Στο Παγκράτι πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου το 1981, διστακτικά και πολύ ενοχικά.
Με κυψελιώτικες οικογενειακές αναφορές, ανήκα στο άλλο τέρμα του θρυλικού «11», του τρόλεϊ «Κολιάτσου-Παγκράτι» που ένωνε μεταξύ τους δύο μεγαλοαστές κυρίες-γειτονιές, παραδοσιακά τσακωμένες μεταξύ τους.
Οι Παγκρατιώτες μισούσαν τους Κυψελιώτες, αλλά τα εσωτερικά αυτού του πολέμου, που στην ουσία ποτέ δεν είχε ούτε αίτιο ούτε αφορμή, αφού και οι δυο γειτονιές ήταν ένα και το αυτό, το σημειολογικά-ταμάμ, τα έχει περιγράψει γλαφυρά και υπέροχα ο Χρήστος Βακαλόπουλος στους Πτυχιούχους του.
Παιδί της πρώτης πανεπιστημίου τότε, ερωτευμένο με τις τέχνες, τα γράμματα, τη μελαγχολία και τη χαρμολύπη, βρέθηκα σε ένα ξεχαρβαλωμένο υπόγειο, σε ένα αδιέξοδο πίσω από την πλατεία Πλαστήρα.
Στο σπίτι του ζωγράφου και συγγραφέα Μίνου Αργυράκη, στενού παιδικού φίλου του Μάνου Χατζιδάκι και αδελφικού φίλου του γλύπτη Τάκι.
Ο Μίνως είχε εγκαταστήσει το θηλυκό του κοινόβιο από έφηβες σχεδόν υπερκαλλονές, τις οποίες αποκαλούσε όλες «κόρες» του.
Το Παγκράτι άλλαζε όσο εγώ το ερωτευόμουν περισσότερο, όσο μου έλειπε, όσο ο γιος μου δεν μου συγχώρησε ποτέ τη μετακόμιση. Γιατί το Παγκράτι είναι εθισμός. Φεύγεις μόνο για να επιστρέψεις. Τώρα που ξαναζεί την επόμενη ακμή του.
Μου πήρε καιρό να αντιληφθώ πως η διάσημη της εποχής μοντέλα Μάικεν δεν ήταν «κόρη» αλλά κόρη ενός πρώην έρωτά του, πλην όμως γρήγορα έγινα κι εγώ κόρη σε μια κοινότητα που ολημερίς άκουγε μουσική, μιλούσε για τέχνη και προσπαθούσε να περισώσει από τη σαβούρα, τραβώντας κυριολεκτικά από το στόμα των αρουραίων, τα πολύτιμα σχέδια του Μίνου.
Όλοι οι «μεγάλοι» της εποχής περνούσαν από κει να δουν τον Μίνω, που στο τσακίρ κέφι πετούσε τα ρούχα και μόνο με το πιο βρομερό σώβρακο του πλανήτη χόρευε τον πιο αβρό μπαλετικό αυτοσχεδιασμό, ακούγοντας το αγαπημένο του «It's a man's world».
Σ' εκείνο το υπόγειο, στο ηλιοβασίλεμα της φωτεινής ζωής του Αργυράκη, δεν υπήρχαν ούτε drugs, ούτε σεξ, ούτε αλκοόλ. Μόνο η αθωότητα, παρθένες κάτω από τις φτερούγες ενός παράξενου, ντροπαλού στο βάθος με τις γυναίκες καλλιτέχνη, αρσενικού παλιάς κοπής.
Στην Ελλάδα του '80, όπου τα αρσενικά σε κυνηγούσαν στους δρόμους, ο Μίνως ήταν μόνο στοργικός μπαμπάς τη μισή μέρα, παιδί μας την υπόλοιπη.
Αργά τη νύχτα, έπαιρνε το χαρέμι του στον Μαγεμένο Αυλό, στου Καραβίτη, στου Βυρίνη, όπου τέλος πάντων έπεφτε σήμα ότι μόλις είχε καθίσει το αντίπαλο δέος, το αρσενικό χαρέμι του Χατζιδάκι.
Η πλατεία Προσκόπων ήταν το γήπεδο ενός καθημερινού ματς ανάμεσα στους δύο στυλοβάτες της γειτονιάς, ενός ανταγωνισμού ανάμεσα στα αγόρια-ταλέντα του Μάνου και τις νεράιδες του Μίνου.
Απαγορευόταν αυστηρά να μιλάμε μεταξύ μας αλλά και να κοιταζόμαστε. Αν ενίοτε ο έρωτας άλλαζε τα δεδομένα, οι φταίχτες εξοστρακίζονταν αυτοστιγμεί από τον παράδεισο του Παγκρατίου. Σε λίγο πέθαναν και οι δύο.
Η ζωή στην πλατεία Προσκόπων κατέβασε οριστικά τα φώτα της. Στον Μαγεμένο Αυλό έμεινε μόνο ένας πίνακας, ο Μάνος στον «Μυστικό του Δείπνο», περιστοιχισμένος από ποιητές και αντρική ομορφιά, να θυμίζει τα ξεχασμένα.
Έμεινε και η κομψοτάτη μπαλαρίνα, ιδιοκτήτρια και grande dame κ. Νίκη Θεοφίλου, αδελφή της Λίντα Άλμα που είχε παντρευτεί τον Μάνο Κατράκη, να κρατά άσβεστη ως τώρα την παράδοση του σνίτσελ Χόφμαν, τις κρέπες Νικολά Φλαμέλ και τις ιστορίες της διανόησης του '70 και του '80.
Εδώ έτρωγε κάποτε και ο βασιλεύς, ο έσχατος Κωνσταντίνος. Ύστερα ήρθε το Μπράιτ-Σου. Και άλλος ένας λόγος να ανηφορίσουμε βιαστικά, και πάντα ενοχικά, την Ερατοσθένους εμείς οι Κυψελιώτες, στην αντίπερα όχθη του πάλαι ποτέ Βατραχονησίου, που το σκέπασε η άσφαλτος.
Το Μπράιτ-Σου του Θάνου Γερόλυμπου ήταν το μεγαλύτερο πάρτι της Αθήνας, αυτή η ξέφρενη εποχή που γεννιόταν μαζί με τη Μαντόνα, τον Μπόι Τζορτζ, τα μεγαλειώδη χρόνια του new wave γενικότερα.
Η Ζυράννα Ζατέλη και η Θέμις Μπαζάκα που μόλις είχε έρθει από την Αμερική δούλεψαν εκεί στο σέρβις, οι σύριγγες πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας για να καρφωθούν στο απέναντι γιαπί που σε λίγο θα στέγαζε το φαρμακείο Κορρέ, από κει που ξεκίνησε η αυτοκρατορία των καλλυντικών.
Τα drugs τότε στην Αθήνα δεν ήταν ξεπεσμός και θλιβερά φαντάσματα της Ομόνοιας.
Τα drugs ήταν κομμάτι μιας αστής, πλούσιας νεολαίας με ανησυχίες, που έπαιζε μουσικές, καταβρόχθιζε βιβλιοθήκες, άλλαζε τον κόσμο, ντυνόταν εξωφρενικά, ήταν τα χρυσά παιδιά της πρωτοπορίας που μεταμόρφωσαν σε λάιφ-στάιλ πρωτεύουσα τη θλιβερή μεταπολεμική Αθήνα με τα ταγάρια, τις χαλασμένες, ξασμένες περμανάντ και τις ινδικές κελεμπίες του ΚΚΕ.
Kάπου παράλληλα, απέναντι, στα στενά της Ιβύκου, ξεκινούσε την καριέρα του το Πάρτυ της Ελένης Ζιώγα. Εδώ δεν υπήρχε τίποτα το εναλλακτικό, όλα ήταν ψιλοκυριλέ και χαλαρά ταυτόχρονα, έκλεινες τραπέζι κι έτρωγες δημιουργικότητες των '80s.
Όσο πέθαινε το Μπράιτ-Σου, το Πάρτυ έγραφε τη δική του ιστορία, μεσούντων των '80s, από τα πρώτα bar-restaurants που γέννησαν τον συγκεκριμένο θεσμό με έναν ευρύτερο, καλλιτεχνικό κόσμο.
Δεν υπάρχει ούτε ένας διανοούμενος, πρωταγωνιστής, ποιητής, σκηνοθέτης ή ανερχόμενος ηθοποιός που να μην πέρασε από δω.
Η Ελένη, κόρη του θεατρικού συγγραφέα και με οικογένεια στενά συνδεδεμένη με τον Μίνω και τον Μάνο, ήξερε τους πάντες, ο Μάνος είχε πάντα ένα τραπέζι να τον περιμένει, που παρέμενε κενό ακόμα κι όταν όλοι προσκυνούσαν στην πόρτα για μια γωνίτσα.
Όταν τελείωσε το Πάρτυ, τελείωσε και το Παγκράτι. Για την ακρίβεια, έσβησε τα φώτα του, κατέβασε ρολά, έπαψε να είναι πρώτο όνομα στη μαρκίζα της διασκέδασης.
Όλα ήταν στη θέση τους, πασπαλισμένα με μια άχνη από θλίψη, από σιωπή.
Το εκπληκτικό σπίτι που σχεδίασε το 1961 για τον τεχνοκριτικό Αλέξανδρο Ξύδη στην Αρχιμήδους ο Άρης Κωνσταντινίδης σιωπηλό –η θρυλική Τζενάρα, η κόρη του, προτιμούσε τα πάρτι της Ύδρας–, σχεδόν ερειπωμένη η ιστορική οδός Άγρας με το σπίτι του Σεφέρη και τα εκπληκτικά σπίτια του ελληνικού μοντερνισμού που άγγιζαν τις παρυφές του Σταδίου.
Άγρας, από τον αρχαίο δήμο Άγρας, στον ίδιο δρόμο οι εκδόσεις Άγρας.
Το Αερόστατο, θρυλικό κολωνακιώτικο μπαράκι, μετακόμισε στην πλατεία Προσκόπων – βρισκόμαστε στο κατώφλι του '90, ο κόσμος αλλάζει.
Ο Λέντζος πάντα στη θέση του, όλοι να αναρωτιούνται ακόμη αν φτιάχνει τον φραπέ με μαρέγκα, κρέμα γάλακτος ή μπέικιν πάουντερ, από το '64 να ανδρώνει με τον πρώτο καφέ και το πρώτο τσιγάρο τα παγκρατιώτικα αγόρια, καφέ ανδροκρατούμενο, ποδοσφαιρόφιλο και παραδοσιακό.
Οι παλιές ταβέρνες εδώ, από το 1930 που χτίζεται το Παγκράτι, ο Μεγαρίτης, ο Βυρίνης, ο Καραβίτης (γι' αυτόν έγραψε ο Τούντας το ρεμπέτικο «Στου Λινάρδου την ταβέρνα»), η ίδια γεύση από κεφτέ, γιουβετσάκι στο πήλινο, κουρασμένο καλλιτεχνικό κουτσομπολιό. Από τις παρέες λείπουν η Μελίνα, ο Ντασέν, ο Χατζηχρήστος, οι παλιοί μεγάλοι.
Το Άλσος, που φύτεψε η βασίλισσα Όλγα το 1928, μια θλίψη.
Γατόφιλες κυρίες χτίζουν σπιτάκια για τα αδέσποτα από παλιά καφάσια μέσα στα κιτρινισμένα, λεηλατημένα φυτά, ο πάλαι ποτέ ζωολογικός κήπος ένα κλουβί με μαδημένα καναρίνια, το θέατρο που στέγασε το 1973 την Ελεύθερη Σκηνή, το οποίο ανέδειξε την Παναγιωτοπούλου, τον Φασουλή, την Παπακωνσταντίνου, τον Αρζόγλου, τον Χρυσομάλλη και τη Μαλτέζου, γκρεμισμένο. Ο καλός κόσμος προτιμά το ανερχόμενο Μετς, οι παλιές καλές οικογένειες σκορπίζουν στα προάστια.
Και πάνω εκεί που το Παγκράτι βιώνει τον επόμενο μεσαίωνά του, παντρεύομαι Παγκρατιώτη και με σφιγμένη ψυχή, βουβό κλάμα και καημό, έρχομαι να μεγαλώσω το παιδί μου στην καρδιά του.
Την πρώτη φορά που πήγα σούπερ-μάρκετ νόμιζα πως η υπάλληλος έκανε λάθος. Συνηθισμένη από κολωνακιώτικες τιμές, δεν το πίστευα πως η Αθήνα μπορούσε ακόμα να είναι τόσο φτηνή.
Ήρθα στη γειτονιά όταν το Παγκράτι έγινε το ραντεβού των ταξιτζήδων (για τυρόπιτα γωνία Υμηττού και Ευτυχίδου), το after ραντεβού των απανταχού γκαρσονιών της πρωτεύουσας στο Ciao για πίτσα και μακαρονάδα.
Όταν η Υμηττού μεταμορφώθηκε σε καφεπιάτσα με ντιζαϊνέ καφετέριες, λαϊκές ημίγυμνες σερβιτόρες με φούξια κραγιόν, κράχτες και ντεσιμπέλ του θανάτου από τις 9 το πρωί. Την παλιά αίγλη δεν την έζησα.
Τη διάβασα, τη μάζεψα από κουβέντες και αποσπάσματα, γυρνοβολώντας στις ανηφοριές του.
Και ύστερα πέρασαν δώδεκα χρόνια μοιρασμένα ανάμεσα σε πλατείες: Μεσολογγίου, Πλαστήρα, Δεληολάνη, Προσκόπων, Βαρνάβα, Σιντριβάνι.
Το Παγκράτι είναι οι πλατείες του, καθεμιά και άλλο άρωμα, ένα διαφορετικό σύμπαν. Το Παγκράτι είναι δύο: η Ευτυχίδου, το νοητό οδόφραγμα.
Ανάμεσα στο Κάτω, το αστικό, το πλούσιο, και στο Άνω, της Υμηττού, το μικροαστικό, το φτωχικό, με τους Λευκαδίτες και τους λοιπούς μετανάστες του Ιονίου.
Δύο χρόνια έσερνα ένα καρότσι από τις λαϊκές της Τρίτης και της Παρασκευής στην Πνύκα για το ποιοτικότερο ψωμί της Αθήνας, στην Τούλα για παγωτό μουστάρδα, στο Τζάμπο της Υμηττού μέχρι το παιδικό θερινό σινεμά του Άλσους και το ψαράδικο της Αιγινήτισσας.
Η Υμηττού ένας παράδεισος της φτήνιας, όλα εκεί, σουβλατζίδικα, παλιά βιβλία, second hand και κινέζικα ρουχάδικα, χασάπικα και φούρνοι, μπογιές, βοτάνια και ηλεκτρονικά σε τιμές αλλούτερες.
Ύστερα, στη γειτονιά άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι Αιγύπτιοι. Μετά τις κούνιες στο Άλσος πηγαίναμε για έναν αργιλέ με φαλάφελ και χυμό γουάφα στο Αλ Ταχρίρ της Αρχελάου 14 που επιβιώνει ακάθεκτο, ψωνίζαμε αργιλέδες, πουφ και παπύρους με την Κλεοπάτρα στα αιγυπτιάδικα της Υμηττού, που όλα έχουν κλείσει πλέον.
Το Παγκράτι γινόταν λαϊκό, λαϊκότερο, όλο και πιο λαϊκό. Ακαταμάχητα γοητευτικό, ωστόσο.
Με θέα την Ακρόπολη ολόσωμη από πολυκατοικίες που δεν τις πιάνει το μάτι σου, την ομορφιά των σπιτιών της Αρχελάου που θυμίζει Αθήνα του Τσαρούχη, το βλέμμα να πρασινίζει στο Άλσος, με το Παλάς, το πιο παλιό σινεμά της πρωτεύουσας, το Μπρίκι το πρώτο, το παλιό, το μια σταλιά.
Πίσω από μια παλιά πόρτα να κλέβεις το τοπίο μιας αυλής με τα καμαράκια που στέγαζαν ολόκληρες οικογένειες, σαν παλιός ελληνικός κινηματογράφος.
Να μην κοιμάται ποτέ στα περίπτερα της πλατείας, να μην κοιμάται ποτέ στις κρέπες και τα σουβλατζίδικα της Υμηττού, να κάνει τζόκινγκ στην κομψότητα του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Ύστερα μετακόμισα λίγο πιο κάτω. Το Παγκράτι άλλαζε όσο εγώ το ερωτευόμουν περισσότερο, όσο μου έλειπε, όσο ο γιος μου δεν μου συγχώρησε ποτέ τη μετακόμιση.
Γιατί το Παγκράτι είναι εθισμός. Φεύγεις μόνο για να επιστρέψεις. Τώρα που ξαναζεί την επόμενη ακμή του.
Μετά από μια δεκαπενταετία σιωπής, που η γειτονιά έζησε την παύση της αφάνειας, το μανάβικο της πλατείας μας έγινε μπαρ.
Το Chelsea κατάφερε αυτό που δεν κατάφεραν νωρίτερα η Σπονδή, το Sushi Bar της πλατείας Βαρνάβα ή το Colibri: να κάνει το Παγκράτι παναθηναϊκό trend, να το κάνει διασημότητα που πρώτοι ερωτεύτηκαν γκέι και καλλιτέχνες, κοσμοπόλιταν airbnb προορισμό, αγαπημένη γειτονιά των νέων και των Αμερικανών της πόλης.
Δεν ξέρω πια από πού κατάγομαι. Αλλά κάθε χρόνο, παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνα, επιστρέφουμε στο πανηγύρι της Ερατοσθένους.
Να ψωνίσουμε όπως παλιά πλαστικά σπαθιά, αφρικανικά τοτέμ και κινέζικους αναπτήρες, να μπουκωθούμε λουκουμάδες, μαλλί της γριάς και σαπουνέ χαλβά, να νιώσουμε τη νύχτα να μυρίζει την ασετυλίνη που δίνει ζωή στα εφήμερα λαμπιόνια. Το Παγκράτι είναι το χωριό μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO