Το πρωτοδημοσίευσε στο LIFO.GR ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, τον περασμένο Μάρτιο.
Ήταν μια μέρα που κύλησε σαν πατίνι – το πρωί μπήκα μέσα ένα κινούμενο που το ‘λεγαν Apodemy.
Το μεσημέρι βγήκα για μια βόλτα στην Πλάκα -- το απόγευμα μπουζούριασμα στον αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας, το βράδυ ερωτικό θέατρο Bijoux De Kant στην Πειραιώς και τα μεσάνυχτα ταξί. Μες στο ταξί, όλη η μέρα τινάχθηκε στον αέρα σαν ένα εικαστικό ημερολόγιο – μια αντανάκλαση πάνω παρμπρίζ. H τρυφερή προστυχιά του ταξιτζή με πήρε, με σήκωσε και με ακούμπησε μαλακά στην αρχή της μέρας. Τα χουφτώματα, η κολόνια eternity και κυρίως, το μουρμουρητό ρεφρέν του: ''θέλω να φύγω, να φύγω'' όλα με βοήθησαν να εμπεδώσω ότι δεν είχα φύγει ποτέ από το Αpodemy. Ήμουν ακόμη εκεί – eternally-- μέσα στην ταινία – μια σεκάνς πάνω σε ρόδες. Τώρα θέλω να δείξω πως γίνεται μια προβολή να χτυπάει το χρόνο όπως μια πέτρα την επιφάνεια του νερού. Πώς γίνεται δηλαδή, ο κινηματογράφος να επεκτείνεται κυκλικά – σαν μια κυμάτωση -- πάνω στο χάρτη του χρόνου.[σημείωση από το μέλλον της νύχτας: Θέλω να φύγω, να φύγω]
Πρωταγωνιστής στο Apodemy είναι ένα κλουβί με ρόδες. Κάτι ιπτάμενα πλάσματα από πέταλα πετούν μέσα από τις οικοδομές και τα ντουβάρια. Έρχονται, αγκαλιάζουν το κλουβί και κείνο παίρνει μπρος και αρχίζει να τσουλάει --αντί για κινητήρας, αερο-κίνηση! Το σάουντρακ πυροβολεί τα τσιμέντα και εκείνα ανθίζουν σαν τις πίστες ενός video game – κάθε ντουβάρι και ένα εκτυφλωτικό τέτρις – ένα τοπίο-γρίφος από το monkey island. Ο χάρτης της πόλης – οι λεωφόροι, τα φανάρια, οι στροφές – επιμηκύνονται απαλά κάτω από τις ρόδες – τα κουφώματα, τα γιαπιά και οι οικοδομές ξαπλώνουν μέσα στην οθόνη. Κάπου στο μέσο της διαδρομής το μοντάζ διακόπτεται από αγαλμάτινο χέρι δεμένο στην τρυφερή αγκαλιά ενός γερανού .[σημείωση από το μέλλον της νύχτας: Θέλω να φύγω, να φύγω]
Προσοχή: Μόλις δεις το χέρι, κατά πάσα πιθανότητα μια τσιγγάνα θα κάτσει μέσα στο κεφάλι σου και θα σου φορέσει ένα ζευγάρι 3D γυαλιά (αυτά που φοράς το βράδυ όταν διαβάζεις ανάσκελα τη μοίρα σου στις φωτοσκιάσεις της μούχλας που καλύπτει το ταβάνι). Η εικόνα θα παγώσει για λίγο, αλλά μετά θα ανοίξει σαν ακορντεόν: το πέτρινο χέρι θα σκάσει μπροστά σου σαν χειρόγραφο μετεμψύχωσης -- ένα εκμαγείο από déjà vu. Το Άγαλμα της Ελευθερίας – μες στην ντίρλα -- σφίγγει δυο ζάρια στη χούφτα του και προσεύχεται για εξάρες. Το πέτρινο χέρι του Στάλιν πλησιάζει με ρίγος το κουμπί στο φλιπεράκι. Τα δάχτυλα του Κολοκοτρώνη χορεύουν μπαλέτο. Το ακρωτηριασμένο χέρι ενός κλέφτη χαϊδεύει το χέρι ενός πιανίστα.... Η παράβαση και το κύρος λιώνουν μέσα στα πέτρινα δάχτυλα όπως τη ζάχαρη με το αλάτι μέσα σε μια σάλτσα δαμάσκηνου. (Η χειρομάντισσα που αράζει μέσα μου είναι μια χασικλού φαν του Ταρκόσφκι).
Πίσω στην ταινία: ακολουθεί ένα κρεσέντο πτώσης. Πέτρινα χέρια πέφτουν σαν φάκες πάνω στο κελί. Το κλουβί την σκαπουλάρει με μανούβρες και τελικά πετάγεται έξω από τη λεωφόρο -- έξω από τη βαρύτητα -- έξω από το χρόνο της ταινίας – και έξω από το δρόμο της πόλης. Σαν το καμπριολέ της Θέλμας και της Λουίζ. Κάνει μπλουμ και βουτά μέσα στη μουσική και μέσα στο κενό. Πέρα από την πόλη, πέρα από το δήμο. Αποδημεί.[Φωνή από το μέλλον της νύχτας: θέλω να φύγω, να φύγω]
Στην αρχή νόμισα ότι όλο αυτό ήταν ένα μικρό ψυχο-γραφικό ντοκιμαντέρ για την εμπειρία της φυγής μέσα στα αστικά λούνα-παρκ της Δύσης. Η δημιουργός της ταινίας, η Κατερίνα Αθανοσοπούλου μένει στο Λονδίνο και η ταινία μου θύμισε ένα σώμα – το δικό μου και των άλλων – μέσα στο σώμα της αγγλικής μεγά-πολης. Όταν ζούσα εκεί έπαιρνα μπρος χωρίς βενζίνη – με σήκωναν ψηλά οι εκλάμψεις που πέταγαν γύρω γύρω – οι άπειρες πιθανότητες. Η πτώση στο πάτο της πόλης είναι κάτι σαν βουτιά στην αγκαλιά μιας πεταλούδας. Ατελείωτες ταλαντώσεις μέσα στα ντουβάρια και την άσφαλτο. Το μυαλό μου έσκαγε σαν βεγγαλικό. Άνθιζε και έλιωνε στις παρυφές του χάρτη -- εκεί που το νοίκι ήταν φθηνό. Χωρίς καθόλου λεφτά, χωρίς προοπτικές, χωρίς αντίκρυσμα. Οι σκέψεις δάγκωναν το σώμα σου, το πέταγαν μακριά και μετά έτρεχαν να το πιάσουν. Σαν να είχα δέσει τα κόκαλα μου σε ένα μπαλόνι από ήλιον. Πήγαινα στα κλαμπς και χόρευα μέχρι τα ξημερώματα – έκαιγα τον εαυτό μου στις βιβλιοθήκες – σφουγγάριζα εμετούς στα dancefloor.. Τέντωνα τη σπονδυλική μου στήλη μέσα στην δύσβατη πόλη. Έκαιγα σαν χαρταετός. Έκανα γιόγκα πάνω στα ηλεκτρικά σύρματα. Μετά τρανταζόμουν από απανωτά σοκ. Ένας ωραίος λόξιγκας από ηλεκτροπληξίες. Κάθε κάψιμο και ένα σπινθήρας πτήσης. Ένα φύλλο πορείας από εγκαύματα. Ένα κλουβί με ρόδες.
“Δεν είχα το Λονδίνο στο μυαλό μου’’ μου λέει η σκηνοθέτης Κατερίνα Αθανασοπούλου καθώς βγαίνουμε από την αίθουσα προβολής που μοιάζει σαν μυκηναϊκός τάφος από τσιμέντο. Η βιντεο-έκθεση είναι στημένη στην Ακαδημία Πλάτωνος. Δώσαμε ραντεβού εκεί με τον άντρα της και τα παιδάκια της. Όταν αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε καταλαβαίνω πως όλα αυτά συνδέονται με την κινηματογράφηση της Αθήνας μέσα στη σκέψη του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος/σκηνοθέτης έφτιαξε μια εικόνα για το ανθρώπινο μυαλό – ένα κλουβί με πουλιά -- και την καρφίτσωσε -- ως συνήθως --μέσα στα λόγια του Σωκράτη. Είναι ένα από εκείνα τα κουλά ενσταντανέ των Πλατωνικών διαλόγων. Ο Σωκράτης περιλαμβάνει ένα τεκνό αλειμμένο με λάδι -- το Θεαίτητο – και τον αρχίζει στις ερωτήσεις γύρω από τη σημασία της 'γνώσης'. 'Το ερώτημα ήταν κάπως έτσι: Λες να ακουμπάμε τη γνώση μες στην μνήμη μας όπως ένα χέρι που αρπάζει φτερωτά πουλιά μέσα σε κελί; Αμέσως μετά όμως, ο φιλόσοφος-τεκνατζού βάζει μπρος τη γνωστή του σπασαρχίδικη μέθοδο . Και απορρίπτει την ιδέα. Η εικόνα του κελιού ήταν μόνο μια παγίδα. Προοριζόταν να αιχμαλωτίσει το συνομιλητή του μέσα σε ένα λογικό αδιέξοδο. Για τους Πλάτωνες και τους Σωκράτηδες η γνώση δε μπορεί να είναι κάτι τόσο fuzzy όπως η ντισκοτέκ της μνήμη μας – οι ιδέες δεν χοροπηδάνε σαν φλασάκια. Τα σοφά γερόντια γούσταραν ένα κόσμο απόλυτων ιδεών – άπειρο και αιώνιο -- με αδιατάρακτες αρχές. Μπορεί να συναναστρέφονταν παιδάκια που έμοιαζαν με το Σάκη Ρουβά, αλλά δεν γούσταραν να βλέπουν τις ιδέες σαν μπάλες του στρομπολάϊτ.
Εμείς όμως γουστάρουμε: Η Κατερίνα περιέλαβε την ιδέα του φτερωτού κλουβιού και τη μετέτρεψε σε ένα διαταραγμένο σύμβολο απελευθέρωσης. Έβαλε τα πουλιά να πετούν έξω από κλουβί και έτσι έκανε το κλουβί να μοιάζει με εικαστικό απόγονο του τρόλεϊ. Έτσι μετουσίωσε την πλατωνική σεκάνς σε έναν αντικατοπτρισμό της κίνησης μέσα στην Αθήνα. Και κάπως έτσι έφτιαξε ένα ντοκουμέντο για τον τρόπο που μια πόλη κυκλοφορεί μέσα μας. Αρχίζουμε λοιπόν να κουβεντιάζουμε για την πόλη της παιδικής μας ηλικίας μας σαν την παιδική χαρά ενός κελιού. Η ασφυξία του μικροαστικού νοικοκυριού, η ηγεμονία του φόβου και η αίσθηση του εγκλωβισμού περνάει από πάνω μας σαν ένα τουριστικό τρενάκι.. συνειρμών: welcome to Athens. Και καθώς τα λέμε αυτά παρατηρώ το σύζυγο της. ΄Ενας τρυφερός τύπος από την αγγλική επαρχία του βορρά -- αστραφτερός και δανδικός όπως οι προλεταριακοί ήρωες της μπριτ ποπ. Τσουλάει το καροτσάκι με το μωρό τους σαν να βρίσκεται μίλια μακριά από τη πόλη φυλακή και ταυτόχρονα βαθιά μέσα της. Ένας μπαμπάς σαν video-clip. Ένα ερωτηματικό με παντελόνια. Πολλά ερωτηματικά μάλλον: Άραγε είναι η οικογένεια ένα φτερωτό κελί; Μια δισκοθήκη μνήμης που αναβοσβήνει; Ένας μουσικός συναγερμός και τα κάνει όλα λίμπα μέσα μας; [φωνή από το μέλλον της νύχτας θέλω να φύγω, να φύγω]
Βγαίνουμε από το πάρκο και προχωράμε ανάμεσα τα μπακάλικα και τα ψιλικατζίδικα. ''Δες αυτήν τη βιτρίνα'' μου λέει η Κατερίνα. Είναι μια βιτρίνα εκθέτει το τίποτα. Τα ρημαγμένα έγκατα ενός μαγαζιού που έκλεισε. Ένας κενός χώρος. Στο πάτωμα – ανάμεσα στα ερείπια – είναι ακουμπισμένη η γνωστή βυζαντινή εικόνα: μια μαμάκα που φοράει μαντίλα και αγκαλιάζει το μωρό της. Αυτό που λέμε Παναγίτσα. Είναι η μόνη έγχρωμη διαταραχή στην καρδιά ενός λευκού χώρου – τα πάντα είναι τόσο λευκά που καταλαβαίνεις αυτόματα ότι το μαγαζί ήταν χασάπικο. Τώρα πια ξέρεις γιατί τα χασάπικα είναι ντυμένα σε αυτό το ζεν χρώμα. Η λευκότητα τυλίγει τα κρέατα σαν φωτοστέφανο. Μετουσιώσει τη σφαγή του κρέατος σε πάρτι εξαγνισμού. Μια Παναγία στο πάτωμα αγκαλιάζει το ναυάγιο μιας επιχείρησης όπως ένα σφαγμένο μωρό. Οι σοβάδες πέφτουν και το λευκό χρώμα ετοιμάζεται να λιώσει μέσα στο τσιμέντο. Ένα κελί σε αποσύνθεση. Μέσα στην κατρακύλα του κτιρίου τα ερωτήματα επεκτείνονται σαν ομόκεντροι κύκλοι. Τι συνδέει αυτό το ανατιναγμένο κελί με το ξεσκισμένο χαρταετό που χτικιάζει μέσα σου;
Η απάντηση έρχεται σαν μια γραφή πάνω στον τοίχο: Κάποτε τα μικρο-μάγαζα ήταν ένα αποκούμπι ισορροπίας μέσα σε ένα ανισόρροπο κόσμο. Οι βιτρίνες των μαγαζιών ήταν ένας στατικός κόσμος ανοιχτός στη λαθρανάγνωση. Εσύ έκανες κωλοτούμπες γύρω γύρω σαν ρεμάλι– άνεργος, άφραγκος, ρευστός – φτερούγιζες γύρω από τις προσόψεις σαν να ήταν κλειδωμένα κελιά γνώσης. Έλεγες 'άνοιξε σουσάμι' και οι επιγραφές των μαγαζιών άνοιγαν σαν τις σελίδες μιας μαύρη βίβλου – χρωματιστές επιγραφές που έκαιγαν σαν τατουάζ πάνω στο δέρμα της πόλης. Χοροπηδούσαν σαν πεταλούδες νοητικής κραιπάλης. Όταν βέβαια έβαζες το χέρι να της πιάσεις έκανα μανούβρες και έφευγαν. Το χέρι σου πέτρωνε από το κακό σου. Τα αυτοκίνητα περνούσαν από πάνω σου -- σα μεταλλικά δάκρυα – σε έπαιρναν αμπάριζα. Γινόσουν μπίλιες και κυλούσες ανάμεσα στα μαγαζιά σαν να ήταν μνημεία ακινησίας – έσπαγες πάνω τους όπως η θάλασσα πάνω στο βράχο. Τώρα τα μαγαζιά λιώνουν σα δάκρυα από τσιμέντο. Σκάνε και ανατινάζονται στον αέρα – απογυμνώνουν την ανισορροπία τους – εκθέτουν το νεκρό τους νόημα. Εσύ και μια βιτρίνα – δίπλα δίπλα -- είστε σαν δυο τσίτσιδα κλουβιά που έχουν γίνει μπίλιες.
Άλλη ερώτηση: Τι συνδέει το κελί μιας οικογενειακής επιχείρησης με το κελί μιας οικογένειας; Και τι συνδέει την αγία οικογένεια της εικόνας με την οικογένεια που έχω δίπλα μου; Αν γυρίσεις δίπλα σου θα δεις το μωρό να κοιμάται στην αγκαλιά του συζύγου. Η Κατερίνα κοιτάει τις κορυφές των κτιρίων σαν να διαβάζει σήματα μέσα στην έρημο. Η γη της επαγγελίας είναι κάπου ανάμεσα στις κεραίες των τηλεοράσεων, τις διαφημιστικές λεζάντες και τα γαριδάκια που λαμπυρίζουν στον ήλιο. Να μια αγία transgender οικογένεια – μια οικογένεια απόδημη. Το νοικοκυριό τους τσουλάει μέσα απ' τα συντρίμμια μιας πόλης όπως το εναέριο καροτσάκι ενός μωρού. Σαν ένα ιπτάμενο κελί από τσιμέντο – απορροφά τη λευκή ενέργεια από τους σοβάδες και ξεφλουδίζει την θλίψη από τους τοίχους. Κάθε πολυκατοικία είναι ένα ρομπότ transformer: μια μηχανή σε καμουφλάζ που αλλάζει σχήμα. Τα μπαλκόνια ανοίγουν σαν αεροδυναμικά φτερά, οι τζαμαρίες αστράφτουν σαν τα υπεριώδη μάτια του megatron. Αυτή είναι η απάντηση λοιπόν: όταν θα νιώθεις και συ σαν ερειπωμένο χασάπικο να τσουλάς σαν ένα κινούμενο σχέδιο στο πάτωμα της μνήμης. Να βουλιάζεις σαν κρέας σε αγιογραφία. Οι φλέβες στην παλάμη σου είναι το φωτογραφικό άλμπουμ. Μια διαστημική οικογένεια που διασχίζει το δέρμα σου.
σχόλια