χαζεύουν τη θάλασσα και να καπνίζουν το βραδινό τους τσιγάρο. Το ξημέρωμα θα με βρει στη Μυτιλήνη, το νησί που δέχτηκε τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές ροές και αντιμετώπισε μια πρωτοφανή κατάσταση, δείχνοντας τόση υπομονή και αντοχή, ώστε πολλοί να πουν ότι αποτέλεσε το «καλό παράδειγμα» προς μίμηση για όλους.
Με το που κατέβεις στο λιμάνι της Μυτιλήνης βλέπεις στοίβες από πορτοκαλί σωσίβια και παρατημένες μηχανές σκαφών, ουρές στα γραφεία τουρισμού και λεωφορεία γεμάτα πρόσφυγες να καταφθάνουν από τους κοντινούς χώρους υποδοχής. Τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα εθελοντικές οργανώσεις, ξένα τηλεοπτικά και ειδησεογραφικά πρακτορεία καθώς και ομάδες αλληλεγγύης. Στον δρόμο υπαίθρια καταστήματα με είδη ρουχισμού, σκηνές ή κουβέρτες σπεύδουν να σε πλησιάσουν, λέγοντας «hello, boy», ώστε να σε ρωτήσουν αν χρειάζεσαι κάτι από τα προϊόντα τους. Ο ήλιος που απλώνεται παντού είναι ο καλύτερος σύμμαχος για να στεγνώσουν τα ρούχα που έχουν απλώσει οι πρόσφυγες κατά μήκος της προκυμαίας. Τα παιδιά έχουν βγάλει τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους και περνούν την ώρα τους, ενώ κάποιοι άλλοι επιλέγουν έναν καλό ύπνο, αναμένοντας το βραδινό καράβι. Μια μικρή βόλτα γνωριμίας στην πόλη και οι ιστορίες ξεκινούν. Θα μου μιλήσουν για το νησί τους, το «πέρασμα», όπως είναι γνωστό, αλλά και για το πώς το προσφυγικό πρόβλημα έγινε μέρος της καθημερινότητας για ολόκληρη τη Λέσβο. «Ζήσαμε πρωτόγνωρες εικόνες, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που έπαθαν κρίσεις πανικού» θα μου πουν πολλοί κάτοικοι. «Έπειτα από κάποιο σημείο δεν μπορούσες να κοιτάς τον κόσμο να περνά έξω από το παράθυρό σου και να μένεις αμέτοχος» μου λένε σε συνοικιακό καφενείο στον πρώτο καφέ.
Θεωρώ ότι η κρίση μάς βοήθησε στο να γίνουμε περισσότερο δοτικοί, γιατί εκτιμήσαμε τα μικρά πράγματα που έχουν αξία. Είναι ένα μεταδοτικό κύμα αγάπης και, πραγματικά, η δύναμη του ανθρώπου είναι τεράστια.
Για τους Μυτιληνιούς, η ζωή άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη και αυτό το αντιλαμβάνεσαι στον τρόπο που σου μιλούν γι' αυτά που ζουν. Συναντώ τη Βάλια Μπαρμπατιώτη, η οποία είναι 32 ετών και ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου. Η Βάλια μαζεύει κάθε μέρα σε ένα καλάθι διάφορα παιχνίδια και μαζί με άλλους κατοίκους τα μοιράζουν στους πρόσφυγες. «Είναι πολύ όμορφο συναίσθημα και μας κάνει χαρούμενους το γεγονός ότι η ανταπόκριση του κόσμου είναι πολύ σημαντική και έρχονται πλέον παιχνίδια από τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Άμπου Ντάμπι» λέει. «Όλα αυτά που έχω ζήσει τον τελευταίο καιρό με έχουν κάνει πιο απαιτητική με το παιδί μου, αλλά και με το πώς βλέπω τα υπόλοιπα παιδιά. Πλέον θα με χαλάσει να δω ένα παιδί να γκρινιάζει χωρίς λόγο, ενώ πριν ήμουν πιο χαλαρή. Και βλέπεις αυτά τα προσφυγόπουλα να χαίρονται με τα απλά και να κλαίνε σπάνια. Αντιλαμβάνεσαι ότι θα στενοχωρηθείς λέγοντας "κοίτα, δεν είχα πολλή δουλειά σήμερα", ενώ πρέπει να χαιρόμαστε με τα μικρά που κάνουν τη ζωή μεγάλη. Κάθε φορά που μοιράζω παιχνίδια φεύγω από την προκυμαία συγκλονισμένη και αλλαγμένη. Έρχεσαι αντιμέτωπος με ερωτήματα του τύπου "αν είχε συμβεί στο παιδί μου, τι θα έκανα;" ή πολλές φορές διερωτάσαι "πώς θα ήταν, αν είχα στείλει το παιδί μόνο του", γιατί πολλά από αυτά τα παιδάκια στην πορεία μπορεί να μείνουν χωρίς γονείς. Θυμάμαι μια μέρα που είχαν έρθει πολλά άτομα και πήγα στο λιμάνι για να δώσω τα παιχνίδια που είχα μαζέψει. Πηγαίνω σε ένα αγοράκι το οποίο με κοιτάει μέσα στα μάτια και δεν παίρνει το παιχνίδι για κανέναν λόγο. Ψάχνω να δω αν δεν του άρεσε το παιχνίδι, αλλά το βλέμμα του ήταν τόσο επικριτικό, που αισθάνθηκα πολύ περίεργα. Αντιλήφθηκα εκείνη την ώρα τι έχει περάσει αυτό το παιδί, ενώ προσπαθούσα να του δώσω ένα απλό παιχνίδι. Τελικά, το πήρε ο πατέρας του κάνοντας ένα νόημα ότι θα του το δώσει αυτός αργότερα, με είδε ο άνθρωπος ότι είχα μείνει έκπληκτη. Σε πληροφορώ ότι με κοιτούσε μέχρι να φύγω. Εκείνη την ημέρα ένιωσα ένα μηδενικό, ότι φταίω για όλα όσα έχει ζήσει αυτό το παιδί. Επίσης, μια άλλη μέρα που έβρεχε καταρρακτωδώς πήγαμε να δώσουμε ρούχα και μια γυναίκα μου λέει: "Ωραία η χώρα σας, αλλά ψάχνουμε τρεις ώρες να βρούμε μέρος να αλλάξουμε το 7 ημερών μωρό μου".
Της λέω κατευθείαν να έρθει στο βιβλιοπωλείο και θυμάμαι πολύ έντονα να μου απαντά ότι αν μπουν βρεγμένοι, θα μας λερώσουν το μαγαζί. Τελικά, για να μας ευχαριστήσει, το μόνο που μας ζήτησε ήταν να κρατήσουμε αγκαλιά το μωρό της. Αυτή η γυναίκα είχε έρθει περπατώντας από τον Μόλυβο, περίπου 45 χιλιόμετρα, είχε γεννήσει πριν από μερικές μέρες, ήταν στη βάρκα με το νεογέννητο μωρό της και ντρεπόταν μετά απ' όλα αυτά να μπει στο βιβλιοπωλείο, μήπως μας το λέρωνε... Θεωρώ ότι η κρίση μάς βοήθησε στο να γίνουμε περισσότερο δοτικοί, γιατί εκτιμήσαμε τα μικρά πράγματα που έχουν αξία. Είναι ένα μεταδοτικό κύμα αγάπης και, πραγματικά, η δύναμη του ανθρώπου είναι τεράστια. Η μόνη μας ελπίδα είναι ο άνθρωπος. Παλιά οι ευχές μας περιείχαν συνέχεια τη λέξη "υγεία". Τώρα που νιώθουμε κι εμείς αυτό τον πόλεμο, ευχόμαστε ειρήνη. Ας το καταλάβουμε όλοι ότι γράφεται η Ιστορία από την αρχή και είναι πολύ παράξενο όταν διαπιστώνεις ότι γίνεσαι μέρος της. Τουλάχιστον, ας ευχηθούμε αυτές οι νέες σελίδες να είναι καλύτερες» λέει η Βάλια.
Στη συνέχεια, παίρνουμε δύο σακούλες με παιχνίδια και πηγαίνουμε στο λιμάνι για να τα μοιράσουμε. Τα βλέμματα των παιδιών λένε περισσότερα από αυτά που μπορείς να αντέξεις. Ένα κοριτσάκι τρώει ένα πορτοκάλι και όταν του δίνουμε ένα αρκουδάκι, σπεύδει ασυναίσθητα να μας δώσει ως αντάλλαγμα το πορτοκάλι. Λίγο αργότερα, ένα ντροπαλό αγοράκι περιμένει να του δώσουμε ένα παιχνίδι και όταν δίνουμε πρώτα στον διπλανό του, μπερδεύεται και μαζεύει αμέσως το χέρι του, μην και τον παρεξηγήσουμε ότι θέλει να πάρει το παιχνίδι του αδελφού του. Ένα ζευγάρι ντόπιων, όταν μας είδε, πήγε στο παρακείμενο ζαχαροπλαστείο και αγόρασε τρία κουτιά κουραμπιέδες και μελομακάρονα και άρχισε να τα μοιράζει στους πρόσφυγες. «Κάπως έτσι κυλούν οι μέρες στο νησί» λένε.
Συνεχίζουμε προς τη Δημοτική Παραλία του νησιού, τα Τσαμάκια. Εκεί θα συναντήσουμε την «Κοινωνική Κουζίνα "Ο άλλος άνθρωπος"», όπου μοιράζουν πολυάριθμες μερίδες φαγητού και θα συνομιλήσω με την κ. Μπέτυ Καφαλούκα. Κατάγεται από τη Μυτιλήνη και βοηθούσε ήδη μεμονωμένα, αλλά με το που ήρθε η «Κουζίνα», πήρε την απόφαση να συμμετάσχει «ώστε να γίνουμε περισσότεροι και να κάνουμε κάτι μεγαλύτερο, που να πιάνει τόπο. Για μένα πλέον είναι μέρος της ζωής μου» λέει. «Λείπω πολλές ώρες από το σπίτι και από το μαγαζί μου, αλλά δεν πειράζει. Καμιά φορά μου γκρινιάζει η οικογένειά μου, αλλά ξέρουν ότι είναι για καλό σκοπό και ότι είναι κάτι που με κάνει να αισθάνομαι ωραία. Δεν υπάρχει κίνητρο, παρά η ανάγκη του κόσμου που διακρίνεις στα μάτια τους. Κάτι μικρό θα κάνεις γι' αυτούς και ξαφνικά αντικρίζεις μια τεράστια χαρά να πλημμυρίζει το πρόσωπό τους. Ένα "thank you" που θα σου πουν θα σε κάνει ευτυχισμένη. Δεν το κάνουμε σαν αγγαρεία, αλλά με κέφι και ικανοποίηση. Αυτό είναι και το νόημα της προσφοράς, να δίνεις χωρίς να περιμένεις να πάρεις. Καθημερινά συναντάς πολλά άτομα και ακούς τις ιστορίες τους, σε σημείο που γίνεσαι συμμέτοχος στον πόνο τους και στα προβλήματά τους. Επίσης, βιώνεις εμπειρίες που δεν μπορείς να τις ξεχάσεις ποτέ, όπως όταν μια μέρα ρωτήσαμε ένα παιδάκι ολομόναχο πού ήταν οι γονείς του και μας είπε ότι ο πατέρας έχει πεθάνει και η μητέρα του έχει φύγει. Τελικά, έπειτα από λίγες μέρες βρήκαμε μια γυναίκα δίπλα του που μας είπε ότι ήταν η μητέρα του, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε καμία σχέση μαζί της. Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου, σκεφτόμουν ότι μπορεί να ήταν θύμα trafficking. Τελικά, έκανα καταγγελία στην αστυνομία, την περίμεναν στον Πειραιά, όπου ήταν μαζί με το παιδάκι, αλλά συνειδητοποίησα ότι τελικά ο μικρός ήθελε απλώς να φύγει από τη μαμά του κι εμείς τον πήγαμε πίσω. Με ενόχλησε που μετά σκεφτόμουν ότι το παιδάκι αυτό θα ήταν δυστυχισμένο – τι μάνα είχε και τι παιζόταν δεν το ξέρω, αλλά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έχω δυο γιους και πολλές φορές σκέφτομαι ότι τέτοια προβλήματα μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, αφού αναθεωρείς πολλά. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ενοχές για το ότι έχω κρεβάτι, ότι έχω να φάω, αλλά ειδικά τις μέρες που βρέχει, βάζω τα κλάματα. Δεν μπορεί παρά να ραγίσει η καρδιά σου» λέει και μας χαιρετά για να πάει να μοιράσει μερίδες φαγητού.
Τα πράγματα άλλαξαν τον Φεβρουάριο του 2015, οπότε έγινε ένα μεγάλο "μπαμ". Από τις 20.000 πήγαμε στις 40.000 και μετά στις 70.000, για να φτάσουμε στον Οκτώβριο που αγγίξαμε τις 100.000 αφίξεις τον μήνα.
Το φαγητό είναι έτοιμο, λίγη ζεστή σούπα και μια φέτα ψωμί. Το έχει μαγειρέψει ο κ. Δημήτρης Τελωνιάτης, κάτοικος Μυτιλήνης. «Τον Αύγουστο είχα μείνει άνεργος και περνούσα την κατάθλιψη που περνούν όλοι οι άνεργοι. Ένα απόγευμα πήγα στο πάρκο της Αγίας Ειρήνης όπου μαγείρευε η Κοινωνική Κουζίνα και χαζεύοντας από μακριά όλο αυτό που συνέβαινε, επέστρεψα σπίτι και είπα "θα μαγειρέψω". Φυσικά, δεν ήξερα ούτε τηγανητά αυγά να φτιάχνω, αλλά το έβαλα σκοπό ότι θα μπορέσω. Τι να πρωτοθυμηθώ από αυτούς τους ανθρώπους; Οι εμπειρίες που βιώνεις είναι συγκινητικές και δυνατές. Κάποια στιγμή είχαμε αφήσει μια άδεια κατσαρόλα και βλέπω ξαφνικά τρεις-τέσσερις ανθρώπους να πέφτουν με τα χέρια να φάνε από εκεί. Άλλη φορά θυμάμαι έναν Σύριο να ζητά πολύ ντροπαλά μια δεύτερη μερίδα κι εμείς, φυσικά, του δώσαμε, λέγοντάς του ότι αν περίσσευε, θα του δίναμε και τρίτη. Όταν έφυγε, μας είπε ότι όλο το βράδυ θα προσευχόταν για εμάς. Άλλη έντονη εικόνα είναι αυτή με πρόσφυγες με κινητικά προβλήματα που τους έλεγες "ελάτε να πάρετε, μην περιμένετε στην ουρά" και σου απαντούσαν αξιοπρεπώς: "Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα περιμένουμε, όπως και οι άλλοι". Να κάθεσαι από τις δέκα το πρωί έως τις δέκα το βράδυ και να δίνεις έως 9.000 μερίδες. Μόνο παίρνεις από αυτό, για μένα είναι η ψυχοθεραπεία μου και έμαθα ότι κάποια προβλήματα που εμείς τα θεωρούμε βουνό δεν είναι τίποτα. Συνειδητοποιείς ότι χρειάζεσαι ελάχιστα πράγματα για να είσαι ευτυχισμένος και αυτά τα μικρά, όπως ένα ζεστό μπουφάν, ένα χαμόγελο, ένα ζεστό φαΐ, είναι αυτά που σε κάνουν να νιώθεις καλά. Τα νέα παιδιά που έρχονται να βοηθήσουν εθελοντικά είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας και όσο υπάρχουν άνθρωποι, οι πρόσφυγες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα» λέει και προετοιμάζει τα υλικά για τις επόμενες μερίδες.
Αργότερα θα συναντήσουμε έναν άλλο κάτοικο της Μυτιλήνης, τον κ. Μιχάλη Μπάκα, διοικητικό υπάλληλο στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και περιβαλλοντολόγο. «Όταν μιλάμε για 700.000 πρόσφυγες, αντιλαμβάνεστε ότι αναφερόμαστε και σε αντίστοιχα σωσίβια και βάρκες, κάτι που συνεπάγεται ένα τεράστιο περιβαλλοντολογικό πρόβλημα. Γενικώς, τους τελευταίους μήνες η κατάσταση είναι σε καλό επίπεδο, αλλά σε δυσπρόσιτες περιοχές υπάρχει ακόμη πρόβλημα. Θυμάμαι κάποιες στιγμές τον Αύγουστο να κοιτώ από το πανεπιστήμιο, που είναι σε ψηλό σημείο της πόλης, και να βλέπω εικόνες που με έκαναν να φρίττω. Ήταν τόσο εκτός ελέγχου τα πράγματα και ανοργάνωτα, που πραγματικά έλεγα ότι θα δω την πόλη να καίγεται. Τότε όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα, δεν μπορείς να πεις για κάποιον κάτι αν αντιδράσει, γιατί δεν περιμένεις τέτοιες εικόνες. Όταν έχεις στην πόλη 10.000 άτομα χωρίς να ξέρεις τι θα τους κάνεις, νομίζω ότι εύκολα σαστίζει κανείς. Ζούσαμε απίστευτες στιγμές, να συνωστίζονται στο λιμάνι κατά χιλιάδες σε πέντε τουαλέτες. Όλοι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι κάτοικοι της Μυτιλήνης κράτησαν γερά, και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Αν δεν υπήρχε αυτή η συμπεριφορά, θα είχαμε θρηνήσει θύματα και θα είχαμε χειρότερες καταστάσεις. Η καθημερινότητά μας άλλαξε δραματικά, φτάσαμε στο σημείο να μιλάμε στο BBC για ένα θέμα που είναι παγκοσμίου ενδιαφέροντος, αλλά που εμείς παρακολουθούμε στους δρόμους, δίπλα μας. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που κάνουν εθελοντισμό λόγω μόδας, αλλά το σημαντικό είναι να βοηθάς, και ας το κάνεις και για την προβολή σου. Επιπλέον, είδαμε και φάσεις πρωτόγνωρες, όπως αυτές φωτογράφων να χτίζουν καριέρες πάνω στις ψυχές ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Φωτογράφους να λένε σε πρόσφυγες να μπουν ξανά στη βάρκα, γιατί δεν είχαν καλό πλάνο, αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, και πρόσφυγες να ξαναμπαίνουν στη θάλασσα, να κολυμπάνε και να βγαίνουν με αργά βήματα, ώστε να είναι πρώτο πλάνο σε όλους τους φωτογράφους. Έδιναν show γιατί πίστευαν ότι θα βρίσκονται σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης» υποστηρίζει.
Επόμενη στάση, το στρατόπεδο της Μόριας. Περίπου δέκα λεπτά από το κέντρο της Μυτιλήνης και ενώ στη διαδρομή εντυπωσιάζεσαι από τους ατελείωτους ελαιώνες, ξαφνικά μπροστά σου εμφανίζεται ένας τεράστιος και οργανωμένος χώρος υποδοχής προσφύγων. Με το που φτάνεις, αντικρίζεις παραταγμένα αμέτρητα ταξί, πάμπολλες καντίνες φαγητού, φορτηγάκια που πουλούν είδη ρουχισμού και μικρά περίπτερα από κινητές τηλεφωνίες που μοιράζουν κάρτες, σαν να βρίσκεσαι σε πανηγύρι. Σταδιακά, όσο πλησιάζεις προς τα κεντρικά κτίρια, έρχεσαι αντιμέτωπος με σκηνικό εμπόλεμης ζώνης. Αυτοσχέδιες βρύσες και σαπούνια για λούσιμο πέντε λεπτών, χημικές τουαλέτες, ατελείωτα κοντέινερ και πλήθος προσφύγων σε κάθε σημείο. Η παραμονή του αποδεικνύεται από τις πολλές κομμένες ρίζες ελιών και τους συνεχείς καπνούς, λόγω της φωτιάς που ανάβουν για να ζεσταθούν. Δεν μπορείς εύκολα να συνειδητοποιήσεις τις εικόνες που βλέπεις, με παιδάκια που προσπαθούν να κουβαλήσουν κουτιά με απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης, περισσότερα απ' όσα μπορούν. Τους πέφτουν, σταματούν, ξαναφορτώνουν μέχρι να βρεθεί κάποιος να βοηθήσει. Παίρνουμε άδεια και μπαίνουμε στον χώρο της καταγραφής των προσφύγων. Η κατάσταση, για να μην ξεφύγει από τον έλεγχο, στηρίζεται σε μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Τα ΜΑΤ πλησιάζουν προκειμένου, αν χρειαστεί, να διατηρήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στους πρόσφυγες που έχουν καταφθάσει από διαφορετικά κράτη. Προχωράμε στα ιατρεία και συνομιλούμε με τον Χρήστο Δουλγκέρη, ο οποίος ανήκει στους Γιατρούς του Κόσμου. Η ειδικότητά του είναι νοσηλευτής, παρόλο που οι προηγούμενες δουλειές του δεν είχαν σχέση με το αντικείμενο, αλλά αφορούσαν χώρους εστίασης. «Το εντυπωσιακό», λέει, «είναι ότι γεννήθηκα και μένω στη Μυτιλήνη. Όπως καταλαβαίνετε, μπαίνοντας εδώ τελείως συμπωματικά, αισθάνομαι σαν να ήρθα από την Disneyland και τους χώρους που εργαζόμουν στο "μέτωπο". Δεν το περίμενα ότι θα επιλεγώ, αλλά ίσως να βοήθησε ότι έχω βαθιά μέσα μου το γονίδιο της αισιοδοξίας». Ο Χρήστος το ζει όλο αυτό διπλά, γιατί ναι μεν παρακολουθεί το προσφυγικό τις ώρες της δουλειάς του, αλλά το συναντά και στους δρόμους όπου μεγάλωσε ως παιδί. «Από τον Ιούλιο του 2014 βρίσκομαι εδώ, όπου οι ροές ήταν δέκα με δεκαπέντε άτομα την ημέρα, οπότε καταλαβαίνεις ότι είμαστε αυτόπτες μάρτυρες της κλιμάκωσης αυτής της κατάστασης.
Όταν οι ροές ήταν σε φυσιολογικό πλαίσιο, μαθαίναμε ακόμα και τα ονοματεπώνυμα των προσφύγων και ανταλλάσσαμε και ιστορίες. Ερχόντουσαν στο ιατρείο όχι μόνο για ιατροφαρμακευτική κάλυψη αλλά και για συζήτηση. Τα πράγματα άλλαξαν τον Φεβρουάριο του 2015, οπότε έγινε ένα μεγάλο "μπαμ". Από τις 20.000 πήγαμε στις 40.000 και μετά στις 70.000, για να φτάσουμε στον Οκτώβριο που αγγίξαμε τις 100.000 αφίξεις τον μήνα. Βασικό μας μέλημα είναι να ανακαλύπτουμε τα χρόνια νοσήματα, γιατί οι περισσότεροι θέλουν την καταγραφή, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το χρόνιο νόσημα, απλώς και μόνο για να πάρουν το χαρτί της καταγραφής. Προσπαθούμε, λοιπόν, να το αποτρέψουμε ή να βρούμε, για παράδειγμα, αν μια γυναίκα είναι σε κατάσταση κύησης. Το 80% των ανθρώπων που φτάνουν στο νησί είναι υγιείς, αλλά είναι πολύ ταλαιπωρημένοι και κουρασμένοι. Από κει και πέρα, υπάρχει κόσμος που έχει καρδιολογικά προβλήματα, διαβήτη, αλλά θα συναντήσεις και στομαχικές αντιδράσεις στο λάδι μας, διότι οι διατροφικές τους συνήθειες είναι διαφορετικές. Έπειτα από κάποιο σημείο, κοιτάς τον κόσμο πιο επιδερμικά, διότι πρέπει να κάνεις αυτό για το οποίο βρίσκεσαι εκεί. Θυμάμαι ανθρώπους με τεράστια δύναμη, που ενώ θα έπρεπε να έχουν στερέψει από τις κακουχίες, έχουν πάντα κάτι να δώσουν. Υπήρχαν μέρες που βρέθηκα μπροστά σε 7.000 ανθρώπους και 70 λιποθυμίες και εκείνη τη στιγμή να έχω μόνο ένα μπουκάλι νερό κι ένα ακουστικό για να ελέγχω σφυγμούς. Ξαφνικά, λίγη ώρα μετά συνειδητοποιώ ότι έχω κουφαθεί, τα αυτιά μου είναι βουλωμένα, σταματάω και αναρωτιέμαι τι κάνω, τι μπορώ να κάνω. Άλλη φορά έβρεχε αρκετά και χωρίς να σκεφτούμε τίποτα, φορέσαμε ένα αδιάβροχο και αρχίσαμε να μοιράζουμε στους ανθρώπους έστω ένα αδιάβροχο. Φανταστείτε εικόνες! Εκείνη την ημέρα είχα ξεχάσει το νησί, τον ήλιο, τι μέρα είναι, είχα χαθεί τελείως. Γι' αυτό κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους δώσουμε ένα ζεστό χαμόγελο καλωσορίσματος. Πάντως, ύστερα απ' όλα όσα έχω δει, έχω πάψει να είμαι αχάριστος κι έχω μάθει να εκτιμώ το οτιδήποτε» τονίζει.
Αφήνοντας πίσω τη Μόρια, οδεύουμε προς τα βόρεια και κατευθυνόμαστε στη Συκαμιά. Είναι το μικρό χωριό που αποτέλεσε τον πρώτο σταθμό στον οποίο κατέφθαναν οι πρόσφυγες, διότι βρίσκεται πιο κοντά στην Τουρκία. Το ότι καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έχεις απέναντι τη γειτονική χώρα το αντιλαμβάνεσαι, αφού στο ραδιόφωνο παίζει μόνο τούρκικους σταθμούς αλλά και το κινητό σου έχει μπει σε κατάσταση περιαγωγής. Σίγουρα, μετά από όλα όσα έχουν γίνει και σκεπτόμενος πόσες χιλιάδες άνθρωποι έκαναν αυτή την απόσταση περπατώντας (περίπου 50 χιλιόμετρα), δεν έχεις την όρεξη να απολαύσεις την πανέμορφη διαδρομή – τουλάχιστον, η απέραντη θέα στο Αιγαίο και τα υπέροχα γραφικά χωριά που θα συναντήσεις, όπως το Μανταμάδος, είναι ένα μικρό διάλειμμα. Στο χωριό οι παραθαλάσσιες ταβέρνες και τα καφέ ανοίγουν τις σόμπες. «Βλέπετε, είναι πολλές οι ξένες οργανώσεις που έχουν έρθει» μου λέει ένας ψαράς, ενώ ετοιμάζει τα δίχτυα για να ανοιχτεί στη θάλασσα. Το μάτι μου πέφτει στην ταβέρνα «Μουριά του Μυριβήλη». Κάτω από τη θρυλική αυτή μουριά ο πασίγνωστος Έλληνας συγγραφέας Στρατής Μυριβήλης κατέγραφε τις ιστορίες που του διηγιόταν ο πατέρας του Πατσού, ο Φόρτις, αγναντεύοντας το απέναντι εκκλησάκι της Παναγιάς της Γοργόνας και με φόντο το πέλαγος και τα παράλια της Μικράς Ασίας αναβίωναν ιστορίες από τις χαμένες πατρίδες. Πηγαίνω προς το εκκλησάκι και μια ομάδα ναυαγοσωστών κοιτά επίμονα προς την Τουρκία. «Έρχεται μια βάρκα» μου λένε και φεύγουν αμέσως με το φουσκωτό για εκεί. «Άλλη μια συνηθισμένη μέρα» φωνάζει ένας κάτοικος.
Παρατηρώ σε ένα παγκάκι ένα ξένο τηλεοπτικό συνεργείο να παρακολουθεί με προσήλωση τον ερχομό της βάρκας με τους πρόσφυγες. Έχουν στήσει την κάμερα για να μη χάσουν κανένα πλάνο. Ταυτόχρονα, πίσω μας το ελαιοτριβείο του χωριού λειτουργεί κανονικά, αλλά διαπιστώνει κανείς πολύ σύντομα ότι η ζωή αυτού του μικρού χωριού έχει αλλάξει άρδην. Η ηρεμία γι' αυτούς αποτελεί παρελθόν, το καφενείο που συνήθως είχε δύο άτομα πλέον δεν έχει καρέκλα άδεια και το πιο σημαντικό είναι το περιεχόμενο της καθημερινότητάς τους. Και το πορτοκαλί είναι το χρώμα που έχει στοιχειώσει τις ζωές τους. Ο Αποστόλης Παρασκευόπουλος δουλεύει ως σερβιτόρος σε ταβέρνα του χωριού. «Ξεκινήσαμε εθελοντικά, γιατί είμαστε στην πηγή των γεγονότων. Παρακολουθούσες καθημερινά τρεις και τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες να περνούν από μπροστά σου, ενώ εσύ εργάζεσαι. Πώς να δουλέψεις με τέτοιες εικόνες; Θέλοντας και μη, σπεύδεις να βοηθήσεις. Δεν αντέχεις να βλέπεις μικρά παιδιά να ταλαιπωρούνται, γιατί γνωρίζεις ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθούν τους γονείς τους, αν έχουν» λέει. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται η αυτο-οργανωμένη δομή υποδοχής προσφύγων «Πλάτανος». Εκεί συναντάμε τον Παναγιώτη, ο οποίος ήρθε στη Μυτιλήνη τον Μάιο με κάτι φίλους για να βρει εργασία. Όπως του αρέσει να δηλώνει, είναι «ανειδίκευτος βιοποριστής». Όμως η κατάσταση που συνάντησε ήταν αρκετή για να τον αναγκάσει να παραμείνει για κάποιους μήνες στο νησί. «Εμείς δεν είμαστε εθελοντές αλλά αλληλέγγυοι, διότι ο εθελοντισμός έχει γίνει lifestyle» λέει.
Πού μένετε; «Πολλοί από εμάς μένουμε μέσα στον χώρο του Πλατάνου που έχει δημιουργηθεί ως ιατρείο, κάποιοι άλλοι σε σπίτια που έχουν παραχωρήσει ορισμένοι, λίγοι σχετικά, κάτοικοι και κάποιοι άλλοι σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ξεκινήσαμε ως ένα αυτοσχέδιο ιατρείο, κάτω από μια τέντα, που σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε κάτι μεγαλύτερο, παρόλο που στην αρχή υπήρχε αντίδραση από τοπικές Αρχές, ότι "ενοχλούμε" και αποτελούμε "υγειονομικό πρόβλημα". Όταν έφταναν 4.000 άτομα καθημερινά κι εμείς βοηθούσαμε παρέχοντας ρούχα και ζεστό φαγητό, η βοήθειά μας ήταν καταλυτική. Στην αρχή υπήρξε ξενοφοβία και ρατσισμός, που στη συνέχεια μεταλλάχθηκε σε εκμετάλλευση. Βλέπανε μοβ χαρτονομίσματα που είχανε καιρό να δουν και σκέφτονταν με τι τρόπους θα τους τα πάρουν – 200-300 ευρώ για αποστάσεις πέντε χιλιομέτρων. Ευτυχώς, υπήρχαν και αυτοί που βοήθησαν αποτελεσματικά και τους μετέφεραν με τα δικά τους αυτοκίνητα, χωρίς να τους νοιάζουν τα λεφτά, απλώς βάλανε την ανθρωπιά μπροστά. Είναι η πιο δυνατή εμπειρία της ζωής μου, να βλέπεις ανθρώπους που έχουν έρθει από πολεμικά μέτωπα, βομβαρδισμούς, να περνούν με μια βάρκα, χωρίς να ξέρουν αν θα επιβιώσουν, και όταν τους δίνεις ένα τσάι και λίγα ρούχα, να χαμογελούν ή να τραγουδούν. Είναι η μεγαλύτερη πληρότητα και το "ευχαριστώ" που θα σου πουν κρύβει το μεγαλύτερο νόημα» αναφέρει.
Στο πλοίο της επιστροφής οι οικονομικές θέσεις είναι γεμάτες από πρόσφυγες. Παρόλο που το πλήθος είναι αρκετό και οι μυρωδιές έντονες, ακολουθούν πιστά τις εντολές των ανθρώπων του καραβιού όταν μπερδεύονται με τους χώρους και ακούν προσεκτικά. Συζητούν, ξεκουράζονται, απολαμβάνουν τη ζέστη και την ηρεμία του ταξιδιού και συνειδητοποιείς ότι ηαπόσταση για τον Πειραιά αποτελεί ένα βαρετό και κουραστικό ταξίδι για τους Έλληνες, ενώ γι' αυτούς είναι οι ώρες που δεν τους νοιάζει να περάσουν γρήγορα. Αισθάνονται ασφαλείς. Είναι εντυπωσιακό ότι αν τους κοιτάξεις, θα σου χαμογελάσουν και, όταν πας να τους μιλήσεις, δέχονται αμέσως να σου πουν τις ιστορίες τους. Μια φράση βρίσκεται στις περισσότερες από αυτές και είναι «θα τα καταφέρω».
σχόλια