Αίσθηση έχει προκαλέσει το άρθρο-παρέμβαση που δημοσίευσαν ΤΑ ΝΕΑ στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης κατηγορεί τον Κώστα Καραμανλή για το Ελσίνκι και για τις ευκαιρίες που χάθηκαν.
Ωστόσο με δήλωσή του ο Κώστας Σημίτης σημειώνει ότι διαχωρίζει τη θέση του από τον τίτλο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ με αφορμή το άρθρο του για τη μη ολοκλήρωση της συμφωνίας του Ελσίνκι. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το σημερινό άρθρο μου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ έχει τίτλο «μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε» και αναφέρεται στη συμφωνία του Ελσίνκι. Προσωπικοί χαρακτηρισμοί για πολιτικούς, όπως εκείνος που αναφέρεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, μου ήταν πάντα ξένοι».
Στο άρθρο του, ο Κώστας Σημίτης κατηγορεί τον Κώστα Καραμανλή για «χαμένες ευκαιρίες» και κυρίως γιατί δεν επέμεινε στη στρατηγική του Ελσκίνκι κατά τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών το 2004, όταν αποδέχτηκε της έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία ενώ οι ελληνοτουρικές διαφορές είχαν λυθεί. O πρώην πρωθυπουργός κατηγορεί τον διάδοχό του πως φέρει ευθύνη για τη σημερινή προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας.
Ο Κώστας Σημίτης περιγράφει πως το πρώτο κείμενο που παρουσιάστηκε στην ελληνική αντιπροσωπεία στο Ελσίνκι απορρίφθηκε άμεσα, καθώς «απείχε θεαματικά από το κείμενο των θέσεών μας» και περιελάμβανε «αοριστολογίες, που σε τίποτα δεν δέσμευαν και σε τίποτε δεν οδηγούσαν». Αναφέρει επίσης πως ο ίδιος, στη Σύνοδο Κορυφής την επόμενη μέρα (10 Δεκεμβρίου 1999) δήλωσε στους εταίρους ότι «αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε».
Όπως γράφει ο Κώστας Σημίτης, «η Τουρκία εξοργίστηκε από την απόφαση του Ελσίνκι» και «για αυτό και ο κ. Σολάνα (σ.σ. ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής τότε) μετέβη αμέσως στην Άγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία, το οποίο και πέτυχε. Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με 10 άλλες χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκες Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ο Κώστας Σημίτης συνεχίζει στο άρθρο του αναφερόμενος στο 2004, όταν έγινε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση είχε αλλάξει και πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Καραμανλής.
«Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρόλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι -και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε, ότι "οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν".
Απεδέχθη έτσι, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Ίσως σήμερα με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα, ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας.
Όμως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004, επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Συνεχίζοντας, ο Κώστας Σημίτης υποστηρίζει πως «μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφισταμένων διαφορών. Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια. Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας.
Συμπληρωματικά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών», αναφέρει το άρθρο
σχόλια