Ακούω ήδη τον καγχασμό όσων θα διαβάσουν ότι η γάτα μου πέθανε κι είμαι απαρηγόρητος. Δε βαριέσαι, ας καγχάσουν. Εγώ μόνο ξέρω, πόσες φορές, όταν ήμουν στα χάλια μου, αυτό το μαύρο, ταπεινό γατάκι ήταν εκείνο που καθόταν στο στήθος μου και ανεβοκατέβαινε με κάθε ανάσα, κοιτάζοντάς με με πολύπειρο βλέμμα, καθησυχαστικό. Και τα ψιλοκαταφέρναμε τελικά, όταν όλοι μάς είχαν ξεγράψει.
Ξέρω μερικά πράγματα και από ανθρώπους, αλλά γιατί πρέπει σώνει και καλά να κάνουμε συγκρίσεις; Η αγάπη μας ήταν αγνή και ανιδιοτελής, αν εξαιρέσουμε λίγο φαί και χάδια. Με τα χρόνια είχαμε αμβλύνει λίγο και τους περιορισμούς του είδους μας- προσπαθούσαμε να καταλάβουμε, να εξαντλήσουμε ει δυνατόν την κατανόηση του βλέμματος. 'Ωρες κοιταζόμασταν στα μάτια και προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε πώς γεννιέται τόση συνεννόηση ανάμεσα σε δύο είδη διαφορετικά.
―Τι γυρεύεις με τους ανθρώπους; τη ρωτούσα. Γιατί δεν πας να ζήσεις με τις άλλες γάτες;
Αυτό το βλέμμα είναι που μ' αρρώστησε το χάραμα που την βρήκαμε πεσμένη στο δρόμο, με κομμένο το νωτιαίο μυελό, παράλυτη, αλλά με τα μάτια ανοιχτά. Κι όταν την έβγαλαν το απόγευμα από την μαγνητική, με τη γλώσσα να κρέμεται, το αίσθημα πώς κατάντησε έτσι το άκακο πλασματάκι μου.
Αυτό που πάντα ίσχυε: ο ένας εξαρτιόταν απ΄ τον άλλον, με έναν περιέργως ισοβαρή τρόπο. Το δειλό αυτό γατάκι, που περπατούσε σιγανά και κάθε τι το θεωρούσε δωρεά και χάρη, που δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφο, αλλά στα μάτια μου έλαμπε από καλωσύνη― μου ανταπέδιδε κι αυτό κάτι τεράστιο: μια μικρή καρδιά στο σκοτάδι όταν γύρναγα κουρασμένος κι άνοιγα την πόρτα, την ουρά που με άγγιζε στο πόδι για να με βγάλει από τις σκέψεις, το πρωινό παιχνίδι στο κρεββάτι ορισμένες μέρες που το να σηκωθείς φαινόταν άθλος.
Αυτό το πλασματάκι πηγαινοερχόταν αθόρυβα και κένταγε ένα ιστό, που μπορείς να τον πεις και σπίτι. Και ξαφνικά αυτός ο ιστός ξηλώθηκε.
Αυτό το πλασματάκι πηγαινοερχόταν αθόρυβα και κένταγε ένα ιστό, που μπορείς να τον πεις και σπίτι. Και ξαφνικά αυτός ο ιστός ξηλώθηκε.
Το μικρό της σώμα ήταν ακόμα ζεστό όταν τη θάψαμε στο λόφο. Ένα φριχτό καταμεσήμερο με κάθετο ήλιο. Τα χέρια μας γέμισαν αγκάθια. Μέσα στη γάζα που την τυλίξαμε, με λίγα άγρια λουλούδια (που της άρεσε να τα μασουλάει:) μπήκε κι ένα παιχνιδάκι της. Δεν φανταζόμουνα ποτέ να φτάσω στα 57, για να κάνω εγώ αυτά τα πράγματα, που τον πατέρα μου τον "έκλαψα" στα μπουζούκια και τα πένθη της ζωής μου ήτανε πάντοτε αντιδραματικά. Ίσως αυτό είναι κι ένα από τα επιγενόμενα της ενηλικίωσης: ντρέπεσαι λιγότερο για αυτά που σε κάνουν να τρέμεις. Και δεν δίνεις δεκάρα πια τι λέει ο κόσμος ή ποιά είναι τα επιτρεπόμενα πένθη. Ο καθένας κι η λύπη του.
Θα παραδεχόμουν ότι ξεμωραίνομαι, αν το αίσθημα αυτό δεν εκφραζόταν μέσα μου με τόση πειθώ κι ευκρίνεια. Αυτό το πλάσμα, που σε αναλαμπές μπόρεσα να συντονιστώ μαζί του με την εντέλεια με την οποία συντονιζόμαστε μόνον όταν είμαστε ερωτευμένοι, θα μου λείψει σαν ένας δοκιμασμένος φίλος. Τριγυρνάω στο σπίτι και μου φαίνεται άδειο. Κάθε ζώο που συναντώ στο δρόμο, το κοιτάω αρχικά με λαχτάρα και αμέσως μετά το εχθρεύομαι, επειδή αυτό ζει.
Είναι και κάτι τελευταίο, αλλά σημαντικό: τέσταρα την αγάπη που έχω στα ζώα, τις στιγμές που έτυχε να πονάνε χωρίς να ξέρουν τι προκαλεί τον πόνο τους. Ξέρω αυτόν τον πόνο, από την παιδική μου ηλικία― τον ένοιωσα κι εγώ! Πριν μάθω το σώμα μου, έμαθα την πληγή του, χωρίς να ξέρω σε τι έφταιγα. 'Οταν ξαναβλέπω αυτό τον πόνο (κυρίως πάνω σε άλλα παιδιά, αλλά και στα ζώα), νοιώθω μια οδυνηρή ταύτιση. Αυτή είναι η ρίζα της αγάπης μου― όχι η μοναξιά, ουτε η συντροφικότητα.
Γι αυτό και δεν μπορώ να ξεχάσω τα μάτια της, όταν τη βρήκαμε χτυπημένη στο πεζοδρόμιο. Ο τρόπος που με κοίταξε είναι ο τρόπος που κοιτάω κι εγώ τον κόσμο.
Αντίο μαυράκι μου.