Δικαστήριο της Νέας Υόρκης δικαίωσε τους γονείς ενός 30χρονου, οι οποίοι προσέφυγαν στη δικαιοσύνη στην προσπάθειά τους να αναγκάσουν τον γιο τους να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία.
Συγκεκριμένα, υπέβαλαν μήνυση σε βάρος του 30χρονου, υποστηρίζοντας ότι δεν συνέβαλε στα έξοδα του νοικοκυριού, δεν βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, ενώ μάταια επιχειρούσαν να τον πείσουν να πιάσει δουλειά.
Αγνόησε επίσης την προσφορά των γονιών του να του δώσουν χρήματα για να εγκατασταθεί κάπου αλλού, καθώς και τα πέντε ειδοποιητήρια έξωσης που του είχαν στείλει.
Ο Άντονι Αντοράντε, συνήγορος του ζεύγους Μαρκ και Κριστίνα Ροτόντο, δήλωσε πως ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της πολιτείας της Νέας Υόρκης Ντόναλντ Γκρίνγουντ έδωσε εντολή στον 30χρονο Μάικλ Ροτόντο να μετακομίσει από το σπίτι των γονιών του που βρίσκεται στην πόλη Καμίλους, σε απόσταση 320 χλμ βορειοδυτικά της πόλης της Νέας Υόρκης.
Ο δικηγόρος δεν υπεισήλθε σε λεπτομέρειες σχετικά με την απόφαση, με την οποία έπεσαν οι τίτλοι τέλους μιας οικογενειακής διένεξης 4 μηνών.
Όπως αναφέρεται στα δικαστικά έγγραφα, ο Μάικλ Ροτόντο υποστήριξε ότι δεν ειδοποιήθηκε εγκαίρως για την έξωση και ζήτησε να του δοθεί ένα περιθώριο έξι μηνών για να μετακομίσει.
«Δεν κατανοώ γιατί δεν μπορούσαν να περιμένουν λίγο ακόμη προτού να φύγω από το σπίτι», δήλωσε ενώπιον του δικαστή ο 30χρονος.
«Ήθελα απλώς ένα λογικό χρονικό διάστημα προκειμένου να φύγω από το σπίτι, δεδομένου ότι δεν ήμουν πραγματικά προετοιμασμένος να στηρίξω τον εαυτό μου οικονομικά τη στιγμή που μου επιδόθηκαν οι ειδοποιήσεις για έξωση», εξήγησε ο ίδιος στο τηλεοπτικό δίκτυο WSTM.
«Δεν κατανοώ τους λόγους που ένας δικαστής θέλει να πετάει ανθρώπους στον δρόμο», συμπλήρωσε.
Ο δικαστής ωστόσο δεν συμφώνησε με τα επιχειρήματά του κρίνοντας το αίτημά του «σκανδαλώδες» και υπενθύμισε ότι οι γονείς του είναι οι ιδιοκτήτες του ακινήτου και έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ποιος θα κατοικεί σε αυτό.
Ο Μάικλ Ροτόντο υποστήριξε ότι ένιωσε ξανά ζωντανός επιστρέφοντας στην οικογενειακή οικία όταν έχασε τη δουλειά του πριν από οκτώ χρόνια. Ωστόσο, πλέον η σχέση του με τους γονείς του έχει επιδεινωθεί και δεν μιλιούνται πλέον μεταξύ τους, δεν του μαγειρεύουν, ούτε του πλένουν τα ρούχα.
Επιπλέον, ανέφερε ότι εργάζεται, αλλά απέφυγε να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις.
Όπως προκύπτει από τα δικαστικά έγγραφα, οι γονείς του είπαν ότι προσπαθούσαν, εδώ και αρκετούς μήνες, να πείσουν τον γιο τους να φύγει από το σπίτι τους. Μεταξύ των επίσημων εγγράφων που κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου ήταν και πέντε γραπτές ειδοποιήσεις έξωσης, τις οποίες άρχισαν οι γονείς να στέλνουν στο γιο τους τη 2α Φεβρουαρίου.
«Έπειτα από μια συζήτηση που είχαμε με τη μητέρα σου, αποφασίσαμε ότι πρέπει να φύγεις από το σπίτι αμέσως», έγραφε το ζεύγος σε μια από τις επιστολές. «Έχεις στη διάθεσή σου 14 ημέρες για να αποχωρήσεις. Δεν θα σου επιτραπεί να επιστρέψεις».
Σε μια άλλη ειδοποίηση, οι γονείς εμφανίζονται να προσφέρουν στον γιο τους 1.100 δολάρια ώστε να τον βοηθήσουν να βρει δουλειά και ένα διαμέρισμα για να μείνει, ενώ τον συμβουλεύουν πώς να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ο ίδιος δέχθηκε το ποσό αλλά το δαπάνησε σε άλλα έξοδα, όπως διαβεβαίωσε.
«Υπάρχουν διαθέσιμες δουλειές ακόμα και για εκείνους με ένα φτωχό βιογραφικό όπως εσύ. Πιάσε μία! Πρέπει να δουλέψεις!», του γράφουν σε μια επιστολή. Σε μια άλλη με ημερομηνία 5 Μαρτίου, οι γονείς προειδοποιούν τον γιο ότι θα κινηθούν νομικά για να διασφαλίσουν ότι εκείνος θα φύγει από το σπίτι τους.
Ο δικαστής ζήτησε επίσης τη συνδρομή των υπηρεσιών προστασίας ενηλίκων διατυπώνοντας ανησυχίες για την άκρως τεταμένη σχέση μεταξύ των τριών.
Από την πλευρά του ο Μάικλ Ροτόντο επιβεβαίωσε ότι σχεδιάζει να εφεσιβάλλει την απόφαση. Λέει ότι ο πατέρας και η μητέρα του κινήθηκαν νομικά εναντίον του ως «αντίποινα» διότι δεν μπορούσαν πλέον να βλέπουν τον εγγονό τους, την επιμέλεια του οποίου έχασε τον Σεπτέμβριο του 2017.
Σύμφωνα με μια έρευνα του Pew Research Center, σχεδόν το 1/3 (32,1%) των Αμερικανών ηλικίας 18-34 ετών ζούσε με τους γονείς του το 2016.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ/Reuters/AFP