«Οι δυο μας λαοί έχουν μακραίωνη ιστορία και δεσμούς χιλιετηρίδων. Βασιζόμενοι στις παραδοσιακά εξαιρετικές μας σχέσεις, θεωρούμε ως στρατηγική μας επιλογή την ενίσχυση της διμερούς μας συνεργασίας η οποία, από το 2006, διέπεται από τη Συνολική Στρατηγική Εταιρική Σχέση» τονίζει ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξή του στο κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua (τμήμα της οποίας εξασφάλισε και προδημοσιεύει το Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων).
«Η επίσκεψή μου στο Πεκίνο και τη Σαγκάη» τονίζει ο πρωθυπουργός «σηματοδοτεί την κοινή βούληση Ελλάδας και Κίνας να πάμε ένα μεγάλο βήμα μπροστά με εφαλτήριο τη σημαντική συνεργασία μας στο λιμάνι του Πειραιά στη βάση μίας νέας αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας και την ολοκλήρωση του Έτους Ναυτιλιακής Συνεργασίας. Να γίνουμε πραγματικά στρατηγικοί εταίροι με αναβαθμισμένες εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις σε σειρά τομέων, αλλά και να αναπτύξουμε ένα νέο επίπεδο πολιτικού διαλόγου σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία για τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις».
Ο κ. Τσίπρας σημειώνει: «Αφενός, προσβλέπουμε στην αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου με την Κίνα επί διεθνών και περιφερειακών ζητημάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος, για τα οποία πολύ συχνά μοιραζόμαστε κοινές προσεγγίσεις και αρχές. Η Μεσόγειος και η Άπω Ανατολή μπορεί να βρίσκονται μακριά, γεωγραφικά, αλλά σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι πολλές φορές κοινές και ολοένα και πιο αλληλένδετες.
Αφετέρου, προσβλέπουμε σε μία στενότερη συνεργασία με την Κίνα, στο πεδίο της οικονομίας - μία συνεργασία με μια παγκόσμια οικονομική δύναμη. Οι εμπορικές μας σχέσεις βρίσκονται ήδη σε πολύ καλό επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει ιδιαίτερα περαιτέρω αύξηση των ήδη σημαντικών εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στη μεγάλη κινεζική αγορά- κυρίως στο αγροδιατροφικό τομέα- και στην υλοποίηση του ισχυρού ενδιαφέροντος των κινεζικών επιχειρήσεων για επενδύσεις στην Ελλάδα- κυρίως στον τομέα των μεταφορών και των υποδομών. Η διεύρυνση των πολιτιστικών,εκπαιδευτικών ανταλλαγών, η μεταφορά νέων τεχνολογιών και η ανάπτυξη των τουριστικών ροών, με την δρομολόγηση απευθείας αεροπορικής σύνδεσης, αποτελούν επίσης άμεσους στόχους».
Ερωτηθείς για το προσφυγικό, τη στάση της Ευρώπης, ο πρωθυπουργός, τονίζει: «Η Ευρώπη αντιμετωπίζει παράλληλα τρεις κρίσεις: οικονομική, προσφυγική και ασφαλείας, οι οποίες κατέληξαν να θέτουν σε δοκιμασία τα όρια αντοχής της. Πράγματι, η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο των δυο πρώτων, για λόγους που συχνά υπερέβαιναν τις ευθύνες και τη βούληση της χώρας μας, όπως η γεωγραφική της θέση στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Παρόλα αυτά, η Ελλάδα απέδειξε επανειλημμένα ότι έχει τη θέληση και την ικανότητα να αντιμετωπίζει και να διαχειρίζεται τις κρίσεις, προσηλωμένη σε αξίες και παράγοντας αποτελέσματα. Παρά τους δεδομένους δημοσιονομικούς περιορισμούς, κινητοποιήσαμε τον κρατικό μηχανισμό, συντονιστήκαμε με τους πολίτες και τις κοινωνικές οργανώσεις και καταφέραμε να διαχειριστούμε ροές προσφύγων που πολύ συχνά υπερέβαιναν τον ίδιο τον ντόπιο πληθυσμό των πεδίων δράσης με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ασφάλεια, και απαντήσαμε με αποτελεσματικότητα και ανθρωπιά στην πρόκληση της προσφυγικής κρίσης.
Οι ενέργειες αυτές, ωστόσο, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις γενεσιουργές αιτίες της προσφυγικής κρίσης, οι οποίες βρίσκονται στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Παρά το μέγεθός της, η Ελλάδα έχει λάβει μια σειρά από πρωτοβουλίες για τη συνεννόηση και τη συνεργασία στην περιοχή, ενώ στηρίζει τις προσπάθειες για ειρήνη και σταθερότητα στη Συρία, την Λιβύη, την Ουκρανία και το Αφγανιστάν. Για αυτό, άλλωστε, επιδιώκουμε το διάλογο και τη συνεργασία τόσο με τους ευρω-ατλαντικούς εταίρους μας όσο και με παγκόσμιους και περιφερειακούς δρώντες όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και το Ιράν, στο πλαίσιο της πολυδιάστατης εξωτερικής μας πολιτική.
Αναφερόμενος στην οικονομική κατάσταση της χώρας, ο πρωθυπουργός σημειώνει: «Καταβάλλουμε συστηματικές προσπάθειες για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης. Μετά από μια δύσκολη διαπραγμάτευση, επιτύχαμε μια βιώσιμη συμφωνία. Επιτύχαμε, για πρώτη φορά, το άνοιγμα της συζήτησης για την επίτευξη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους σε ανώτατο επίπεδο, εφαρμόζουμε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, προωθήσαμε νέο επενδυτικό νόμο και τα πρώτα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά. Η οικονομία και η απασχόληση ανακάμπτουν, η χώρα ανακτά σταδιακά την εμπιστοσύνη και σύντομα θα κινούμαστε με θετικούς ρυθμούς. Ασφαλώς, πολλά μένουν να γίνουν προκειμένου να ανακτήσουμε το χαμένο εθνικό μας πλούτο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα δυσκολότερα βρίσκονται πίσω μας».
σχόλια