Θα περίμενε ίσως κανείς ότι η παρθενική σειρά του καναλιού Sundance θα είχε κάτι από την indie «ψαγμενιά» και τον αέρα μιας trendy και θολής συχνά πρωτοπορίας που κατά κανόνα χαρακτηρίζει τις ταινίες που προβάλλονται κάθε χρόνο στο ομώνυμο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Καμία σχέση. Το «Rectify» (η λέξη μπορεί να αποδοθεί ως «επανορθώνω», «διορθώνω» ή και «λυτρώνω») είναι ένα οικογενειακό δράμα και μια εξαίσια σπουδή χαρακτήρων, παλαιάς κοπής σχεδόν, που επικεντρώνεται στις απόπειρες κοινωνικής επανένταξης του κεντρικού χαρακτήρα –ένας υπαρξιακός αντιήρωας που κουβαλά μπόλικο Καμύ και Ντοστογιέφσκι μέσα του− μετά από 20 χρόνια σχεδόν στην απομόνωση (ως θανατοποινίτης) για ένα έγκλημα που (μάλλον) δεν έκανε. Ένα πρωινό στα 18 του, ο Ντάνιελ (καλό κι ευαίσθητο παιδί, κατά γενική ομολογία) ξύπνησε μετά από ένα ιδιαιτέρως άγριο πάρτι, με φριχτό πονοκέφαλο και πλήρες blackout για να πληροφορηθεί, καθώς του περνάνε τις χειροπέδες, ότι είναι ο βασικός ύποπτος για τον βιασμό και τη δολοφονία της 16χρονης φίλης του. Η διαδικασία επίλυσης (το αστυνομικό procedural) όμως του μυστηρίου γύρω από τα γεγονότα εκείνης της αποφράδας νυκτός που προκάλεσαν την καταστροφή πολλών ζωών και την αποσύνθεση μιας ολόκληρης κοινότητας τίθεται σε δεύτερη μοίρα από τον δημιουργό της σειράς, Ray McKinnon (μεγάλη μούρη και ως ηθοποιός). Αυτό που επικρατεί είναι μια συναρπαστική «ανθρωπίλα», η συμπόνια, η ταπεινοφροσύνη, η ντομπροσύνη και άλλες παλιομοδίτικες αρετές, οι εξαιρετικοί διάλογοι και το ονειρικό γύρισμα με φόντο το κλονισμένο φως της Τζόρτζια και αυτούς τους ψηλούς, φουσκωτούς γίγαντες που λικνίζονται από τον αέρα έξω από τα βενζινάδικα και τα βουλκανιζατέρ της αμερικανικής ενδοχώρας.
To «Rectify» αγαπήθηκε πολύ από λίγους. Ποτέ δεν είναι αργά όμως στην εποχή του αέναου streaming και είναι απολύτως βέβαιο ότι στο μέλλον θα δοξαστεί όπως του αρμόζει.
«Είναι μακρύς ακόμα ο δρόμος, αλλά μπορούμε πια να ελπίζουμε, γιατί όχι;». Μέχρι εκεί φτάνουν οι επιφοιτήσεις και οι προσμονές των πρωταγωνιστών της σειράς, που εγκαταλείπουν κάθε πολυτελή ιδέα περί διαχείρισης ελευθερίας προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα βαριά και άδικα ζόρια που έχουν να αντιμετωπίσουν μπας και καταφέρουν να αναισθητοποιήσουν τα ακόμα πιο βαριά ψυχικά τραύματα και να συνεχίσουν με κάποια αυτοπεποίθηση την ανηφόρα. Και συχνά σκέφτονται φωναχτά, συναντώντας τις πιο μύχιες σκέψεις του θεατή, με αποτέλεσμα μερικούς από τους πιο συγκλονιστικούς μονολόγους που έχουν παρουσιαστεί στην οθόνη. Το σενάριο χαρίζει πολλά δώρα (και αβίαστο χρόνο) σε όλο το εξαιρετικό καστ, αλλά είναι η πονεμένη και μελαγχολική μορφή του Aden Young στον κεντρικό ρόλο (αδύνατον πραγματικά να τον διανοηθείς πια σε οποιονδήποτε άλλο ρόλο) που στοιχειώνει τα δρώμενα. «Είναι σαν να είσαι υπεράνω των πραγμάτων, σαν να είσαι αγνός» του λένε, για να απαντήσει «ούτε κατά διάνοια». Και συνεχίζει: «Κάτι σου κάνει το να μην μπορείς για τόσο καιρό να σε αγγίξουν με κάποιο θετικό τρόπο. Αρχίζεις να παλινδρομείς ανάμεσα στην απέχθεια κάθε αγγίγματος και στην αναζήτησή του σε κάθε πιθανή μορφή, ακόμα και την πιο αρνητική... Εκείνο το μέρος δεν είχε παράθυρα, μόνο τοίχους που τους περιστοίχιζαν άλλοι τοίχοι. Ποτέ δεν μπορούσα να ξέρω αν βρέχει ή να ακούσω ακόμα και τον πιο δυνατό κεραυνό. Δεν είναι τόσο φριχτό όσο ακούγεται, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν είχα κανονική αίσθηση των πραγμάτων, οπότε δεν μου λείπανε. Αν δεν μπορούσα να τα νιώσω, δεν ήταν αληθινά. Αληθινός ήταν μόνο ο χρόνος ανάμεσα στα δευτερόλεπτα, τα βιβλία μου κι ο φίλος από τον διπλανό τοίχο... Τώρα που είμαι εδώ, έξω, σ' αυτόν τον κόσμο όπου όλα σημαδεύονται από τις ώρες, τις ημερομηνίες, τα γεγονότα, βρίσκομαι σε μια κατάσταση διαρκούς προσμονής. Τι ακριβώς προσμένω δεν είμαι σίγουρος, ούτε και είναι απαραίτητα ένα ευχάριστο συναίσθημα...»
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο Aden Young θυμήθηκε ένα απόγευμα λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του πρώτου κύκλου, πριν από τρία χρόνια περίπου. Είχε φύγει από το σπίτι για κάτι ψώνια, μετά από ώρες δεν είχε επιστρέψει και η γυναίκα του τον έψαχνε εναγωνίως στο κινητό. «Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχα παραλύσει και φοβόμουν ότι θα πέσω κάτω. Ήμουν εντελώς καλά. Είχα την υγεία μου. Τα παιδιά μου ήταν μια χαρά. Είχα μια υπέροχη γυναίκα. Για πρώτη φορά στην καριέρα μου είχα καταφέρει να ξεπληρώσω τις πιστωτικές κάρτες. Κι όμως, ο Ντάνιελ ήταν εκεί και μου έλεγε "μην κουνηθείς. Ο πόνος είναι μεγάλος, κι αν μετακινηθείς, θα πονέσεις ακόμα πιο πολύ". Είναι σαν να πονάει έντονα η πλάτη σου. Φοβόμουν να γυρίσω το κεφάλι μου. Φοβόμουν να δω τον κόσμο πέρα από τη βιτρίνα». Κάπως έτσι ήταν και η παραλυτική επίδραση που είχε η σειρά στους φανατικούς θεατές της. To «Rectify» αγαπήθηκε πολύ από λίγους. Ποτέ δεν είναι αργά όμως στην εποχή του αέναου streaming και είναι απολύτως βέβαιο ότι στο μέλλον θα δοξαστεί όπως του αρμόζει.
σχόλια