Είναι Τετάρτη πρωί και η η φασαρία από την κίνηση στη Βασιλίσσης Σοφίας και τα κορναρίσματα κάνουν τους περαστικούς ανήσυχους και επιθετικούς με το παραμικρό. Βρισκόμαστε στην στάση απέναντι από το άγαλμα του Βενιζέλου και την ώρα που περιμένουμε τον Κωνσταντίνο Ζαρμπή, τρεις τσιγγάνες έρχονται «να μας πουν τη μοίρα», ζητώντας μας να τις «ασημώσουμε». Ευτυχώς, ενώ η μία προσπαθεί να μας πείσει ότι ξέρει «ποιος μας σκέφτεται και έχει στο μυαλό του κακό» (και μπορεί να μας το πει μόνο για ένα τσιγάρο), ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται και μας σώζει. Μας οδηγεί στην πίσω πλευρά ενός πολυώροφου κτιρίου, μας συνοδεύει στο υπόγειο γκαράζ και από κει σε έναν χώρο που μοιάζει με πυρηνικό καταφύγιο, -περπατάμε σε διαδρόμους από μπετόν σιωπηλά και με την αρμόζουσα σοβαρότητα και κατεβαίνουμε ακόμα πιο βαθιά, μέχρι που φτάνουμε σε μια αποθήκη.
Ανοίγοντας την πόρτα, η υγρασία σε χτυπάει στο πρόσωπο, μαζί με μια μυρωδιά κλεισούρας, μπαίνοντας, όμως, αυτό που βλέπουμε να έχει στήσει στα έγκατα της γης είναι εντυπωσιακό: μια ολόκληρη μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας που συντηρεί μια οικογένεια, προμηθεύει με ψάρια ένα εστιατόριο και που μπορεί να βοηθήσει επίδοξους εκτροφείς να ξεκινήσουν τη δική τους μονάδα. Η πρωτότυπη για τα δεδομένα της Ελλάδας μονάδα ήταν ο λόγος που μας έφερε μέχρι εδώ, γιατί εκτός από μία εκτροφή που γίνεται εύκολα και μπορεί να την κάνει ο καθένας στο σπίτι του, είναι μέρος ενός συνολικού concept που έχει στήσει ο Κωνσταντίνος εδώ και κάμποσο καιρό, σύμφωνα με το οποίο δεν παράγει απλά ο ίδιος την τροφή του, αλλά φροντίζει να ανακυκλώνονται πλήρως τα υλικά, κάνοντας έναν κύκλο που μπορεί να του δώσει αυτονομία ακόμα και στο κέντρο της πόλης.
Στην υπόγεια αποθήκη που μοιάζει με αυτοσχέδιο επιστημονικό εργαστήριο υπάρχουν δύο μεγάλες πλαστικές δεξαμενές με διαφορετικής ποικιλίας ψάρια, δυο μικρές πισίνες που φιλοξενούν τους γεννήτορες και ένα ενυδρείο με νεαρά ψαράκια (τα οποία μοιάζουν με χρυσόψαρα) που είναι κάτι σαν θερμοκοιτίδα.
Στις δύο δεξαμενές τα ψάρια πλατσουρίζουν, ο συνεργάτης του που τα ταΐζει ρίχνει σιγά-σιγά την τροφή κι αυτά μαζεύονται και παλεύουν για να φάνε. Στην υπόγεια αποθήκη που μοιάζει με αυτοσχέδιο επιστημονικό εργαστήριο υπάρχουν δύο μεγάλες πλαστικές δεξαμενές με διαφορετικής ποικιλίας ψάρια, δυο μικρές πισίνες που φιλοξενούν τους γεννήτορες και ένα ενυδρείο με νεαρά ψαράκια (τα οποία μοιάζουν με χρυσόψαρα) που είναι κάτι σαν θερμοκοιτίδα. «Αυτός ο χώρος ήταν εντελώς άχρηστος και άδειος και είπα να τον αξιοποιήσω» μας λέει, δείχνοντάς μας την αποθήκη. «Οποιοσδήποτε μπορεί να ξεκινήσει να εκτρέφει τα συγκεκριμένα ψάρια, αρκεί να έχει μία δεξαμενή 240 λίτρων με φίλτρα για το νερό και δέκα ψάρια που δεν έχουν σχεδόν καμία απαίτηση. Μόνο τροφή, σταθερή θερμοκρασία νερού και ελάχιστη ασχολία. Αν βάλει μια αυτόματη ταΐστρα είναι όλα πολύ απλά και σε έναν χρόνο θα έχει ψάρια να φάει. Μπορεί να κάνει μόνος του αναπαραγωγή, βάζοντας μια δεύτερη μικρότερη δεξαμενή και ένα ενυδρείο, στο ίντερνετ βρίσκει όλες τις πληροφορίες για να το κάνει, βιβλία ολόκληρα. Τα ψάρια που εκτρέφει είναι του γλυκού νερού, από την Μοζαμβίκη και από τον Νείλο, τα οποία δεν υπάρχουν στους ελληνικούς βιότοπους. Ονομάζονται τιλάπια και είναι τα δεύτερα πιο δημοφιλή ψάρια του γλυκού νερού για εκτροφή, μετά τους κυπρίνους. «Τα συγκεκριμένα ψάρια είναι πολύ ανθεκτικά και παραγωγικά και το μόνο που θέλουν είναι υψηλές θερμοκρασίες (από 16 έως 35 βαθμούς C) για να επιβιώσουν», λέει. Όλα μέσα στο εργαστήριο είναι δικές του κατασκευές, από τις δεξαμενές μέχρι τις αντλίες και τα φίλτρα, από πλαστικά κατάλληλα για να φιλοξενήσουν τροφή. Στην δεξαμενή όπου γίνεται η αναπαραγωγή υπάρχει ένα παράθυρο για να παρατηρεί την διαδικασία. «Βάζουμε μέσα ένα αρσενικό και πέντε θηλυκά, γίνεται το φλερτ και κάποια από τις θηλυκές μένει έγκυος», εξηγεί και μας δείχνει ένα θηλυκό ψάρι που έχει κρυφτεί στο «σπιτάκι» της. «Αν την παρατηρήσεις θα δεις ότι έχει τα αυγά της στο στόμα, έτσι τα επωάζει. Είναι πολύ εξελιγμένα ψάρια και έχουν μεγάλο ποσοστό επιτυχίας στην αναπαραγωγή. Κάποιοι βάζουν τα ψάρια στο σκοτάδι για να μην τσακώνονται μεταξύ τους, να μην κάνουν άσκοπες βόλτες και χάνουν βάρος, για να είναι το κρέας τους πιο μαλακό, αλλά είναι απάνθρωπο. Εγώ τα έχω με φως ημέρας για 12 ώρες το 24ωρο. Και έχει ενδιαφέρον να τα παρατηρείς: τσακώνονται φλερτάρουν, έχουν κόντρες, αντιδικίες. Παίρνω κάποια στο σπίτι μου στο ενυδρείο και τα παρατηρώ γιατί μου αρέσει. Τα ψάρια μπορούν να σε δουν και να σε θυμούνται. Όταν πηγαίνω να τα ταΐσω και με βλέπουν από απόσταση, έρχονται στο σημείο που συνήθως τους ρίχνω την τροφή. Υπάρχουν οι τσαμπουκάδες που πάνε πρώτοι και τρώνε όλο το φαγητό, οι οποίοι μεγαλώνουν πιο πολύ, ενώ τα άλλα παραμένουν μικρά». Μας λέει ότι είναι ένα χόμπι που μπορεί να ξεκινήσει οποιοσδήποτε, αντί να έχει ένα ενυδρείο με διακοσμητικά ψάρια, μπορεί να έχει ένα ενυδρείο με ψάρια που τρώγονται.
Ο βασικός λόγος που ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να στήσει ένα ολόκληρο σύστημα ιχθυοκαλλιέργειας δεν είναι μόνο για να έχει ψάρια να τρώει, υπάγεται σε ένα πιο σύνθετο σύστημα παραγωγής που ονομάζεται aquaponics ή ενυδρειοπονία και συνδυάζεται με την καλλιέργεια ζαρζαβατικών (υδροπονία). Είναι μία διαδικασία πολύ διαδεδομένη σε μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στην Αμερική, κατά την οποία μπορεί να δημιουργηθεί ένας κύκλος παραγωγής της τροφής με οικολογικό τρόπο και με θεαματικά αποτελέσματα, όπως ακριβώς γίνεται στην φύση. Ο Κωνσταντίνος παράγει μόνος του εξολοκλήρου την τροφή του. «Είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε χώρο» λέει. «Μπορείς να έχεις στην ταράτσα του σπιτιού σου ή σε ένα παρακείμενο κατάλληλο μέρος παρτέρια με φυτά και σε ένα άλλο την ιχθυοκαλλιέργεια. Παίρνεις το νερό από τα ψάρια που είναι πλούσιο σε οργανικά στοιχεία λόγω των περιττωμάτων και το προωθείς στα φυτά, λειτουργεί ως λίπασμα και έτσι έχεις πολύ μεγάλη ανάπτυξή τους με εντελώς οικολογικό τρόπο. Ό,τι γίνεται και σε μια φάρμα: έχεις τα ζώα, έχεις και τα σπαρτά. Ταΐζεις τα ζώα με τα φυτά από τα σπαρτά, μετά παίρνεις την κοπριά από τα ζώα την βάζεις στα σπαρτά και δημιουργείται ένας κύκλος ο οποίος συντηρείται μόνος του. Το ίδιο κάνω με την ιχθοκαλλιέργεια και τα φυτά που έχω στην ταράτσα. Το νερό από τις δεξαμενές μεταφέρεται με αντλία εκεί και τα ποτίζει. Τα λαχανικά που καλλιεργώ, εκτός από δικό μου φαγητό, γίνονται φαγητό για τις κότες μου και με τα αυγά τους φτιάχνω ένα είδος ομελέτας αποξηραμένης στο φούρνο με την οποία ταΐζω τα ψάρια! Τίποτα δεν πάει χαμένο. Όλο και περισσότερος κόσμος το κάνει αυτό και ενδιαφέρεται να στήσει τη δικιά του μονάδα. Υπάρχουν και έτοιμα kits στο ίντερνετ που σε βοηθάνε να ξεκινήσεις.
Ο Κωνσταντίνος παράγει μόνος του εξολοκλήρου την τροφή του. «Είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε χώρο» λέει. «Μπορείς να έχεις στην ταράτσα του σπιτιού σου ή σε ένα παρακείμενο κατάλληλο μέρος παρτέρια με φυτά και σε ένα άλλο την ιχθυοκαλλιέργεια. Παίρνεις το νερό από τα ψάρια που είναι πλούσιο σε οργανικά στοιχεία λόγω των περιττωμάτων και το προωθείς στα φυτά, λειτουργεί ως λίπασμα και έτσι έχεις πολύ μεγάλη ανάπτυξή τους με εντελώς οικολογικό τρόπο.
Η ιχθυοπονία είναι μία πρακτική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στα εστιατόρια, να υπάρχει ένα ενυδρείο και ο πελάτης να επιλέγει το ψάρι που θα θέλει να φάει και να το τρώει πραγματικά φρέσκο. Αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας και στο σπίτι του. Τα ψάρια μου φτάνουν το ενάμιση κιλό και είναι πολύ νόστιμα. Το κρέας τους είναι μαλακό γιατί είναι ψάρια λίμνης, δεν κινούνται και τόσο πολύ, έτσι το κρέας του δεν είναι σφιχτό όπως των πελαγίσιων ψαριών. Δεν είναι φυσικά τόσο νόστιμα όσο τα ψάρια της θάλασσας, αλλά είναι πολύ δημοφιλή στην Κίνα, στις Φιλιππίνες και στην Αμερική, τα κάνουν βραστά ή τηγανητά με αρωματικά και μπαχαρικά και γίνονται γευστικά. Αρέσουν σε αυτούς που δεν τους αρέσει το ψάρι, γενικά, γιατί δε μυρίζουν ψαρίλα, θυμίζουν την υφή και τη γεύση της γλώσσας.
Όταν παράγεις μόνος σου την τροφή σου αλλάζει εντελώςη νοοτροπία σου. Βλέπεις την τροφή διαφορετικά. Όταν βλέπω σε εστιατόριο κάποιον να παραγγέλνει ένα πιάτο και να αφήνει το μισό, τρελαίνομαι. Για μένα η κάθε μπουκιά έχει αποκτήσει άλλη αξία, σέβομαι την τροφή μου γιατί ξέρω ότι έχει χρειαστεί ενέργεια, κόπος και χρόνος για να μεγαλώσει. Δεν μπορώ έτσι απλά να τη χαραμίσω. Αν δεν φάω ένα υλικό που παράγω θα το χρησιμοποιήσω κάπου αλλού, σίγουρα όμως δεν θα το πετάξω».