Το 1966, ριπές χαράς άρχισαν να πέφτουν στο κεφάλι μας, σα μπόρες. Πήραμε ηλεκτρικό ψυγείο, πολυέλαιο (ένα κρυστάλλινο «φυλλόδεντρο» που απο μέσα του φύτρωναν σαν καυλοί τέσσερα ποντερά λαμπιόνια), ένα σαλόνι με δόσεις που ήταν πάντα κλειστό και άνοιγε μόνο όταν κάποιος μάς έκανε επίσκεψη.
Αν με ρώταγες ποια είναι η πιο χαρούμενη στιγμή της παιδικής μου ηλικίας, θα σου έλεγα τότε, εκείνο το πάρτυ που το σπίτι μας έγινε θερινό. Όμως αυτή η φωτογραφία, με κάνει και κωλώνω.
Ένα βράδυ, γιορτή του πατέρα μου, Ιανουάριος, ήρθε ο μεγάλος μου ξάδερφός, που έπαιζε σαξόφωνο με τους φίλους του. Έφεραν κιθάρα, ντραμς, πλάκωσε όλη η γειτονιά, καλεσμένοι κι ακάλεστοι.
Για να χωρέσουν στα λίγα τετραγωνικά ξεστήσαμε τα κρεβάτια, βγάλαμε τα έπιπλα στο χωματόδρομο. Η μάνα μου χόρευε με μια λευκή καμέλια καρφιτσωμένη, στο αμάνικο βαθυπράσινο μαροκέν της. Οι γυναίκες πέταξαν τα παπούτσια τους, για να κάνουν επιμελέστερα τις φιγούρες του τουίστ- βασικά, πέρα-δώθε σα ψαρόβαρκες.
'Ημουν σε έκσταση. Υπήρχαν πάστες στο ψυγείο, γέλια, ανοιχτά παράθυρα κι η υπόσχεση μιας απροσδιόριστης ευτυχίας (#fail).
Βασικά μου άρεσε πώς φλέρταραν οι μεγάλοι. Λίγο αδιάντροπα, έξω στην υγρασία, με θεωρούσαν αθώο παιδάκι αγνοώντας με, αλλά εγώ έβλεπα τα χέρια τους να γραπώνουν, το τρέμουλο στη φλέβα του λαιμού, πώς ηθελαν να εξαφανιστούν ο ένας μέσα στον άλλο, έκανα ότι πέφτω τυχαία πάνω στα γεννητικά τους όργανα -γέλαγαν, έκαναν «ωχ!», σα να 'ταν η προσκρουση αγνή, από ένα τόσο αθώο παιδάκι με ξανθές μπούκλες, που ήταν όμως ένας πλήρης, ολοκληρωμένος Κυανοπώγων και κανείς δεν το ήξερε, μόνον εγώ, στη σπηλιά της διαστροφής μου.
Βασικά μού άρεσε πώς φλέρταραν οι μεγάλοι. Λίγο αδιάντροπα, έξω στην υγρασία, με θεωρούσαν αθώο παιδάκι αγνοώντας με, αλλά εγώ έβλεπα τα χέρια τους να γραπώνουν, το τρέμουλο στη φλέβα του λαιμού, πώς ηθελαν να εξαφανιστούν ο ένας μέσα στον άλλο, έκανα ότι πέφτω τυχαία πάνω στα γεννητικά τους όργανα -γέλαγαν, έκαναν «ωχ!», σα να 'ταν η προσκρουση αγνή, από ένα τόσο αθώο μωρό με ξανθές μπούκλες, που ήταν όμως ένας πλήρης, ολοκληρωμένος Κυανοπώγων και κανείς δεν το ήξερε, μόνον εγώ, στη σπηλιά της διαστροφής μου.
Κυρίως μού άρεσε που το σπίτι επιτέλους γινόταν ρημαδιό. Με είχε φάει, μια ζωή, η τόση τάξη, η τόση έγνοια να κλίνουν με τη σωστή γωνία τα πλαστικά τριαντάφυλλα στο ανθογυάλι, ώστε αυτή ήταν η πρώτη, απελευθερωτική «αλητεία» μου.
Θα ακολουθούσαν πολλές. Ποτέ όμως καμμιά, δεν θα τερμάτιζε. Πάντα μια ουράνια θείτσα (με μουστάκι) θα μου πάταγε το φρένο. Θα μου έλεγε, άιντε, τέλειωνε, αφού είσαι καλό παιδί, όλοι το ξέρουν, οι φλώροι δεν έχουν ριζικό, ούτε το Τζέλλα Δέλτα φουγάρα, οι φλώροι είναι τα ορφανά των μπήτνικς, νόθα του Έκνομου, νομίζουν ότι με ζοριλίκια εκτείνουν τα όρια της εμπειρίας, αλλά στην ουσία παίζουν έναν κακομαθημένο ρόλο (άλματα δεν γίνονται με δίχτυ ασφαλείας)― και συχνά στουκάρουν, από μια στραβή, έτσι όπως είναι απρόσεκτοι και χαϊδεμένοι. Άιντε, κουκλάκι μου, φάε τη πάστα σου κι άκου τους δίσκους σου της Βίκυ Λέανδρος. Γεννήθηκες φτωχός, σεναριακά μιλώντας.
Αυτή η έκσταση, θα έμενε ανεξίτηλη και λόγω μουσικής. Πρώτη φορά άκουγα σαξόφωνο. Λίγο μοντ φάση, συγκροτήματα με κουστούμια, Εσένα που ξέρω τόσο λίγο, Εκείνο το πρωί στην Κηφισσιά.
Ο ήχος του ήταν σαν φύσημα στο αυτί από μια λέαινα του σοφτ πορνό (τη Ρίτα Μπενσουσάν, κατά προτίμηση), λαγνεία γενετικά τροποποιημένη που την τρώς και σε τρώει, βελούδο διάστικτο με κρυσταλλικά βακτήρια― Διαμάντια στο γυμνό σου σώμα. Εξέφρασε το προτηγανισμένο πάθος εκείνης της δεκαετίας και της επόμενης, δεν είναι τυχαίο που εξαφανίστηκε μαζί με τις καμπάνες και τη βαζελίνη στο φακό.
Ναι, ήμουν χαρούμενος. Αλλά αυτή η φωτογραφία (που την είδα τυχαία σε ένα weekend στο νησί, ανάμεσα σε άλλες που μου προκάλεσαν αυτά εδώ τα μονόχορδα άρθρα) μου δείχνει άλλα.
Είναι από εκείνο το πάρτυ. Είμαι το παιδί πάνω αριστερά, μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Δεν φαίνομαι εκστατικός, όπως νόμιζα. Ούτε χαρούμενος. Αντιθέτως, όλοι γελάνε, πλην εμού. Έχω μια έκφραση μεταξύ φόβου και αηδίας. Ίσως επειδή δεν έχουν έρθει ακόμη τα σαξόφωνα, δεν έχει ανάψει το κέφι. Ίσως επειδή, τελικά, οι αναμνήσεις μας είναι μια κατασκευή. Τις κόβουμε και τις ράβουμε όπως αντέχουμε και μάς βολεύει.
Άνθρωποι που με ξέρουν, καμμιά φορά με διορθώνουν: «Δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως το έγραψες.» 'Εχουν δίκιο- και δεν έχουν.
Για εμάς τους μεγάλους, ο χρόνος είναι μια κουρελού, απλωμένη στο κενό― κεντάς τα ράκη της περίπου όπως κάτσει. Ρώτησες κάτι το 1966 και η απάντηση ήρθε το 2011. Έχεις δικαίωμα να τα συγχρονίσεις. Αν είσαι μάγκας, μάλιστα, απ΄τον συγχρονισμό αυτό βγάζεις μουσική.
Τις περισσότερες φορές, δεν χρειάζεται να ανασυνδυάσεις εσύ τα επεισόδια. Είναι από μόνα τους ζωγραφισμένα το ένα πάνω απ’ το άλλο (φάση παλλίμψηστον)· κάτω από μια χειρονομία φέγγει το παλιό της αίτιο.
Τα ανακατεύεις από καιρού εις καιρόν για να καταλαβεις τι πράμμα ήσουν. Τι ρόλο (ή ρολάκι) έπαιξες.
Παζλ στον αέρα. Κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάος. Όμως εσύ.
σχόλια