Για χρόνια εχθρευόμουν τις καντάδες. Ή μάλλον τους κανταδόρους. Βασικά, τον πατέρα μου μόλις έπιανε το τραγούδι.
Ήταν σημάδι ότι αρχίζει πόλεμος. Μόλις ηχούσαν οι ομοβροντίες της κιθάρας, άκουγα ήδη τα Stuka να πλησιάζουν να μας βομβαρδίσουν. Ήθελα να αντεπιτεθώ, αλλά επειδή δεν είχα στράτευμα, μισόκλεινα τα μάτια και προσπερνούσα την ταβέρνα, ξεπουπουλιαμένος.
Ποτέ δεν παρεσύρθην από τα αηδόνια, την αγράμπελη, τον αφρό της θάλασσας, το φονικό μαντολίνο.
Ανήκα σε ένα βασίλειο κατακτημένο: τη μάνα μου. Κατασκόπευα τις ταβέρνες εξ ονόματός της.
'Ηταν όμορφος πολύ. Και τραγούδαγε με περιπάθεια. Αλλά το γεγονός ότι ήμουν κατάσκοπος κι αυτός ο εχθρός, με έκανε να ανθίσταμαι στη ζεστή φωνή του, το καλόκαρδο γέλιο του καθώς ύψωνε το ποτήρι φωνάζοντας Εβίβα, το αρχοντορεμπέτικο χυμαδιό του.
Με ειρωνευόταν όταν μ’ έβλεπε - ήξερε την αποστολή μου.
― «Περίπολο;»
Στις καντάδες όλα είναι στο περίπου, ο ήρωας ίσως κατεβαίνει απ΄το βουνό ίσως και ανεβαίνει· μπορεί να είναι δείλι μπορεί και χαραυγή· ενδέχεται να ετοιμάζεται να κρεμαστεί μπορεί και να χέστηκε. Είναι όλοι σα να τραγουδάνε ό,τι νάναι, λόγια της πλώρης που δεν τ' ακούνε ούτε οι ίδιοι― αρκεί να κορδωθούν σαν κόκκόρια και να εκφυσήσουν: σημασία εχει το κικιρίκου, όχι το χάραμα.
Σιχαινόμουν επίσης όλους τους φίλους του. Με το κόντρα ξύρισμα και τα λεπτά σα μια γραμμή απο μαρκαδόρο μουστακάκια, αφράτους σε κουστούμια ξέχειλα, ή ξερακιανούς με μάτια θολά από το κρασί, ― απλώς ανεύθυνοι.
Εχθρευόμουν τις καντάδες. Αν και δεν θα μ' έλεγες παιδί της άλγεβρας, διέκρινα από τότε την ανοικονόμητη μελούρα του βενετσιάνικου cantare, που περιχύνει τα πάντα σαν εκσπερμάτωση, και δεν αφήνει τίποτα καθαρό, τίποτε ειλικρινές: ούτε στις λέξεις ούτε στις πράξεις. Στις καντάδες όλα είναι στο περίπου, ο ήρωας ίσως κατεβαίνει απ΄το βουνό ίσως και ανεβαίνει· μπορεί να είναι δείλι μπορεί και χαραυγή· ενδέχεται να ετοιμάζεται να κρεμαστεί μπορεί και να χέστηκε.
Είναι όλοι σα να τραγουδάνε ό,τι νάναι, λόγια της πλώρης που δεν τ' ακούνε ούτε οι ίδιοι― αρκεί να κορδωθούν σαν κόκκόρια και να εκφυσήσουν: σημασία εχει το κικιρίκου,όχι το χάραμα.
Κι οι λέξεις, τίγκα στα υποκοριστικά, την ηδυγλωσσία και τις μεταφορές - κεντάνε ήδη την νοθευμένη δαντέλα της αθηναϊκης καντσονέτας, το χουντικό κουκλόσπιτο της Κλειώς Δενάρδου.
Δεν ήταν μόνο από δικό μου στράβωμα, η εχθρότητα προς το είδος και τ’ αποσπόρια του. Όταν ρωτάς, Πού να 'ναι ο ίσκιος σου θεέ;, επόμενο είναι κάποιος αργά ή γρήγορα να σου απαντήσει: Σκύψε ευλογημένη να στον δείξω!
Γάμησαν κι άλλοι πριν από σένα bro. Κουράζεις. Μιλάς για κρίνα κι έχεις το νου σου στα βυζιά.
Συλλήβδην το είδος χαρακτηριζόταν, από μια καλλικέλαδη υποκρισία, που με απωθούσε επειδή γνώριζα προσωπικώς και τους κανταδόρους.
Ο Κέκος που στη κορώνα τού Λαλούν τ’ αηδόνια γύριζε τα μάτι του ανάποδα κι έβλεπες το ασπράδι, βασικά ήταν φονιάς και κλέφτης. Και είχε κάνει και φυλακή.
Αυτοί λοιπόν ήταν οι άντρες οι ντρέτοι που ο λόγος τους είναι συμβόλαιο; Αυτοί οι άβουλοι μπαζοφονιάδες, οι βιτελόνι, οι Καζανόβες της πλάκας, που χτυπάνε τις γυναίκες τους, που άλλα λένε κι άλλα κάνουν- αυτοί είναι το άλας της φυσικής επιλογής, το καμάρι της κοινωνίας;
Γέλια πολλά.
Δεν ξέρω αν στην Γαληνότατη Ενετική Δημοκρατία (που μάς κληροδότησε αυτό το στυλ) ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλλά αμφιβάλλω. Το ίδιο σκουλήκι τρώει κάθε αφράτη κόρη. Το ίδιο δούλεμα πέφτει παντού όπου για μια κιθαρίτσα ξαγρυπνάνε τα κορίτσια.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο λιμπρετίστας του «Ντον Τζιοβάνι», ο Λορέντζο ντα Πόντε, ήταν Ενετός. Δεν υπάρχει άλλο έργο να καταδεικνύει με τετοια εντομολογική ακρίβεια την έκφυλη ευγένεια, τον πωρωμένο κυνισμό του κανταδόρου. Όσο πιο γλυκιά η άρια με το μαντολίνo (Deh, vieni alla fenestra, o mio tesoro), τοσο πιο υπολογιστικό το καμάκι στο ροδόκηπο.
Είχα την τύχη να δω αυτό το αριστούργημα ανεβασμένο από τον Χάνεκε, στην Οπερα της Βαστίλης, τοποθετημένο σε μια σύγχρονη πολυεθνική εταιρεία, ως ένα θέατρο σεξισμού και βίας εκ μέρους του λευκού, πλούσιου αφεντικού - 10 χρόνια πριν τον Γουάινστιν και το #metoo. Ο μέγας σκηνοθέτης είχε αναδείξει, μεταξύ άλλων, όλη την παθολογία του ρομαντισμού.
Είχε καταδείξει και κάτι άλλο, πιο ενδιαφέρον: ότι τα πραγματα δεν είναι αυτό που δείχνουν. Ούτε οι άνθρωποι αυτό που δηλώνουν. «There will be time, there will be time/ To prepare a face to meet the faces that you meet».
Προσωπικά, δεν περίμενα τον Χάνεκε, ουτε τον Λορέντζο ντα Πόντε να μου το πουν. Ήξερα από μικρός, ότι ο εχθρός είναι ύπουλος. Δεν μάσαγα από τις τριωδίες, τα βγαλμένα λαρύγγια, το γιασεμί στο πέτο τους. Κι ας ήταν δίμετροι, ωραίοι, ξηγημένα παιδιά υποτίθεται. Υπήρχε μια άτιμη ανακολουθία στα μάτια μου: αυτοί τραγουδούσαν με μπριγιαντίνη στις ταβέρνες, ενώ στο σπίτι, κάποιοι έκλαιγαν. Χωρίς κερί. Πεινασμένοι. Γινόταν χρήση χημικών όπλων. Το αμπρί μας έμπαζε νερό! Είχαμε διαρκείς οχλήσεις απ’ την Κομαντατούρ!
Η κιθάρα μου να σπάσει κι οι χορδές της να σχιστούν/ και τα χέρια που την παίζουν σαν κεριά να μαραθούν.
Έπρεπε να πω το δικό μου τραγουδι, για να δω τη γλύκα. Και το είπα, μεγαλώνοντας. Μια ολοκληρωμένη αντι-καντάδα: Αυγή, ρεμπέτικα, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, αμπέχωνα, μεταπολίτευση, Αριστερά, οτοστόπ, Εξάρχεια. Όλο το πακέτο -ενάντια στην καντάδα.
'Επρεπε να διαπιστώσω, ιδίοις όμμασι, πόσο δύσκολο είναι να μήν υποκρίνεσαι. Να λες την αλήθεια. Να μιλάς καθαρά. Να εννοείς αυτά που λες!
Απέναντι στο ροκοκό του κανταδόρου, ανακάλυπτα τη ντελαμαγκέν παντομίμα του λαϊκού λεβέντη ― ενίοτε γελοιοδέστερη. Στις καντάδες ξεφύσαγαν κοκκόρια, εδώ αγκομαχούσαν μαχαλόμαγκες. Σκάγια πολλά, φόνος κανένας. Λεονταρισμοί. Αριστεροχαρούμενοι. Ηθικό πλεονέκτημα- κι από πίσω να περνάνε τρένα.
Απέναντι στο ροκοκό του κανταδόρου, ανακάλυπτα την ντελαμαγκέν παντομίμα του λαϊκού λεβέντη― ενίοτε γελοιοδέστερη. Στις καντάδες ξεφύσαγαν κοκκόρια, εδώ αγκομαχούσαν μαχαλόμαγκες. Σκάγια πολλά, φόνος κανένας. Λεονταρισμοί. Ηθικό πλεονέκτημα- κι από πίσω να περνάνε τρένα.
Οπότε έπαψα να 'μαι ταμπελάκιας- την ώρα ακριβώς που αυτό έγινε το σπορ των social media.
Τώρα όλοι βιάζονται να τοποθετήσουν κάποιον κάπου - γιατί πειθήνια έχουν δεχτεί να απομειωθούν σε μια μονάδα του μάρκετινγκ. Δεν είναι άνθρωποι, ειναι target groups. Όποιος επαμφοτερίζει (είναι δηλαδή rich and strange), συφιλιάζει το σύστημα.
Αλλά, τελικά (υπο την προϋπόθεση ότι δεν είσαι διαφημιστής) τι σημασία έχει τι φοράει, τι κατέχει, ή τι ισχυρίζεται ένας ανθρωπος; Τι σπουδασε, τι τραγουδάει, από πού έρχεται, τι καπνό φουμάρει.
Τι σημασία έχει αν τον παίρνει ή αν τον δίνει. Αν ειναι ρεμπέτης ή μοντ.
Τι σημασία έχει τι μεταδίδουν γι αυτόν τα ραδιόφωνα, αν επικηρύχθηκε απ' τον σερίφη, ή τη μάνα σου.
Σημασία έχει το άθροισμα των πράξεών του. Η αγάπη που δίνει, αν ξέρει να φιλάει καλά. Το βλέμμα του. Η αύρα του κορμιού του. Όσα δε λέγονται. Όσα δεν ξέρεις.
Να 'τος στην ταβέρνα του Σκούνα. Λέει το Μια μαγεμένη ανατριχίλα. Με το καρέ σακάκι του, την ελιά στο μαγουλο, τη ναπολιτάνικη φινέτσα, που τόσο σου θυμίζει την μελαγχολία του Totò στο Malafemmena. Μόλις αγγίζει τις χορδές. Τραγουδάει σχεδόν ψιθυριστά. Όλοι σωπαίνουν και τον κοιτάνε μαγεμένοι.
Τον κοιτάς κι εσύ. Δεν τον ξέρεις. Δεν σε ξέρει.
Κρίμα.
σχόλια