Ένα μεσημέρι του Ιουλίου του 1997, ο επιλοχίας Μίλαν Γκουντζ έλαβε δύο επείγουσες κλήσεις που τον διέτασσαν να μεταβεί σε ένα συγκρότημα εξοχικών κατοικιών για αξιωματούχους του στρατού ώστε να επιληφθεί κάποιου σοβαρού θέματος. Η μυστικότητα των τηλεφωνημάτων αυτών ξεδιαλύθηκε όταν έφτασε στο Rajac και αναγνώρισε έντρομος ανάμεσα σε ένοπλους άνδρες με πολιτικά τον καταζητούμενο Ράτκο Μλάντιτς.
Ο τρόμος συνόδευε πάντα τον Μλάντιτς. Ο κατηγορούμενος από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία για εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία ήταν ο ενορχηστρωτής των χειρότερων κτηνωδιών που διεξήχθησαν στην Ευρώπη από την εποχή των Ναζί. Είχε την επίβλεψη της σκληρής τριετούς πολιορκίας του Σαράγεβο όπου χιλιάδες άμαχοι έχασαν την ζωή τους ενώ ήταν παρών και όταν τα στρατεύματα του κατέκτησαν την Σρεμπρένιτσα το 1995.
Ο άνδρας που παρουσίαζε τον εαυτό του ως εργαλείο εθνοτικής εκδίκησης και αποκάλεσε την λεηλασία της Σρεμπρένιτσα αντίποινα κατά "των Τούρκων" για την σφαγή των Σέρβων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν τότε ο νούμερο ένα καταζητούμενος παγκοσμίως.
Το κεφάλι του είχε επικηρυχθεί με το ποσό των 5 εκ. δολαρίων και για να διαφύγει της σύλληψης περιόδευε από το ένα στρατιωτικό παραθεριστικό συγκρότημα στο άλλο, συνοδευόμενος από μια κουστωδία υπηρετικού προσωπικού και άνδρες ασφαλείας.
Παρότι ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς αρνούνταν σθεναρά οποιαδήποτε σχέση και αποποιούνταν κάθε ευθύνη για τις μαζικές σφαγές αμάχων, είχε φροντίσει ώστε ο Ράτκο Μλάντις να χαίρει της απόλυτης φροντίδας του Γιουγκοσλαβικού στρατού, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει τους στενούς τους δεσμούς. Το κεφάλι του είχε επικηρυχθεί με το ποσό των 5 εκ. δολαρίων και για να διαφύγει της σύλληψης περιόδευε από το ένα στρατιωτικό παραθεριστικό συγκρότημα στο άλλο, συνοδευόμενος από μια κουστωδία υπηρετικού προσωπικού και άνδρες ασφαλείας, υπό την υψηλή εποπτεία του 30ού Κέντρου Προσωπικού, μιας μονάδας που συγκροτήθηκε ως φορέας κοινωνικής πρόνοιας απόστρατων αξιωματικών και κατέληξε να φροντίζει τον Σφαγέα της Βοσνίας. Εξάλλου, την επαύριο του πολέμου στη Βοσνία ο Γιουγκοσλαβικός στρατός ήταν μια κατ' εξοχήν σερβική δύναμη και οι ηγέτες του θεωρούσαν τον Μλάντιτς δικό τους άνθρωπο. Και όχι άδικα.
O Ράτκο Μλάντιτς γεννήθηκε μέσα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και αποφοίτησε από την στρατιωτική ακαδημία το 1965. Όταν ξεκίνησε η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας το 1991, εστάλη ως Συνταγματάρχης να πολεμήσει με τον Γιουγκοσλαβικό στρατό ενάντια στις κροατικές αποσχιστικές δυνάμεις. Απέκτησε γρήγορα φήμη ως παράτολμος αξιωματικός που δεν δίσταζε να ηγείται προσωπικά ακόμα και αποστολών αποναρκοθέτησης. Όταν ο πόλεμος επεκτάθηκε και στη Βοσνία το επόμενο έτος, ο Μλάντιτς και οι Σερβοβόσνιοι συνάδελφοι του άλλαξαν στολή και εθνόσημο και τάχθηκαν στις γραμμές της αποσχισθείσας Republika Srpska (νυν διοικητική περιφέρεια της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης).
Νεόκοπος Στρατηγός πια, ο Μλάντιτς συμμετέχει ενεργά στον αποκλεισμό και τον βομβαρδισμό του Σαράγεβο τον Μάϊο του 1992, κηρύσσοντας ουσιαστικά την έναρξη της μακρύτερης πολιορκίας πόλεως στην σύγχρονη πολεμική ιστορία. Έπειτα από 3,5 χρόνια και πάνω από 10.000 νεκρούς κατοίκους, ο Ράντιτς στο πλευρό του Ράντοβαν Κάρατζιτς ως επικεφαλής του Σερβοβοσνιακού Στρατού, ηγήθηκε της λυσσαλέας εκστρατείας για τον διαμελισμό της Βοσνίας και την εδραίωση μιας εθνοτικά καθαρής Σερβικής Δημοκρατίας (Republika Srpska, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την Δημοκρατία της Σερβίας).
Τον Φεβρουάριο του 1994, η κόρη του Μλάντιτς νιώθοντας τελείως ανήμπορη να απομακρυνθεί από εκείνον ή να εγκαταλείψει τα όνειρα της για αγάπη και γάμο, έπειτα από μια οικογενειακή βραδιά με επιτραπέζια πήρε το αγαπημένο πιστόλι του πατέρα της και αυτοκτόνησε.
Oι στρατιωτικές του υποχρεώσεις όμως δεν τον απορροφούσαν σε βαθμό που να ξεχνά την οικογένεια του. Φρόντιζε να περνά αρκετά σαββατοκύριακα χαλαρώνοντας και παίζοντας επιτραπέζια με την γυναίκα και τα δύο παιδιά του Ντάρκο και Άνα, οι οποίοι ζούσαν με ασφάλεια στο Βελιγράδι. Τις ξένοιαστες εκείνες ημέρες απαγορευόταν ρητά να αναφερθεί κανείς στην πολιτική ή τον πόλεμο, κανόνας που ωστόσο δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την οικογενειακή τραγωδία. Η νεαρή Άνα, γύρω στα είκοσι ερωτεύθηκε έναν νεαρό γιατρό και ακτιβιστή που υπερασπιζόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο οποίος θεωρούσε τον μέλλοντα πεθερό του εγκληματία πολέμου. Δεχόταν να παντρευτεί την Άνα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι εκείνη θα απαρνιόταν τον πατέρα της. Τον Φεβρουάριο του 1994, η κόρη του Μλάντιτς νιώθοντας τελείως ανήμπορη να απομακρυνθεί από εκείνον ή να εγκαταλείψει τα όνειρα της για αγάπη και γάμο, έπειτα από μια οικογενειακή βραδιά με επιτραπέζια πήρε το αγαπημένο πιστόλι του πατέρα της και αυτοκτόνησε.
Μετά το Rajac ο Ράντιτς συνέχισε την περιοδεία του σε άλλα θέρετρα του στρατού στο Stragari, ένα δασικό κρησφύγετο με γήπεδα, πισίνες, τραπέζια πινγκ-πονγκ και άφθονο κυνήγι. Την περίοδο εκείνη διέμενε και στο οικογενειακό του σπίτι στο Košutnjak και απολάμβανε το δείπνο του σε εστιατόρια, έβλεπε ποδοσφαιρικούς αγώνες στην πρωτεύουσα της Σερβίας και ήταν ο προεξάρχων των οικογενειακών εορτών.
H πτώση του Μιλόσεβιτς από την εξουσία τον Οκτώβριο του 2000 και η παράδοση του στην Χάγη τάραξε τον Μλάντιτς ο οποίος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να καταλάβει ότι δεν θα μπορούσε πια να βασίζεται στην κυβέρνηση του Βελιγραδίου για προστασία. Βιαστικά μεταφέρθηκε σε μία άλλη βάση στην Krčmar ενώ το νέο καθεστώς εδραίωνε τον έλεγχο του επί των σωμάτων ασφαλείας της χώρας. Τον Μάρτιο του 2002 έλαβε χώρα η επίσημη απόταξη του και εκδόθηκε το διάταγμα που νομιμοποιούσε την συνεργασία της χώρας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY).
Οι στρατιωτικές αρχές τότε του ζήτησαν να εγκαταλείψει την βάση, όπερ και αναγκάστηκε να πράξει έπειτα από αρχικούς λεονταρισμούς, την 1η Ιουνίου. Εν μία νυκτί το δίκτυο υποστήριξης του μειώθηκε δραματικά και ξεκίνησε μια περίοδος απομόνωσης και στερήσεων. Υπεύθυνος ασφαλείας του ανέλαβε τότε ο Τζόβο Τζόγκο, ο οποίος και κατόρθωσε να ενοικιάσει κάποια διαμερίσματα στα μεγάλα συγκροτήματα κατοκιών στο Νέο Βελιγράδι. Εκεί ο Μλάντιτς ζούσε περιορισμένος ενώ η οικογένεια του δεν μπορούσε να τον επισκέπτεται.
Το επόμενο κρησφύγετο στο οποίο ένιωσε άνετα βρισκόταν στην Οδό Γιούρι Γκαγκάριν, ένα δυο τετράγωνα από το σπίτι όπου κρυβόταν ο επίσης καταζητούμενος Κάρατζιτς με τον οποίο ωστόσο δεν είχε καμία επαφή. Οι απαιτήσεις του από εκείνους που τον φρόντιζαν ήταν μεγάλες: νωρίς το πρωί ήθελε να του σερβίρουν ζεστό γάλα με μέλι, απαιτούσε τα γεύματα του να είναι πάντα φρέσκα και τα υλικά να έχουν αγοραστεί την ημέρα που θα καταναλώνονταν. Πρόσεχε πολύ την εμφάνιση του, ξυριζόταν και χτενιζόταν καθημερινά. Ο στενός του κύκλος επίσης δεν ξεχνούσε να προσφέρει ως δώρο σε όσους τον "φιλοξενούσαν" φωτογραφίες των παιδιών τους σε κορνίζα ως σαφή υπενθύμιση του τι θα τους συνέβαινε αν τον πρόδιδαν.
Στις 12 Μαρτίου 2003, η χώρα βυθίστηκε ξανά στην ένταση όταν δολοφονήθηκε ο Πρωθυπουργός Ζόραν Τζίντζιτς ο οποίος είχε κηρύξει τον πόλεμο στο οργανωμένο έγκλημα. Η δολοφονία αυτή ουσιαστικά σήμανε και την αρχή του τέλους για τον Ράτκο Μλάντιτς. Οι έρευνες και οι συλλήψεις άγγιξαν και τον δικό του δίκτυο και τον ανάγκασαν να εδραιώσει ακόμα πιο αυστηρούς κανόνες. Στα μέσα του 2005 ο καταζητούμενος στρατηγός νιώθει εξαιρετικά ανήσυχος και τον Δεκέμβριο φεύγει για την Ljuba, ένα χωριουδάκι όπου διέθετε ένα σπίτι κάποιος από τους προστάτες του. Τον Φεβρουάριο του 2006 επιστρέφει στα περίχωρα του Βελιγραδίου κι εμφανίζεται αναπάντεχα στο σπίτι του κουνιάδου του Jegdić, απαιτώντας φιλοξενία και κραδαίνοντας ξανά την δαμόκλειο σπάθη της απειλής για τον γιο της οικογενείας. Στην περίπτωση αυτή όμως το τέχνασμα αυτό απέτυχε οικτρά καθώς η μητέρα του παιδιού έξαλλη αρνείται να μοιραστεί το σπίτι της μαζί του και απλά τον μεταφέρουν με αυτοκίνητο στο σπίτι ενός άλλου συγγενή στο χωριό Mala Moštanica.
Καθώς ο χρόνος κυλούσε και τα κρησφύγετα άλλαζαν, η κατάσταση για τον Ράτκο Μλάντιτς χειροτέρευε. Το καλοκαίρι του 2008 αναλαμβάνουν τα ηνία της χώρας οι μεταρρυθμιστές, οι οποίοι για πρώτη φορά αναμορφώνουν τον μηχανισμό ασφαλείας της χώρας και την αρμόδια υπηρεσία ΒΙΑ. Αρχίζουν να ασκούνται και οικονομικές πιέσεις στα μέλη της οικογένειας του για να τον παραδώσουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα καθώς απολάμβαναν της προστασίας της ρωσικής FSB, μια υπηρεσία ασφαλείας σαφώς πιο ισχυρή από την BIA. ΟΙ Ρώσοι ανησυχούσαν για τυχόν αποκαλύψεις του Μλάντιτς σχετικά με την εμπλοκή και υποστήριξη τους προς την Republika Srpska την περίοδο κορύφωσης των επιχειρήσεων εθνοκάθαρσης. Έπειτα από πολιτικές ζυμώσεις ωστόσο οι Ρώσοι άρουν την προστασία τους.
Η ζωή του Μλάντιτς ως φυγά λήγει σε ένα εγκαταλελειμμένο αγροτόσπιτο που ανήκε στον ξάδελφο τους Μπρανισλάβ στο βορεινό σέρβικο χωριό Λαζάρεβο. Στις 6 Μαϊού 2008 ο γιος του Ντάρκο πήρε μαζί του τα παιδιά του Αναστάζια και Στέφαν για να επισκεφθούν τα ξαδέλφια τους στο Λαζάρεβο κατά τους εορτασμούς του Αγίου Γεωργίου, μιας σημαντικής γιορτής για τους Σέρβους. Η οικογενειακή συνάθροιση θα λάμβανε χώρα σε ένα άλλο σπίτι αλλά ο Ντάρκο έκανε μια παράκαμψη και πέρασε από το σπίτι του Μπρανισλάβ όπου και στάθηκαν όλοι μαζί στην μέση της αυλής, φαινομενικά άσκοπα, για περίπου είκοσι λεπτά. Οι αστυνομικοί που τους ακολουθούσαν αρχικά απόρησαν. Μετά κατάλαβαν ότι ο Μλάντιτς του οποίου η υγεία ήταν σε κακή κατάσταση δεν ήθελε μεν να τον δούνε τα εγγόνια του αλλά ήθελε να τα δει εκείνος.
Τα ξημερώματα της 26ης Μαΐου 2011 οι άνδρες της ειδικής μονάδας εγκλημάτων πολέμου που υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών πραγματοποίησαν επιδρομή στο αγροτόσπιτο. Όταν εισέβαλαν αρχικά δεν τον αναγνώρισαν από τις κακουχίες των τελευταίων ετών.
"Ποιος είσαι; " ρώτησαν.
"Βρήκατε εκείνον που αναζητάτε." απάντησε περιφρονητικά ο άνδρας "Είμαι ο Ράτκο Μλάντιτς."
Αυτό ήταν το τέλος ενός ανθρωποκυνηγητού που διήρκεσε 14 χρόνια.
Τελικά, το Εφετείο της Χάγης που διαδέχθηκε το ad hoc Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ για την πρώην Γιουγκοσλαβία, επιβεβαίωσε την καταδίκη του Ράτκο Μλάντιτς για εγκλήματα πολέμου στη Βοσνία.
________
Στοιχεία από το βιβλίο The Butcher's Trail του Julian Borger.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 22.11.2017