ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΜΠIΡΜΠΙΛΗ
Ανήκα κι εγώ κάποτε σε αυτούς που ορκίζονταν ότι δεν θα έπαιρναν ποτέ κατοικίδιο. Θεωρούσα ότι το αντίτιμο μιας τέτοιας απόφασης ήταν πολύ μεγάλο και αταίριαστο γι' ανθρώπους σαν κι εμένα, με τάσεις φυγής και πανικό μπροστά σε οτιδήποτε μόνιμο. Το κεφάλι μου ήταν, και εξακολουθεί να είναι, γεμάτο σχέδια και επιδιώξεις, συχνά αόριστες, αλλά μονίμως ακόρεστες. Ήθελα να έχω την ελευθερία να φεύγω για μεγάλα διαστήματα από την Αθήνα, χωρίς να ξέρω απαραίτητα πού πηγαίνω. Στο όνομα της περιπέτειας και προς εξορκισμό πιθανής πλήξης, θα μπορούσα να βρεθώ οπουδήποτε, από το Πράσινο Ακρωτήριο μέχρι την Ουγκάντα. Δεν απέκλεια ποτέ και τίποτα όταν ήμουν πιο μικρός. Σκεφτόμουν π.χ. τι συναρπαστικό θα ήταν να πας να φωτογραφίσεις το αγριόγιδο της Γκιώνας, να πιάσεις με τις άκρες των δακτύλων σου την υπό εξαφάνιση ορνιθόπτερη πεταλούδα της Νέας Γουινέας ή να χαθείς για ένα τριήμερο σε ένα πάρτι στην Σαμοθράκη. Ασχέτως τού αν αυτά δεν συνέβαιναν ποτέ, η ιδέα και μόνο ήταν αρκετή ώστε να με κρατάει φανατικά μακριά από υποχρεώσεις.
Οι ευθύνες που συνεπάγεται η υιοθεσία ενός κατοικίδιου φαινόντουσαν υπερβολικά δυσβάσταχτες ακόμη και ως σκέψη στο δικό μου μυαλό. Πόσο μάλλον που οι σχετικές εμπειρίες μου δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Τα δύο χρυσόψαρα που μου χάρισε στη γιορτή μου ο ξάδερφός μου, όταν πήγαινα στο Δημοτικό, αποδήμησαν μερικές ώρες αφότου τους κουβάλησα για παρέα ένα τρίτο, και το κουνέλι του γείτονα, που το 'χα σαν δικό μου και που η άδολη αγάπη μου γι' αυτό το είχε μετουσιώσει σε εικόνισμα, κατέληξε σε μια πιατέλα. Στιφάδο. Τραγική Κυριακή που, εξαιτίας της, δεν έβαλα ποτέ στο στόμα μου αυτό το φαγητό.
Όμως, ακόμα και αν ήθελα να υιοθετήσω ένα ζωάκι, πώς; Ποιος θα το φρόντιζε με τα ωράρια που δούλευα; Ποιος θα το έβγαζε βόλτα, ποιος θα το πήγαινε στον γιατρό, αν χρειαζόταν; Ποιος θα το χτένιζε με τη βούρτσα, τη στιγμή που τα δικά μου μαλλιά ήταν σαν του τρελού, μια που κατά διαστήματα ούτε να κουρευτώ δεν προλάβαινα.
Γι' αυτούς τους λόγους συμβιβαζόμουν με το λούτρινο αλεπουδάκι που μου είχε χαρίσει η νονά μου, όταν με έβγαλαν από την κολυμπήθρα. Μπορεί εδώ και κάποιες δεκαετίες να μην κοιμόμασταν αγκαλιά, αλλά η μαλλιαρή μουσουδίτσα του, η χνουδωτή ουρά του, η μονίμως ακίνητη, και τα ματάκια του που ποτέ δεν έκλειναν ήταν μια μικρή παρηγοριά. Κάποιος, έστω λούτρινος, με αγαπούσε κι εμένα. Κάποιος με περίμενε τα βράδια μετά τη δουλειά και τα ξημερώματα των Κυριακών που επέστρεφα σπίτι, παραπατώντας από τα λιμοντσέλο με βότκα.
Ποτέ μη λες ποτέ. Άγραφος νόμος. Διότι όσο κι αν ορκιστείς, όσο κι αν σε κατατρέχουν οι τύψεις, όσο απόλυτος και να είσαι επιμένοντας ότι δεν είσαι φτιαγμένος για να αναλάβεις τη φροντίδα ενός κατοικίδιου, φτάνει ένα πρωινό που ένα ολόμαυρο χνουδωτό και στιλπνό μπαλάκι ξεπροβάλλει μέσα από έναν κάδο με σκουπίδια και σου κάνει «μιάου».
Εκτός από τα χρυσόψαρα και τον κούνελο, υπήρχε ανεξίτηλα χαραγμένη στη συνείδησή μου από τα παιδικά μου χρόνια και μια κότα. Ανάθεμα! Ήταν καλοκαίρι, στο χωριό του πατέρα μου. Αυτή η κότα μ' έχει στοιχειώσει εμένα. Ποτέ δεν την ξεπέρασα. Ήταν όμορφη κι έκανε συνεχώς αυγά. Πήγαινα και περίμενα πότε θα τα γεννήσει. Μέσα στο κοτέτσι. Καθόμουν και την κοιτούσα. Αλάφιαζε εκείνη από το επίμονο βλέμμα μου, αλλά νομίζω ότι κατά βάθος με συμπαθούσε, ασχέτως τού αν φοβόταν. Με κοιτούσε κι αυτή. Κατάματα. Κάπως έτσι γίναμε φίλοι. Από τα πολλά βλέμματα. Μέχρι που το καλοκαίρι πέρασε κι έφτασε ο Σεπτέμβρης, οπότε ήρθαν οι δικοί μου με το αμάξι για να με πάρουν να πάμε στην Αθήνα.
Ήταν τότε, εκείνη την αποφράδα μέρα, που η θεία μου αποφάσισε να μας περιποιηθεί, μαγειρεύοντας κοτόσουπα.
Το ήξερα. Ήξερα πολύ καλά τι την περίμενε την κότα μου, όταν, ακολουθώντας τις εντολές της θείας, τη στρίμωξα σε μια γωνιά. Ακόμα θυμάμαι τα κακαρίσματά της, και τα φτερά της, που σκορπίστηκαν στον αέρα από το απεγνωσμένο της φτερούγισμα την ώρα που την τσάκωσα. Σφίγγεται η καρδιά μου ακόμα και σήμερα. Πώς μπόρεσα; Δεν υπάρχει δικαιολογία.
Μπορεί να μην έφαγα ούτε ένα κοκαλάκι, ούτε μια μπουκίτσα από εκείνη την κοτόσουπα, αλλά το έγκλημά μου το έκανα. Έτσι πίστευα και κατά βάθος τις ίδιες ενοχές αισθάνομαι ακόμα, κι ας έχω καταναλώσει στο μεταξύ ολόκληρα ορνιθοτροφεία.
Ποτέ μη λες ποτέ. Άγραφος νόμος. Διότι όσο κι αν ορκιστείς, όσο κι αν σε κατατρέχουν οι τύψεις, όσο απόλυτος και να είσαι επιμένοντας ότι δεν είσαι φτιαγμένος για να αναλάβεις τη φροντίδα ενός κατοικίδιου, φτάνει ένα πρωινό που ένα ολόμαυρο χνουδωτό και στιλπνό μπαλάκι ξεπροβάλλει μέσα από έναν κάδο με σκουπίδια και σου κάνει «μιάου». Και όχι μόνο «μιάου», αλλά «μιάου, μιάου, μιάου» και μετά «μιάου». Και τότε εσύ, βλέποντας το απορριμματοφόρο του δήμου να πλησιάζει, χωρίς να το καταλάβεις, έχεις γίνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα πατέρας. «Άντε, βρε, να σου ζήσει. Είναι φοβερή μουσούδα. Καλά έκανες και το πήρες» σου λένε οι συνάδελφοί σου. Τι να απαντήσεις, που από τη μια χαίρεσαι και από την άλλη έχεις φρικάρει κιόλας!
Έτσι εισέβαλε στη ζωή μου ο Ψίτης. Ο μαύρος ο γάτος μου. Το κατράμι που μαζί του έζησα δεκαεννιά χρόνια. Ήταν ένας γάτος χαζούλης, δειλός και φοβισμένος, με κάτι ματάκια μελένια. Δεν δημιούργησε ποτέ προβλήματα. Δεν μου ζήτησε ποτέ το iPhone, ούτε Nintendo. Στα Goodies δεν πήγε ποτέ. Ήταν όμως εκεί κάθε πρωί που ξυπνούσα, κάθε βράδυ που κατάκοπος επέστρεφα σπίτι, και κάθε ξημέρωμα Κυριακής. Μου έκανε παρέα στο κρεβάτι μέχρι να μου περάσει το χανγκόβερ και με κοιτούσε με εξαιρετική σοβαρότητα όποτε ήμουν στενοχωρημένος ή είχα νεύρα.
Περιέργως, αντίθετα με αυτά που περίμενα, ο Ψίτης δεν έγινε εμπόδιο στην ελευθερία μου. Δεν στερήθηκα τις εξόδους, ούτε τις εκδρομές, ούτε τα ταξίδια, γιατί τον άφηνα στο σπίτι της μάνας μου. Περνούσε πολύ καλά κι εκεί. Τον ευχαριστούσε η παρέα της μάνας μου τον Ψίτη, και που του έκανε όλα τα χατίρια. Όμως κι εκείνη ευχαριστιόταν, πόσο μάλλον που προσφάτως είχαμε χάσει τον πατέρα μου κι είχε μείνει μόνη. Η παρουσία της για τον Ψίτη ήταν πιο ήρεμη και πιθανώς πιο καθησυχαστική από τη δική μου, με τα πέρα-δώθε μου και τα φύγε-έλα τις πιο άσχετες ώρες της ημέρας. Με τη μάνα μου απέκτησε ένα πιο σταθερό πρόγραμμα.
Κάποτε, κατάλαβα ότι ήταν καλύτερα να τον αφήσω εκεί μόνιμα, και για εκείνον και για εκείνη, που τόσο καλό τής έκανε η συντροφιά του, μια και την αποσπούσε από τη ρουτίνα της. Έγιναν φοβερό παρεάκι. Έζησαν μαζί υπέροχα, ζωή χαρισάμενη. Όσο για εμένα, πήγαινα και τον έβλεπα συχνά.
Τίποτα δεν του έλειψε του Ψιτάκου. Ούτε τα χάδια, ούτε τα παιχνίδια, ούτε ο έρωτας. Ερωτεύτηκε τη Νιουνιού, μια σιαμεζούλα από το Περιστέρι. Μια μικρή, ατίθαση, που του την έφερα για να έχει παρέα, η οποία όμως στάθηκε λιγότερο τυχερή από εκείνον. Αρρώστησε και τη χάσαμε στα έξι της χρόνια, σε αντίθεση με τον Ψίτη, που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Με τις τριχούλες του να μαδάνε και τα ματάκια του αδύναμα μας κοίταξε όταν έβγαλε το τελευταίο του, ξέπνοο νιαούρισμα. Και παρά τη μεγάλη λύπη που μας έφερε ο θάνατός του, παρηγοριόμασταν εγώ και η μάνα μου από τη σκέψη ότι έζησε πολλά και καλά χρόνια. Ότι δεν του στερήσαμε τίποτα.
Ένας φιλόζωος ξέρει πώς είναι να παίρνεις στα χέρια το άψυχο κορμάκι ενός τετράποδου φίλου σου και να αναρωτιέσαι πού θα το πας. Τη Νιουνιού την έθαψα στο πάνω μέρος του Νεκροταφείου Ζωγράφου, πίσω από μια μάντρα, όχι μακριά από τον τάφο του πατέρα μου. Δεν ήταν μόνη της εκεί. Υπήρχαν ήδη κι άλλα ζωάκια θαμμένα σε πρόχειρους αυτοσχέδιους τάφους που τους προστάτευαν μερικές πετρούλες, τοποθετημένες γύρω γύρω. Στον Λυκαβηττό, όχι μακριά από το τωρινό μου σπίτι, κάτω από ένα πεύκο, που πάνω του μια φορά είδα έναν παπαγάλο, έθαψα τον Ψίτη, σκάβοντας με μια μικρή τσουγκράνα και απομακρύνοντας με τα χέρια μου τα χώματα.
Επιστρέφοντας σπίτι έκλαψα. Έκλαψα γιατί μου ήρθε στο μυαλό η πρώτη φορά που τον είδα, πεταμένο στα σκουπίδια. Είχε μόνο έμενα αυτό το πλάσμα. Εμένα και τη μάνα μου. Τα δεκαεννέα χρόνια που έζησε ήταν απόλυτα εξαρτημένος από εμάς. Αν τον αφήναμε βρόμικο, θα ήταν βρόμικος, κι αν τον αφήναμε δίχως νερό και τροφή, θα πέθαινε τυραννικά. Του τα δώσαμε εμείς αυτά. Όμως όσα μας έδωσε εκείνος ήταν πολύ περισσότερα. Το μαλακό του τρίχωμα κάθε φορά που τον χαϊδεύαμε μας ηρεμούσε και τα μελένια μάτια του, μονίμως απορημένα, μας υπενθύμιζαν την καλοσύνη και την αθωότητα.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, που έφεραν μαζί τους αλλαγές και σε προσωπικό επίπεδο και γενικότερα. Ούτε μία ούτε δύο φορές βρέθηκα αντιμέτωπος με το δίλημμα να γίνω πάλι ζωομπαμπάς. Όλο και κάποιου γνωστού ή φίλου γεννούσε η γάτα ή η σκύλα. Όμως δεν υπέκυπτα. Ισχυριζόμουν ότι τα φιλοζωικά μου αποθέματα είχαν εξαντληθεί κάτω από εκείνο το δέντρο, στον Λυκαβηττό, στη μικρή τάφρο όπου απόθεσα τον Ψίτη. Τόσα ήξερα!
Ένας νέος κύκλος συνύπαρξης με ένα κατοικίδιο, σκυλάκι αυτήν τη φορά, επρόκειτο να ξεκινήσει. Πώς ένα λουλούδι ξεμυτίζει μέσα απ' το χώμα; Έτσι, φυσικά κι αυθόρμητα, βρέθηκα με την Μπίρμπι.
Με τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη δουλειά μου ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης τα τρελά ωράρια έγιναν παρελθόν. Περνούσα, και συνεχίζω να περνώ, πολλές ώρες στο σπίτι. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που άρχισα να θέλω έναν σκύλο. Ο πραγματικός λόγος ήταν η άνοια της μητέρας μου, που εκδηλώθηκε ξαφνικά. Η μάνα μου ήταν ανέκαθεν ο μοναδικός άνθρωπος που μου παρείχε συναισθηματική ασφάλεια και η άνοιά της μου τα έκανε όλα μαντάρα. Ήταν ένα στασίδι που πάνω του ακουμπούσα, όποτε κουραζόμουν.
Χωρίς δική μου οικογένεια, και με φίλους που είχαν τα πάνω και τα κάτω τους, που μια εμφανίζονταν, μια χάνονταν, άρχισα να βιώνω ένα νέο είδος μοναξιάς. Όχι υπαρξιακής και αόριστης, όπως εκείνη που μερικές φορές μας πιάνει όλους μας πότε-πότε, αλλά στυγνής κι αγριεμένης, χωρίς καμιά επιείκεια. Οι περιστασιακές ερωτικές σχέσεις δεν βοηθούσαν – αντιθέτως.
Κάτω από τη σκιά αυτών των σκέψεων μου γεννήθηκε η επιθυμία να πάρω σκύλο και γι' αυτό άρχισα να κοιτάζω με άλλο μάτι εκείνους που είχαν ήδη. Μια μέρα, σε μια τέτοια περίπτωση, κοντοστάθηκα μπροστά σε έναν άστεγο, στην Ομόνοια. Ήταν ένας μεσήλικας με κομμένο το ένα πόδι, σε αναπηρική καρέκλα. Δίπλα του στεκόταν ένα κουτάβι που τον κοιτούσε στα μάτια. Εκείνος με τη σειρά του το χάιδευε στην κοιλιά και στο κεφάλι. Ήταν μια ωραία εικόνα.
Το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Ήθελα κι εγώ. Ήθελα και μπορούσα. Σαν έτοιμος από καιρό βρέθηκα το επόμενο μεσημέρι να περιπλανιέμαι ανάμεσα στους περιφραγμένους χώρους φύλαξης των αδέσποτων της Ελληνικής Φιλοζωικής Εταιρείας, στο Κορωπί. Κι ήταν μεγάλη η στενοχώρια από αυτά που είδα και από αυτά που άκουσα από την υπεύθυνη. Πόσο σκληροί είναι οι άνθρωποι!
Η επιλογή μου δεν ήταν εύκολη. Κατέληξα σε ένα εξάμηνο κοριτσάκι. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει όταν την πήρα αγκαλιά. Τη βάφτισα Μπίρμπι.
Χρειάστηκαν κάποιες μέρες μέχρι να συνηθίσουμε ο ένας τον άλλον και για να βάλουμε μια τάξη στη σχέση μας, ξεκινώντας από τα βασικά: φαγητό, κακά, τσίσα. Τα υπόλοιπα, όταν η Μπίρμπι με εμπιστεύτηκε, ήρθαν πιο εύκολα. Έτσι, η συμπάθειά μας μετατράπηκε σε έρωτα, κι όπως είναι φυσικό η σελίδα μου στο Facebook γέμισε από φωτογραφίες και κοινοποιήσεις που αποτύπωναν τον ενθουσιασμό μου και την αγάπη μας. Mε αυτά και με αυτά έγινε σταρ του Facebook η «Μπίρμπι», χάρη στον μεγάλο αριθμό φίλων που έχω λόγω της δουλειάς μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άγνωστοι μας σταματούσαν στον δρόμο επειδή την αναγνώριζαν. Την χάιδευαν, τις έκαναν μουσουδίτσες. Μόνο αυτόγραφο που δεν της ζητούσαν.
Όσο για τον στόχο μου, είχε επιτευχθεί. Η μοναξιά και η λύπη για τη μάνα μου κάπως γλύκαναν και το άγχος μου έγινε υποφερτό, αφού ένα βλέμμα της Μπίρμπι ήταν αρκετό για να ξεχάσω όσα με απασχολούσαν.
Δυστυχώς, αυτό δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Βόλτα είχαμε βγει. Ένα απόγευμα. Είδε ένα περιστέρι, πετάχτηκε σαν βολίδα να το πιάσει, κι έτσι στιλπνή και λυγερή που ήταν γλίστρησε μέσα από το σαμαράκι της κι εγώ έμεινα με το λουρί στο χέρι. Η τελευταία εικόνα της είναι να τρέχει σαν σφαίρα, να περνάει στην άλλη μεριά του δρόμου και να χάνεται πίσω από μια πολυκατοικία. Από κει κι ύστερα λες και άνοιξε η γη να την καταπιεί. Πάει, χάθηκε η Μπίρμπι. Και μην κοιτάτε που το λέω έτσι ψύχραιμα. Το τι έγινε μέχρι να το πάρω απόφαση είναι μια άλλη ιστορία.
Αγωνία, σκέψεις φριχτές, ενοχές και μεγάλη πίκρα βάρυναν τις επόμενες μέρες. Ξεσήκωσα ολόκληρη την Αθήνα. Χάρη στο Facebook και πάλι, ήρθα εύκολα σε επαφή με ένα σωρό φιλόζωους που από την καλή τους την καρδιά αμολήθηκαν μαζί μου στους δρόμους αναζητώντας την. «Αν την έχει χτυπήσει κάποιο αμάξι, θα τη βρούμε, διαφορετικά κάποιος θα την εντοπίσει αφού είναι τσιπαρισμένη (ναι, ήταν τσιπαρισμένη) και θα σου τη φέρει». Έτσι μου έλεγαν. Και δώσ' του αφισοκολλήσεις.
Και πού δεν έβλεπες εκείνες τις μέρες τη φωτογραφία της Μπίρμπι. Σε free press περιοδικά, σε κολόνες της ΔΕΗ, έξω από σχολεία. Ακόμα και σε μεσημεριανή εκπομπή της τηλεόρασης την έδειξαν. Το τηλέφωνο είχε ανάψει. Με είχαν τρελάνει. Άλλος να λέει ότι την είδε στο Γαλάτσι, άλλος στον Κολωνό, άλλος στον Σταθμό Λαρίσης. Έτρεχα εγώ και οι άλλοι. Τίποτα.
Κάποια στιγμή, διασταυρωμένες μαρτυρίες την ήθελαν να κυκλοφορεί στη γειτονιά μου, με μια κυρία ηλικιωμένη, κάπως περίεργη. Μπορεί να ήταν σαλεμένη, μπορεί να ήταν απλώς εκκεντρική. Πάντως, μιλούσε μόνη της, είπαν αυτοί που την είδαν.
Επί τρεις μέρες οργώναμε την περιοχή. Και δεν υπήρξε «τρελή», περίεργη, αλαφροΐσκιωτη ή ηλικιωμένη που να μη μας φανεί ύποπτη. Όμως τίποτα πάλι.
Όσο περνούσαν οι μέρες της αναζήτησης χωρίς αποτέλεσμα, άρχισαν οι υπερβολές. Δυο-τρεις που παρακολουθούσαν την υπόθεση απ' το Facebook έταξαν πίτες στον Άγιο Φανούριο, κάποια άλλη πήγε σε μια φίλη της που λέει το φλιτζάνι για να μας βρει πού βρισκόταν η Μπίρμπι. Ένας μου πρότεινε να προσλάβω ντετέκτιβ, άλλος λαγωνικό της αστυνομίας να τη βρει με την όσφρηση. Άλλος με έβριζε που δεν την είχα βρει ακόμη.
Η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει. Ήταν γεγονός. Αργόσχολοι, χαβαλέδες, στραβωμένοι φιλόζωοι, βρήκαν να ασχολούνται. Η αποθέωση της τρέλας ήρθε όταν κάποιοι από αυτούς τους «φιλόζωους» έκαναν τελετή. Επικαλέστηκαν πνεύματα για να βρεθεί η Μπίρμπι, στο σημείο που είχε χαθεί.
Κατάλαβα τότε ότι έπρεπε να σταματήσει το πανηγύρι. Γιατί ακόμη και αν βρισκόταν η Μπίρμπι, εγώ, με αυτά και με αυτά, θα κατέληγα στο Δαφνί. Ευχαρίστησα όλους όσοι συμμετείχαν με το έναν ή τον άλλο τρόπο στο Κίνημα «Βρείτε την Μπίρμπι» και ύστερα τέλος. Μαχαίρι. Σταμάτησα κάθε συζήτηση. Συνέχισα να την αναζητώ μόνος μου, αλλά δεν βρέθηκε ποτέ. Το πιθανότερο είναι ότι κάποιος τη μάζεψε από τον δρόμο κι έτσι χαριτωμένη που ήταν την κράτησε. Ίσως εκείνη η γυναίκα. Η περίεργη, που μιλούσε μόνη της. Ποιος ξέρει!
Ακόμα και σήμερα, πάντως, με ρωτούν. «Τι απέγινε με την Μπίρμπι; Άνοιξε η γη και την κατάπιε;».
«Για κάποιον λόγο χάθηκε» τους λέω. «Δεν ήταν γραφτό να ζήσουμε μαζί».
Ο λόγος αυτός φανερώθηκε πολύ σύντομα. Λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση της Μπίρμπι. Ήταν ένα κουτάβι. Ένα ξανθομάλλικο κοκόνι έξι μηνών.
Τον ονόμασα Ρίκο απ' το Μαντρίκο, μια και τον περιμάζεψαν εθελοντές φιλόζωοι από ένα απομακρυσμένο μαντρί σε χωριό της Ξάνθης. Πεινασμένος ήταν όταν τον βρήκαν, μέσα στα χιόνια. Δεν θα ζούσε ακόμα πολύ. Τον ανέλαβα προσωρινά, μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο σπίτι για να πάει, μόνο και μόνο για να με παρηγορεί μέχρι να βρεθεί η Μπίρμπι. Το σπίτι είχε γίνει πολύ βαρύ μετά την εξαφάνισή της.
Όμως αποδείχτηκε ότι ο Ρίκο είχε έρθει για να μείνει. Και καλά έκανε, γιατί μου άλλαξε τη ζωή. Όταν τον ζήτησαν αυτοί που μου τον είχαν δώσει προσωρινά για να τον πάνε στο καινούργιο του σπίτι έκλαψα κι εκείνος ήρθε και μου έγλειψε τα δάκρυα από τα μάγουλα. Αυτό ήταν.
Ζούμε τώρα μαζί με το μικρό μου, ξανθό κοκόνι. Και περνάμε τόσο καλά! Δεν θα είναι υπερβολή να πω ότι η ζωή μου χωρίζεται στο πριν και στο μετά από εκείνον. Κάθε μέρα με εκπλήσσουν ολοένα περισσότερο η εξυπνάδα και η καλοσύνη του. Ποτέ δεν με έχει δυσκολέψει.
Μπορεί κάποιοι γρουσούζηδες στον δρόμο, στις καφετέριες και στα μαγαζιά να μας στραβοκοιτάνε, ένας Θεός ξέρει τι ζόρι τραβάνε, αλλά ο θαυμασμός και η αγάπη που εισπράττουμε, ο Ρίκο δηλαδή, όχι εγώ –εγώ εισπράττω ξώφαλτσα όλη αυτή την καλή ενέργεια–, μου φτιάχνουν κάθε μέρα τη διάθεση.
Αυτή είναι η ιστορία μου. Το παρελθόν, το παρόν και, ελπίζω, και το μέλλον μου με τα κατοικίδια. Έτσι έγινα ένας ευτυχισμένος σκυλοπατέρας, εγώ, που κάποτε δήλωνα ότι δεν θα υιοθετούσα ποτέ ζώο, πόσο μάλλον σκύλο.
Όσο για τις επιφυλάξεις μου για το πού θα τον αφήσω αν ποτέ χρειαστεί να πάω στη Νέα Γουινέα για να μελετήσω τα κολεόπτερα, τη βρήκα τη λύση. Δεν θα τον αφήσω ούτε σε pet hotel, ούτε σε petkeeper, ούτε σε φίλους μας.
Θα τον πάρω μαζί μου τον Ρίκο. Θα του αγοράσω ένα σακίδιο πλάτης κι έναν υπνόσακο και θα την κάνουμε παρέα για τη Νέα Γουινέα.