Ανάμεσα στον επιδειξιoμανή παλιμπαιδισμό και τον καλλυμένο εθνικισμό. (Κάποιος να τους μαζέψει...)
Του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου.
Κανείς δεν τρέφει πλέον ψευδαισθήσεις γύρω από την εμπορευματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Συγκεκριμένα προϊόντα, σταμπιλαρισμένος χειρισμός, και κάπου στη μέση, δεξιοτεχνία στις λήψεις, λόγω τεχνολογίας και βρετανικής πείρας στην τηλεόραση.
Αυτό που πλέον εκπλήσσει εμάς τους βετεράνους θιασώτες, που είχαμε συνηθίσει στην ταπεινότητα και την αυτοσυγκράτηση των νικητών, είναι ο αυξανόμενα καραγκιοζίστικος τρόπος πανηγυρισμού, μια μεταφορά καλλιτεχνίζουσας showmanship στους αθλητικούς χώρους, αλλά με μια αγριάδα στην άκρη του ματιού, μια αίσθηση δικαίωσης που μπερδεύει την υποχρέωση στη χώρα καταγωγής με τη ανάγκη εύρεσης ταυτότητας μέσω του αθλητισμού.
Μετά από χρόνια επίπονης, επαναλαμβανόμενης προπόνησης, οι πρωταθλητές φαίνεται να έχουν προβάρει την πόζα που θα τους κάνει διάσημους στο κοινό, σε περίπτωση που κερδίσουν.
Όπως έμαθαν να κάνουν οι ποδοσφαιριστές νωρίτερα, πανηγυρίζοντας το γκολ, όχι με έξαλλο αυθόρμητο τρόπο, αλλά με παλαβιάρικη ή εξωφρενική ή δήθεν cool χειρονομία σήμα κατατεθέν, (εκχυδαΐζοντας το αξέχαστο ξέσπασμα του Βραζιλιάνου Μπεμπέτο που γιόρτασε το νεογέννητο γιο του στη γωνία του γηπέδου κουνώντας ρυθμικά τα χέρια του πέρα δώθε) έτσι και οι αθλητές του στίβου ειδικά, δεν παραλείπουν να δηλώσουν μετά τη νίκη τους, και πολλές φορές πριν από αυτήν, πως οφείλουμε να τους δούμε καλά, να τους ξεχωρίσουμε για τα κολπάκια τους, και να μην τους ξεχάσουμε ποτέ.
Η ανάγκη τους να διακριθούν από το σωρό έχει γίνει μανιακή και απελπισμένη. Εγώ εγώ εγώ, είναι το σύνθημα- εγώ που προσπάθησα τόσο πολύ, εγώ που τα κατάφερα, εγώ που τους έσκισα όλους. Ως και ο σοβαρός, όπως τον αποκάλεσαν οι σχολιαστές, έβδομος Ολυμπιονίκης του ακοντισμού Σπύρος Λεμπέσης, στις δηλώσεις του μετά τον τελικό, δεν ανέφερε κανέναν από τους υπόλοιπους συναθλητές του, ούτε καν τον νικητή από το Τρίνιντατ (που έκανε τη μεγαλύτερη έκπληξη του στίβου σε αυτή τη Ολυμπιάδα) αλλά κοκορευόταν με βροντερή φωνή, δίνοντας υποσχέσεις για το Ρίο το 2016, χωρίς να παραλείψει να χωρέσει και τον χορηγό του.
Περάσαμε σταδιακά από την πειθήνια, αρκετά σοβιετική, σιωπηλή φιλοσοφία της νίκης-καθήκοντος, στον πλήρη εγωκεντρισμό του αθλητή που είναι το κέντρο του δικού του κόσμου και του υπόλοιπου κόσμου για τα 15 λεπτά της δημοσιότητας του, κάτι που εκτός από έλλειμμα παιδείας, δείχνει την μετατροπή των σπορ σε υπόθεση του ενός, κάτω από το πρόσχημα του εξανθρωπισμένου θεάματος.
Το αντεπιχείρημα είναι πως ο αθλητής όντως στερείται για να αξιοποιήσει το ταλέντο του και να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του και καλά κάνει αφού είναι δικαίωμα του. Υποτίθεται ωστόσο, πως οι Ολυμπιακοί τελούνται για την υπενθύμιση της συνένωσης των λαών. Και τότε, ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος της υπερέκθεσης των εθνοσήμων και της σημαίας; Αν και ποτέ δεν θα το παραδεχθούν ανοιχτά, οι αγώνες αυτοί ανέκαθεν χρησίμευσαν ως μέσο προπαγάνδας των μεγάλων εθνών, ως επίδειξη ισχύος και εργαλείο επικράτησης, μια έξωθεν μαρτυρία υγείας και ρώμης, μασκαρεμένης ως άμιλλας.
Με την πτώση του τείχους, τα προπύργια των αθλητικών στρατών έπεσαν και ακόμη και οι πρώην ανατολικοί και ανατολικές, όσες τουλάχιστον δεν έκαναν αλλαγή φύλου από τα αναβολικά, εξελίχθηκαν σε αθλητικές μονάδες που απαίτησαν μονέδα και χορηγούς- άνθρωποι είναι, να μη φάνε κι αυτοί; Και τελικά φτάνουμε στο σημείο να βλέπουμε αθλητές να εκπροσωπούν κράτη αλλά στην ουσία να αυτοδιαφημίζονται για τη δόξα, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας, ξεχνώντας πως βασικά η ομοσπονδία της χώρας τους τους πληρώνει, άρα μπορεί και να τους ελέγχει.
Παλιά χλευάζαμε την υπερβάλλουσα ατομικότητα των Αμερικανών και των Αμερικανίδων, με τα πλουμιστά νύχια της Γκέιλ Ντίβερς και τις διαστημικές στολές της Φλόρενς Γκρίφιθ, ώσπου ανατριχιάσαμε από τον φιλοπαίγμονα Μπολτ στο Πεκίνο, επειδή είναι Τζαμαϊκανός (γεννημένος στη φτώχια), χαριτωμένος (αυθόρμητος και θεατρικός) και το θαύμα της φύσης (δεν το ψάχνουμε παραπάνω για να μην στενοχωρηθούμε), ικανός για απίστευτα πράγματα και σταθερά αποτελεσματικός, όπως αποδείχθηκε στο Λονδίνο.
Ο Μπολτ όμως είναι ένας και μοναδικός, και μέσα σε μια τετραετία γεννήθηκαν πολλά ψώνια και κυρίως η νοοτροπία του σταρ με τερτίπια κινηματογραφικής ντίβας, που θα κάνει το κομμάτι του, θα γυρίσει τουλάχιστον μια φορά το στάδιο με μια σημαία που θα βρει στην πρώτη γωνία του γηπέδου (μα τόσες σημαίες, πού τις βρίσκουν σε όλα τα μεγέθη;) και θα πλακωθεί σε δηλώσεις τύπου "πίστευα στον εαυτό μου", "ήμουν καλά σήμερα", και τέτοια βαθυστόχαστα, ξεχνώντας πως οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ δεν εκπροσωπούν κανέναν και μπορούν να λένε ότι σαχλαμάρα τους κατέβει στο κεφάλι.
Τουλάχιστον ο Ιωάννης Μελισσανίδης μίλαγε με στόμφο φυσικά και έναν επικό μελοδραματισμό, για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και τη Μελίνα, επειδή πίστευε πως κάτι έχει να πει. Τώρα, κάποιος οφείλει να ισορροπήσει τα πράγματα και τα λόγια. Αν τα ρατσιστικά σχόλια στο twitter επιφέρουν αποκλεισμό επειδή αντίκεινται στις αρχές του Ολυμπισμού, τότε η παλιμπαιδίζουσα εγωπάθεια και ο εθνικιστικός ζήλος, ποιο ακριβώς από τα ιδεώδη του Ολυμπισμού εξυπηρετούν;
σχόλια