Το σπίτι μας

Το σπίτι μας Facebook Twitter
Το πρώτο εξώφυλλο της LiFO, 01/12/2005
2

Το 1963, μόλις ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στα νταμάρια, αλλάξαμε σπίτι. Νοικιάσαμε δύο δωμάτια στο σπίτι μιας καλής γυναίκας, της Κλέλιας, χήρας που το 'χε πάρει απόφαση, με μια παχουλή, νωθρή κόρη που την έλεγαν Ζελίκα – τελικά ανύπαντρη.


Το σπίτι ήταν απέναντι από την εκκλησία του Αγίου, με καμάρες και ένα μικροαστικό σαλόνι, με ντιβάνι, επένδυση με τριανταφυλλί σχέδια στις καρέκλες, μωσαϊκά στο δάπεδο και βάζα με αποξηραμένες «γάτες». Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, στο ημίφως των παντζουριών, η Ζελίκα ανάσαινε βαριά, με χάιδευε – και μάλλον με αγαπούσε.


Μου άρεσε η δροσερή σιωπή, η καθαριότητα, η ασφάλεια και η αλλόκοτη σεξουαλικότητα που αναδυόταν απ' την τόση τάξη. Λογικά, είχα τις πρώτες μου στύσεις. Ήμουν τεσσάρων.


Την επόμενη χρονιά, με αρωγή για τους σεισμοπαθείς, αρχίσαμε να χτίζουμε το δικό μας σπίτι. Η έξαψη της μάνας μου ήταν μεγάλη. Πηγαίναμε καθημερινά στο γιαπί, το ρίξιμο της τσιμεντένιας πλάκας ήταν μέρα θριάμβου, σαν να έμπαινε τέλος στο σκόρπισμά μας.

Ας συνεχίσουμε να βαδίζουμε μαζί. Κάτω από τις ανθισμένες κερασιές δεν υπάρχουν ξένοι.


Ήταν το μόνο σπίτι της Κυπρίων Αγωνιστών και ολόγυρα χωράφια. Τα κτήματα της κυρίας Μαύρας (όπου έδερνα τα μπρόκολα), δύο πηγάδια απ' όπου έπαιρναν νερό με κάρα και τo κουβαλούσαν στα καμίνια, δύο μουριές (μια λευκή και μια μαύρη), μια κουκουλωμένη χασισοφυτεία που μέσα της οργούσαν γάτοι, οι στάβλοι του Κέκου, όπου μέσα τους βρέθηκε κρεμασμένη ένα απόγευμα η 16χρονη κόρη του. Από έρωτα.


Στο νοητό σύνορο της αυλής μας (δεν είχε καν μουράγιο) έθαλλε κάθε Ιανουάριο μια μυγδαλιά. Με ζάλιζε η λευκή σάρκα του άνθους της, από το μαύρο ξύλο. Τόσο σκόρπια ομορφιά, τόσο άξενη! Εκεί διδάχτηκα πως το καλό έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις.


Το νέο μας σπίτι ήταν γυμνό, αλλά έδωσε χαρά και ασφάλεια στους γονείς μου. Πήρε δεκαετίες να ολοκληρωθεί. Κουφώματα, βαψίματα, έπιπλα, μωσαϊκά... Αρχικά, δεν είχαμε ούτε ψυγείο, ούτε καν κουζίνα. Κολλήσαμε ένα χαμηλό παράσπιτο στο κύριο κτίσμα με κατωφερή στέγη από τούβλα και βάλαμε εκεί μια γκαζιέρα, ένα τραπέζι με δυο καρέκλες και δυο σκαμνάκια – συν ένα μικροσκοπικό WC. Απ' το χαμηλό παράθυρο βλέπαμε σειρές με μελιτζάνες και κολοκυθιές.


Οι ατμοί με το παραμικρό ζέσταιναν το μικροσκοπικό δωμάτιο, άχνιζαν τα τζάμια και αυτό μου έδινε μια αίσθηση καταφυγίου – κάτι σαν ευτυχία. Πριν κοιμηθούμε, η μάνα μου σιδέρωνε τα σεντόνια μας, άναβε το καντήλι.

Όμως σπανίως κοιμόμουνα νορμάλ. Πάντα υπήρχε κάποιος που κρυβόταν στο σκοτάδι, ένας νεκρός, ένας βαλσαμωμένος άγιος ολόρθος με τα δόντια ξέσκεπα, ένας δαιμονισμένος. Ο αδελφός μου ροχάλιζε μακάριος κάτω από το εικόνισμα του γλαρωμένου τρίο «Πίστις, Αγάπη και Ελπίδα» (oι Bananarama της Oρθοδοξίας), ενώ εγώ πάλευα με όλα τα ζόμπι που ήθελαν να μπουν μέσα από το στόμα μου να στύψουν την καρδιά μου. Αποκοιμιόμουν απ' την εξάντληση, μόνος εγώ ενάντια σε ολόκληρη τη Νύχτα. Απορίας άξιον πώς τη σκαπούλαρα και δεν καλπάζω τώρα με τους Νάζγκουλ στα Πεδία του Πέλενορ.

Ο λόγος είναι απλός. Έχτισα κι εγώ το δικό μου σπίτι. Πριν από 13 χρόνια. Ακριβώς όπως η μάνα μου, ακριβώς όπως ο πατέρας μου. Με μερεμέτια. Ένα σπίτι χάρτινο, με ηλεκτρικά παραπετάσματα που ιριδίζουν τη νύχτα, φανταστικά ζώα – έναν γαλαξία δωματίου. Είναι ένα σπίτι που αρχικά ήταν ένα κουζινάκι στον λαχανόκηπο κι έφτασε να έχει εκατομμύρια φίλους που μου μιλούν και δίνουν στη ζωή μου αξία κάθε μέρα – εμένα, που δεν με έπαιζε κανείς. Ησυχάζουν τους τρόμους μου, τελειώνουν τις φράσεις που άφησα ημιτελείς, επουλώνουν τα παλιά τραύματα, πιάνουν τα βέλη που έρχονται από τα εχθρικά στρατόπεδα με γυμνά χέρια στον αέρα.


Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι μπορεί να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που να βρίσκουν στα έκκεντρα και στα αποσιωπημένα μεγαλύτερη αξία από εκείνο που αλαζονικά μονοπωλεί το Κέντρο. Μεγάλωσα με την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι κάτι αστόχαστα σκληρό και άδικο. Πώς έγινε και δημιουργήθηκε ξαφνικά αυτό το σπίτι, όπου οι γέροι δεν είναι τα αποφάγια της κοινωνίας αλλά ο θαμπός καθρέφτης μας, οι χτυπημένες γυναίκες είναι οι μάνες και οι φίλες μας, τα παιδιά που ψάχνονται με το φύλο τους μπορούν να εκφράζουν φανερά εκείνο που δειλά κάνουν στο κλειστό τους δωμάτιο, οι μετανάστες γίνονται πρόσωπα με όνομα και ιστορία;


Μάλλον δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ή ίσως είναι και μια ευτυχισμένη σύμπτωση. Πάντως έγινε! Και σήμερα γιορτάζει.


Αυτό το πολύτιμο, ανεξίθρησκο σπίτι είναι η LiFO, δηλαδή εσείς: 3.500.000 μοναδικοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε ρατσισμούς φύλου, φυλής ή σεξουαλικότητας. Που δεν πιστεύουν σε διχασμούς ή στην εξαχρείωση της ανθρώπινης ιδιότητας.


Ας συνεχίσουμε να βαδίζουμε μαζί. Κάτω από τις ανθισμένες κερασιές δεν υπάρχουν ξένοι. 

Editorial
2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ