Στην πρεμιέρα του έργου της Μιμής Ντενίση «Στέλιος Καζαντζίδης - Η ζωή του όλη»
Η Μιμή Ντενίση έγραψε και σκηνοθετεί ένα τρίωρο θέαμα για τον σημαντικότερο λαϊκό ερμηνευτή που έζησε στην Ελλάδα
Ας ξεκινήσω απ' αυτό: Ο Καζαντζίδης της Μιμής Ντενίση που παίζεται στον «Ελληνικό Κόσμο» με μεγάλη επιτυχία είναι ένα λαϊκό θέαμα. Μία υπερπαραγωγή, την οποία ωστόσο θα χαρακτήριζα μετρημένη, αφού οι αλλαγές στα ντεκόρ δεν βασίζονται τόσο στις κατασκευές, όσο στις εικόνες και τα πλάνα που προβάλλονται από τον προτζέκτορα.
Ο Λευκός Πύργος, λόγου χάριν, μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη, η παραλία του Αγίου Κωνσταντίνου στο εξοχικό σπίτι του Καζαντζίδη κι από κει και πέρα, η δράση εξελίσσεται πότε στο φτωχικό του τραγουδιστή και της μάνας του, πότε στο γραφείο του Λαμπρόπουλου της Columbia και πότε στην περίφημη «Τριάνα» του Χειλά.
Όλα αυτά, όμως, δίχως την αίσθηση της χλιδής, που βλέπουμε συχνά σε τέτοιου είδους παραστάσεις. Τα σχηματικά σκηνικά απλά εξυπηρετούν την εξέλιξη του βίου του Καζαντζίδη μέσα από το κείμενο που έγραψαν η Ντενίση και οι συνεργάτες της. Ένα κείμενο, το οποίο έχει αρκετά προβλήματα, που δεν ξέρω αν ευθύνονται γι' αυτά οι συγγραφείς του ή κάποιες ειδικές συνθήκες, κάτι επίσης συνηθισμένο όταν μιλάμε για ένα πρόσωπο με τους άμεσα «εμπλεκόμενους» να βρίσκονται στη ζωή.
Θα μπορούσε η παράσταση να αναφέρεται υπαινικτικά στον Καζαντζίδη, μέσα από την ιστορία ενός άλλου φανταστικού λαϊκού τραγουδιστή, και όχι να έχουμε μία ελλειμματική αναπαράσταση του πολυτάραχου βίου του.
Και εξηγούμαι: Στην θεατροποίηση - μαμούθ της ζωής του Καζαντζίδη, τρίωρης διάρκειας, το νήμα πιάνεται από τα παιδικά του χρόνια, τον θάνατο του πατέρα του μες τον Εμφύλιο, την ανέλιξή του στο χώρο του τραγουδιού, το ατύχημα που είχε ως «μουλαράς» στον στρατό και που του στέρησε την πατρότητα, τη δυσμενή στρατιωτική του θητεία ελέω «φακέλου», τις γυναίκες του, τη στάση του που εξασφάλισε την καταβολή ποσοστών σε όλους τους τραγουδιστές συναδέλφους του, το ατύχημα με το πιάτο που τον έκανε να παρατήσει τα κέντρα, το θάνατο της Γεθσημανής, της μάνας του, για να καταλήξει στη γνωριμία του με τη Βάσω, την τελευταία σύντροφο του και να κλείσει με ένα happy end, σαν παραμυθάκι δηλαδή πλατιάς κατανάλωσης.
Σκεφτόμουν βασικά με τι άλλο θα μπορούσε να κλείνει η παράσταση αυτή, μια και δεν υπήρχε καμία αναφορά στη μετέπειτα δισκογραφία του (ούτε καν αναφέρεται ο Χρήστος Νικολόπουλος με το θρυλικό «Υπάρχω», φαντάζομαι λόγω των γνωστών δικαστικών διενέξεων του συνθέτη με τον τραγουδιστή), πολύ δε περισσότερο στα τελευταία χρόνια του Καζαντζίδη με την αρρώστιά του κ.λπ.
Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε η παράσταση να αναφέρεται υπαινικτικά στον Καζαντζίδη, μέσα από την ιστορία ενός άλλου φανταστικού λαϊκού τραγουδιστή, και όχι να έχουμε μία ελλειμματική αναπαράσταση του πολυτάραχου βίου του.
Δυστυχώς δεν είναι μόνο η απουσία του Νικολόπουλου από το όλο concept. Βρήκα κι άλλα πράγματα, τα οποία στον απλό θεατή ενδεχομένως να περάσουν απαρατήρητα, σε έναν γνώστη όμως ή και μελετητή του Καζαντζίδη, βγάζουν κυριολεκτικά μάτι!
Η Καίτη Γκρέυ δεν κατονομάζεται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Είναι απλά μια τραγουδίστρια που πίστεψε εξ αρχής στον νεαρό άβγαλτο Καζαντζίδη, τα φτιάχνουν, τον ακολουθεί και τον στηρίζει, μέχρι να χωρίσουν. Η Καίτη Γκρέυ δεν παρουσιάζεται δηλαδή ως ντίβα ή σταρ, που ήταν για τα δεδομένα των χρόνων του 1950, αλλά μένει κάπου στο παρασκήνιο και στη σκιά του ανερχόμενου Στέλιου.
Η Σεβάς Χανούμ (ακούγεται ως Γκιουζέλ Χανούμ), στη συνέχεια, περνάει κι αυτή από την ιστορία ίσως με τον πιο επιτυχημένο δραματουργικά τρόπο: Είναι μια χασικλού ρεμπέτισσα -που έτσι ήταν κιόλας, για να είμαστε ακριβείς-, της οποίας η εμφάνιση μέσα από ντουμάνια καπνού και η decadence στάση της απέναντι στη ζωή και το τραγούδι οδηγεί σύντομα στον χωρισμό της από τον Στέλιο.
Η Μαρινέλλα, πάλι, ονομάζεται «Ελενίτσα» και είναι ένα ταπεινό λαϊκό κορίτσι - σχέση ζωής του Καζαντζίδη, που κάποια στιγμή υποθέτουμε πως θα χωρίσει μαζί του και θα κάνει μεγάλη καριέρα. Να το πω αλλιώς, αν κάποιος δεν γνωρίζει για την υπαρκτή σχέση που είχαν Καζαντζίδης και Μαρινέλλα, θα νομίσει πως επρόκειτο απλά για μία ασήμαντη κοπελίτσα που του έκανε καλά σεγόντα και κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χώρισαν.
Χωρίς να γνωρίζω κι εγώ τώρα τι γίνεται με τα δικαιώματα και τις απαγορεύσεις, είναι σίγουρο πως τόσο η Καίτη Γκρέυ, όσο και η Μαρινέλλα δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με την παράσταση αυτή, οπότε εκεί δούλεψε το δαιμόνιο της Ντενίση και των συνεργατών της. Δραματουργικά στέκει, ιστορικά όμως είναι φάουλ, μια και -επαναλαμβάνω- μιλάμε για έναν θρυλικό ερμηνευτή που πέθανε σχετικά πρόσφατα και κάποια κομβικά πρόσωπα της ζωής του είναι ακόμη εν ενεργεία.
Το μεγαλύτερο βάρος ρίχνεται στη σχέση λατρείας του Στέλιου με τη μάνα του, την κυρα-Γεθσημανή, και στην παρεμβατικότητα της στα προσωπικά και επαγγελματικά του. Επίσης, στη μεγάλη αγάπη του Στέλιου με τον παιδικό του φίλο, ο οποίος εμφανίζεται ως αφηγητής της ζωής του.
Προσωπικά, με ενόχλησε λίγο που ο Λαμπρόπουλος της Columbia παρουσιάζεται σαν δικτάτορας που θέλησε να εκμεταλλευθεί και να αφαιμάξει τον Καζαντζίδη. Πιθανώς οι συγγραφείς να θέλησαν να δείξουν τη μεγάλη κόντρα που είχε ο τραγουδιστής με τις εταιρείες καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, μόνο που στον Λαμπρόπουλο -ως γνωστόν- και την οξυδέρκεια του, χρωστάμε τη μεγάλη έκρηξη του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας 1950-1960.
Τα υπόλοιπα υπαρκτά πρόσωπα, η στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Καλδάρας και ο Γιάννης Παπαϊωάννου παρελαύνουν εντελώς σχηματικά, εκεί που δεν γίνεται καμία αναφορά στον τυφλό μαέστρο Στέλιο Χρυσίνη, που -ως γνωστόν επίσης- πίστεψε πολύ στον νεαρό Στέλιο και τον βοήθησε ουσιαστικά.
Η παράσταση, ωστόσο, αν παρακάμψουμε τα δραματουργικά προβλήματα, έχει αρκετά ατού: Έναν εξαιρετικό Ηλία Μελέτη στον ρόλο του Στέλιου Καζαντζίδη κατ' αρχάς. Αυτός είναι καλός ηθοποιός, τον είχα δει προ ετών στο «Βυρσοδεψείο» να παίζει μπροστά σε τριάντα άτομα και, ειλικρινά, χάρηκα που τον είδα να καταχειροκροτείται τώρα από ένα ολόκληρο πλήθος.
Αξίζουν συγχαρητήρια στη Ντενίση που δεν δίστασε να δώσει τον πρώτο ρόλο σε έναν νέο ηθοποιό, αγωνιστή της θεατρικής τέχνης, και όχι φίρμα. Δεν σημαίνει δηλαδή πως δεν γίνεται μια «φίρμα» να είναι και καλός ηθοποιός, απλά δεν ξεχνάμε πως ένα τέτοιο μεγάλο θέαμα στοχεύει και στο ταμείο, ποντάροντας συνήθως στα γνωστά ονόματα. Το πιο σημαντικό είναι που ο Μελέτης, έχοντας προφανώς μελετήσει σε βάθος το χαρακτήρα του Καζαντζίδη, πέτυχε να αποδώσει λίγη από την ιδιορρυθμία του ως απόρροια της ανθρώπινης ευαισθησίας του.
Είναι λογικό ακόμη την παράσταση να κλέβει η καρατερίστα Ελισάβετ Κωνσταντινίδη στο ρόλο της κυρα-Γεθσημανής. Το κοινό ξεσπούσε σε γέλια με την κάθε ατάκα της σχεδόν κι εκείνη, ως «ψημένη» στη δουλειά, δεν το άφησε παραπονεμένο. Είναι και Πόντια στην καταγωγή, οπότε ο λόγος της, οι εκφράσεις και το πληθωρικό παίξιμο της ταίριαξαν (μάλλον) με την εξίσου πληθωρική περσόνα της μάνας του Καζαντζίδη.
Πολύ καλή και η Νεφέλη Ορφανού δίπλα της, ως συγγένισσα της, αν και θα της πήγαινε περισσότερο ο ρόλος της Παπαγιαννοπούλου. Είμαι σίγουρος δηλαδή πως αν η Ορφανού είχε έναν γκεστ ρόλο (αλλά τι ρόλο;), θα έκανε τη διαφορά μες την παράσταση.
Τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ειδικά αυτούς που έπαιζαν τους μουσικούς συνεργάτες του Στέλιου, τους βρήκα διεκπεραιωτικούς και με ελάχιστη σχέση, ως φιγούρες, με την πραγματικότητα: Θα μπορούσε, λόγου χάριν, ο Παπαϊωάννου να αποδιδόταν από έναν άλλο ηθοποιό, πιο ψηλό και ξερακιανό, πιο κοντά δηλαδή στη γνώριμη όψη του «μπαρμπα-Γιάννη» Παπαϊωάννου. Αλλά όλα αυτά, ξαναλέω, είναι για τους μελετητές του Καζαντζίδη ή και γενικότερα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, πόσο μάλλον όταν ο Μιχάλης Μητρούσης ως Παπαϊωάννου δίνει μια καλή πειστική ερμηνεία. Ξεχωρίζει ακόμη ο Δημήτρης Σταρόβας στο ρόλο του μαγαζάτορα Χειλά, ενώ η κατάθεση του Αντώνη Λουδάρου στο ρόλο του γκαρδιακού φίλου του Καζαντζίδη, του Γιορδάνη, πετυχαίνει να μεταδώσει έως και συγκίνηση, ξεφεύγοντας από έναν απλό αφηγητή - ''υποκινητή'' των τεκταινόμενων.
Ο κόσμος που θα πάει στην παράσταση, θα περάσει καλά. Αυτό είναι δεδομένο. Θα δει μια αναπαράσταση της ζωής του αγαπημένου τραγουδιστή του, θα σιγοτραγουδήσει στο κολάζ από τα σημαντικότερα τραγούδια του (ακούγονται αποσπάσματα από κομμάτια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Λεοντή και του Λοΐζου μαζί μ' αυτά των Καλδάρα, Χιώτη, Άκη Πάνου) και στο τέλος θα συγκινηθεί με τα «Πέτρινα χρόνια» του Σπανουδάκη για να τονωθεί και το πατριωτικό του φρόνημα, όπως συνηθίζει να κλείνει τις παραστάσεις της η Ντενίση.
Την πρεμιέρα του έργου «Στέλιος Καζαντζίδης - Η ζωή του όλη» παρακολούθησαν η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, η Όλγα Πολίτου, ο Βασίλης Λέκκας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Αλέξανδρος Ρήγας, η Νίκη Σερέτη, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης κι ένα πλήθος επώνυμων Αθηναίων.
Η ίδια η Μιμή Ντενίση δήλωσε πως η συγκεκριμένη εργασία αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης παράστασής της για τη Σμύρνη και έσπευσε να απαντήσει σε αυτό που τη ρώτησε η Αρβελέρ: «Τι θέλεις εσύ και ασχολείσαι με τους Πόντιους και τους Μικρασιάτες;». Ειλικρινά δεν το κατάλαβα το ύφος της ερώτησης της Αρβελέρ, εφόσον η Ντενίση το μοιράστηκε μαζί μας. Τέλος πάντων, «γιατί είμαι Ελληνίδα» της απάντησε και έπεσε η αίθουσα από το χειροκρότημα. Κουβέντες διανοουμένων; Τι να πει κανείς...
Αυτό που τελικά κράτησα από την παράσταση και που το έχω συναντήσει και στον κινηματογράφο με τις βιογραφίες προσωπικοτήτων, είναι η συχνή δυσκολία να έχεις την έγκριση όλων των πλευρών ώστε να κάνεις όσο πιο αντικειμενικά γίνεται τη δουλειά σου. Διαφορετικά, και αυτό συνέβη με τον Καζαντζίδη της Ντενίση, τα πάντα παρουσιάζονται με δραματουργικούς ελιγμούς που είτε δεν λειτουργούν, είτε απλώς ξενίζουν. Κατά τα άλλα, ένα λαϊκό θέαμα με τα όλα του για τον σημαντικότερο λαϊκό ερμηνευτή που έζησε και έδρασε στην Ελλάδα.
Ιnfo:
Στέλιος Καζαντζίδης: Η ζωή του όλη
Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος»
Έως 18 Φεβρουαρίου
ΚΕΙΜΕΝΟ: Μιμή Ντενίση, Κωνσταντίνα Γιαχαλή
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μιμή Ντενίση
ΣΚΗΝΙΚΑ - ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Γιώργος Πάτσας
Πρωταγωνιστούν: Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Μελέτης Ηλίας, Δημήτρης Σταρόβας, Νίκη Παλληκαράκη, Σταύρος Νικολαΐδης, Σπύρος Μεριανός, Κώστας Βελέντζας, Αναστασία Σκοπελίτη, Μαριλένα Δήμα, Χρήστος Βελιάνο.
Μαζί τους: Νεφέλη Ορφανού, ο Μιχάλης Μητρούσης, Αντώνης Λουδάρος
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ελένη Ζιάνα, Εβελίνα Κυπραίου, Δήμητρα Μιχαηλίδου, Άγγελος Μπέσσας, Ηλίας Νομικός, Νίκος Πολοζιάνης, Έφη Σταυροπούλου, Γιώργος Τάτσης
- Facebook
- Twitter
- E-mail
6